Το πρώτο που θα ήθελα να αναφέρω ως συμπέρασμα μέσα από τη μελέτη της διπλωματικής ιστορίας του Κυπριακού την υπό αναφορά περίοδο -είναι και κάτι που επηρεάζει καθοριστικά και τον τρόπο που προσεγγίζω σήμερα τα δεδομένα, τις εξελίξεις ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας- είναι το γεγονός ότι η κατά καιρούς ανάπτυξη πρωτοβουλιών, αλλά και το περιεχόμενο των σχεδίων λύσης για το Κυπριακό ήταν περισσότερο αποτέλεσμα παραγόντων στο εξωτερικό επίπεδο παρά των εσωτερικών δεδομένων στην Κύπρο.
Η ανάγκη δηλαδή διευθέτησης του Κυπριακού απέρρεε, κυρίως, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον την εκάστοτε περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, στο υπό διαμόρφωση μεταπολεμικό, ψυχροπολεμικό περιβάλλον με τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενισχύουν τις ανά τον κόσμο συμμαχίες τους, τη Βρετανία να αναζητά απεγνωσμένα νέο ρόλο σε μια εποχή διάλυσης των μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών, την Τουρκία να αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη και την Ελλάδα να προσπαθεί να εξισορροπήσει μέσα από σωρεία εσωτερικών προβλημάτων το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση, για ένωση με τη μητέρα πατρίδα θα προσεγγιστεί από τους πρωταγωνιστές, από αυτούς που διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο μέσα από το πρίσμα της εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων και όχι μέσα από τις αρχές και τις αξίες που επικράτησαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και από τη στιγμή που ο βασικός μοχλός των πρωτοβουλιών για λύση του Κυπριακού αποτέλεσαν εξωγενείς με το νησί παράγοντες, φυσικό επακόλουθο ήταν το περιεχόμενο των κατά καιρούς προταθέντων σχεδίων για επίλυση του Κυπριακού να μην αντικατοπτρίζει, όπως και θα έπρεπε, τις θέσεις, τις επιδιώξεις και τις ανησυχίες των Κυπρίων, αλλά να αποσκοπεί στο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και τα συμφέροντα καταρχάς των Βρετανών και ακολούθως των Αμερικανών και ευρύτερα της Δυτικής Συμμαχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αφού η Τουρκία είχε αξιολογηθεί από τη Βρετανία ως ιδιαίτερα σημαντική για την εξυπηρέτηση των βρετανικών συμφερόντων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, τα σχέδια λύσης που προτάθηκαν από το Λονδίνο κατά τη διάρκεια του ηρωικού αγώνα της ΕΟΚΑ θα προσέγγιζαν πολύ περισσότερο τις θέσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό παρά αυτές των Ελλήνων της Κύπρου ή ακόμα και εθνολογικά, κοινωνικά και άλλα δεδομένα στο νησί.
Η Διασκεπτική Συνέλευση
Οι δύο αυτές διαπιστώσεις προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από τη μελέτη των εξελίξεων ακόμα και πριν την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ το 1955. Για παράδειγμα, η σύγκληση της Διασκεπτικής Συνέλευσης το 1948 έγινε, για να εξυπηρετήσει στην ουσία βρετανικές ανησυχίες και συμφέροντα. Το Λονδίνο, υπό την πίεση που είχε δημιουργηθεί σε διεθνές επίπεδο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών και την αποαποικιοποίηση, έκρινε ότι για εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων θα έπρεπε να προσφέρει κάποιες συνταγματικές ελευθερίες στους Κυπρίους, ώστε να καταλαγιάσει με αυτόν τον τρόπο και την επιθυμία τους για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Βάσει της προσέγγισης της Βρετανίας ήταν το γεγονός ότι τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας δεν επέτρεπαν με οιονδήποτε τρόπο απεμπόληση των δικαιωμάτων της στην Κύπρο.
Ως μέτρο, λοιπόν, αντίδρασης στη διεκδίκηση για παραχώρηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, οι Βρετανοί θα εισηγηθούν την εισαγωγή στο νησί συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν στους Κυπρίους κάποιον βαθμό αυτοκυβέρνησης. Είναι σημαντικό να αναφέρω, αλλά και ενδεικτικό των διαπιστώσεων που προανέφερα, ότι ενώ η δημοσιοποίηση της βρετανικής πρόθεσης για σύγκληση Διασκεπτικής Συνέλευσης για το μέλλον της Κύπρου έγινε τον Οκτώβριο του 1946, η Συνέλευση δεν θα συγκληθεί πριν από τον Νοέμβριο του 1947, ενώ στην πορεία, εξαιτίας σημαντικών εξελίξεων στο περιφερειακό περιβάλλον που επηρέαζαν τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή, οι Βρετανοί αποφάσισαν, σε αντίθεση με την αρχική τους δημόσια διακήρυξη, πως θα υποβάλλουν οι ίδιοι, στις 7 Μαΐου 1948, συνταγματικές εισηγήσεις στα μέλη της Διασκεπτικής Συνέλευσης.
Να σημειώσω επίσης, ως σχετικό συμπέρασμα, ότι ο λιγότερο αναβαθμισμένος γεωπολιτικά ρόλος της Τουρκίας τη συγκεκριμένη περίοδο, σε σχέση με τα συμφέροντα του Λονδίνου, θα επηρεάσει το περιεχόμενο των βρετανικών εισηγήσεων στη Διασκεπτική, με αποτέλεσμα κάποιος να μπορεί να υποστηρίξει ότι ήταν πιο ικανοποιητικές (στο συνταγματικό επίπεδο) από ό,τι τα σχέδια που θα υποβληθούν αργότερα. Αυτό σχετιζόταν με το γεγονός ότι ο βαθμός ισχύος και ο ρόλος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν λιγότερο αναβαθμισμένος, αλλά και λόγω του ότι οι εισηγήσεις των Βρετανών κατά τη διάρκεια της Διασκεπτικής αφορούσαν θέματα αυτοκυβέρνησης σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής και δεν προέκριναν το ζήτημα του διεθνούς καθεστώτος της Κύπρου.
Με την πάροδο του χρόνου, τα προβλήματα των Βρετανών στη Μέση Ανατολή, η περαιτέρω μείωση της ισχύος τους στην περιοχή σε συνδυασμό με μία αγωνιώδη προσπάθεια να διατηρηθεί η Βρετανία ως ηγετική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή, αναβάθμιζαν ακόμη περισσότερο τη στρατηγική σημασία της Κύπρου για το Λονδίνο. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η περίφημη δήλωση του Hopkinson για την Κύπρο το 1954, η οποία συνέπεσε χρονικά, καθόλου τυχαία, με την υπογραφή της βρετανοαιγυπτιακής συμφωνίας για αποχώρηση των Βρετανών από την Αίγυπτο, καθώς και με την αρνητική στάση των Αμερικανών σε σχέση με την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να εγγράψει το θέμα της Κύπρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δεδομένου του καθοριστικότατου ρόλου που διαδραμάτισε η Ουάσινγκτον στη σύναψη της συμφωνίας για το Σουέζ, ανάμεσα στο Λονδίνο και το Κάιρο, είναι βέβαιο ότι το θέμα του μέλλοντος της Κύπρου αποτέλεσε αντικείμενο των σχετικών συζητήσεων.
Αργότερα, εκ των σημαντικότερων λόγων αποτυχίας των συνομιλιών Μακαρίου και Harding το 1956 θα αποτελέσει η άρνηση των Βρετανών να ικανοποιήσουν το αίτημα Μακαρίου στο θέμα της εσωτερικής ασφάλειας. Στάση που επιβλήθηκε, πέρα από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και από το γεγονός της απώλειας, για τους Βρετανούς, του Σουέζ, αφού οι επιθέσεις έως το 1954 Αιγυπτίων στο Σουέζ ώθησαν τους Βρετανούς στρατιωτικούς στη θέση ότι όποιο και εάν ήταν το μελλοντικό συνταγματικό καθεστώς της Κύπρου, ο έλεγχος της εσωτερικής ασφάλειας έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνει στη Βρετανία, ακριβώς για να μην επανέλθει το φαινόμενο των «τρομοκρατικών» επιθέσεων σε βρετανικές εγκαταστάσεις, όπως έγινε στο Σουέζ. Η αποχώρηση, λοιπόν, των Βρετανών από το Σουέζ θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναβάθμιση της Κύπρου, καθιστώντας την πλέον το σημαντικότερο βρετανικό ορμητήριο στην περιοχή, ενώ το αίτημα του Μακαρίου για να αναλάβουν οι Κύπριοι τον έλεγχο στην εσωτερική ασφάλεια θα περάσει πλέον στη σφαίρα του ανέφικτου.
Ο ρόλος των Βρετανών
Στη βρετανική πρωτοβουλία του 1956 καταδεικνύεται, ενδεχομένως με τον πιο εμφανή τρόπο, η εξάρτηση των περιεχομένων των σχεδίων διευθέτησης του Κυπριακού με εξωγενείς παράγοντες, με εξελίξεις στο συστημικό επίπεδο, εφόσον στην, έστω και κατά τρόπο αρνητικό, αναφορά στο ενδεχόμενο παραχώρησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στους κατοίκους της Κύπρου, θέτονται συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις που σχετίζονται άμεσα με περιφερειακούς και διεθνείς παράγοντες: συμμαχίες των Βρετανών, περιλαμβανομένης και σχετικής συμφωνίας με την Τουρκία, καθώς και διεθνείς συνθήκες, στις οποίες η Βρετανία ήταν συμβαλλόμενο μέρος.
Οι συνεχιζόμενες δυσκολίες των Βρετανών στη Μέση Ανατολή, η δημοσιοποίηση της εθνικοποίησης της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ από την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση, τα προβλήματα στις σχέσεις Ουάσινγκτον και Λονδίνου και γενικότερα οι συνέπειες των εξελίξεων αυτών στην αγωνιώδη προσπάθεια των Βρετανών να διατηρηθούν ως διεθνή δύναμη θα οδηγήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο σταδιακά σε μια σχέση εξάρτησης με την Τουρκία, η οποία ήταν η μοναδική χώρα στην περιοχή που ήταν πρόθυμη, για εξυπηρέτηση φυσικά και δικών της συμφερόντων, να στηρίξει αυτή την προσπάθεια των Βρετανών. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η γνωστή δήλωση του Anthony Eden περί της σπουδαιότητας της βρετανοτουρκικής συμμαχίας για επίτευξη των στόχων της Βρετανίας στην περιοχή.
Παρόλο που η επόμενη βρετανική πρωτοβουλία για το Κυπριακό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια φιλελεύθερη πρόταση, εφόσον αποτέλεσε προϊόν εργασίας ενός διακεκριμένου νομικού διεθνούς κύρους, του Cyril Radcliffe, με τη δήλωση Lennox-Boyd στο Βρετανικό Κοινοβούλιο στις 19 Δεκεμβρίου 1956, τη μέρα παρουσίασης των συνταγματικών προτάσεων Radcliffe, επισημοποιείτο η εξάρτηση του Λονδίνου από την Τουρκία και η καθοριστική επίδραση εξωγενών παραμέτρων στις προσπάθειες διευθέτησης του Κυπριακού. Με τη συγκεκριμένη δήλωση το 1956, η διχοτόμηση της Κύπρου ετίθετο πλέον ξεκάθαρα στο τραπέζι ως επιλογή διευθέτησης του Κυπριακού.
Εξάρτηση από την Τουρκία
Είναι άξιο αναφοράς, αλλά και πολύ ενδεικτικό το γεγονός, ότι ο βαθμός της εξάρτησης του Λονδίνου από την Άγκυρα και η επίδρασή της στις προσπάθειες διευθέτησης του Κυπριακού ήταν τόσο ισχυρή που, παρόλο που οι Βρετανοί αναγνώριζαν ότι η διχοτόμηση δεν ήταν καλή λύση για την Κύπρο διότι θα προκαλούσε αρκετά προβλήματα, αφού, ανάμεσα σε άλλα, θα απαιτούσε και τη μετακίνηση σημαντικού αριθμού πληθυσμού, την ίδια στιγμή ένοιωθαν την ανάγκη, για να ικανοποιήσουν τους Τούρκους, να αναγνωρίσουν τη διχοτόμηση ως ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού. Αυτό θα επαναληφθεί και στις επόμενες δύο βρετανικές πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού, με το Σχέδιο Foot και το Σχέδιο Macmillan.
Από πλευράς της η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη πλήρως την αδυναμία των Βρετανών, θα ακολουθήσει στο εξής πολιτική προκλητικά διεκδικητική, μη αποδεχόμενη καν συζήτηση ακόμη και Σχεδίων Λύσης, όπως για παράδειγμα το Σχέδιο Foot, που ικανοποιούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις τους. Και σας θυμίζω εδώ, ενδεικτικό αυτού που αναφέρω, ότι οι γνωστές προτάσεις του Nihat Erim δημοσιοποιήθηκαν το 1956 και μιλούσαν για τον επιδιωκόμενο στόχο της Τουρκίας στην Κύπρο. Την περίοδο πριν την υποβολή του Σχεδίου Foot, η εξάρτηση των Βρετανών από την Τουρκία, αλλά και οι ανησυχίες των Αμερικανών για την κατάσταση στο νησί ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Holland, «Η συριακή κρίση σιγόβραζε στη Μέση Ανατολή καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού [του 1957] και όσο αυτή διαρκούσε, η προτεραιότητα που δινόταν στην εξασφάλιση της παραμονής των Τούρκων στο Σύμφωνο της Βαγδάτης γινόταν διαρκώς πιεστικότερη για τους Βρετανούς».
Η επόμενη βρετανική προσπάθεια για διευθέτηση του Κυπριακού, το Σχέδιο Macmillan, θα αποτελέσει ακόμη μια απόδειξη της καθοριστικής επίδρασης των εξωτερικών παραμέτρων στην εξέλιξη του Κυπριακού, αλλά και της πλήρους εξάρτησης του Λονδίνου από την Άγκυρα. Με το Σχέδιο Macmillan, πέρα από τις διχοτομικές πρόνοιες που αυτό περιείχε, η Τουρκία θα επέστρεφε επίσημα στην Κύπρο, κατοχυρώνοντας ρόλο στην κυριαρχία του νησιού. Προς ενίσχυση της διαπίστωσης του καθοριστικού ρόλου των εξωτερικών παραγόντων στην εξέλιξη του Κυπριακού και σε αυτή τη χρονική συγκυρία, άξιο αναφοράς είναι και η διεκδίκηση πλέον πρωταγωνιστικού ρόλου στις εξελίξεις από τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ που, εργαζόμενος στο παρασκήνιο, στοχεύει στη διευθέτηση του Κυπριακού, έστω και για μεταβατική περίοδο, με απώτερο στόχο την ομαλοποίηση των σχέσεων των κρατών μελών του ΝΑΤΟ που εμπλέκονταν στο θέμα.
Η καθοριστική επίδραση των εξωτερικών παραγόντων στην ιστορία του Κυπριακού θα συνεχιστεί, καταδεικνυόμενη και από το περιεχόμενο των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960 και τη βασική απαίτηση των Βρετανών για ένα θέμα που μέχρι σήμερα υπάρχει διαφορετική προσέγγιση ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και τη Βρετανία: τη διαφορετική θέση σε σχέση με τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο και την απαίτηση των Βρετανών ότι αυτές αφορούν κυρίαρχο βρετανικό έδαφος, μια θέση την οποία δεν αποδέχεται η Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν και γι’ αυτόν τον λόγο που όταν έγινε παρόμοια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετείχε, για να υποστηρίξει τη θέση της χώρας που ήταν ενάντια στους Βρετανούς.
Οι εξωτερικοί παράγοντες
Αναζητώντας τους λόγους, για τους οποίους εξωτερικοί παράγοντες ήταν οι καθοριστικοί στη διπλωματική ιστορία του Κυπριακού -και που προσωπικά θεωρώ ότι υφίστανται μέχρι σήμερα- θα πρέπει να επισημάνουμε καταρχάς τη γεωγραφική θέση του νησιού σε ένα σταυροδρόμι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Είναι κάτι που το βλέπουμε και σήμερα, είναι κάτι που εάν αξιοποιείται σωστά από δικής μας πλευράς είναι σημαντικό πλεονέκτημα για εξυπηρέτηση των στόχων και επιδιώξεών μας. Ο παράγοντας γεωγραφική θέση αποκτά ακόμα πιο μεγάλη σημασία εάν εξετασθεί σε συνάρτηση με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Η Βρετανία, όχι και τόσο Μεγάλη πια, αναζητούσε αγωνιωδώς νέο ρόλο στην εποχή της αποαποικιοποίησης και της δημιουργίας συνθηκών Ψυχρού Πολέμου. Το έργο της θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο μετά την κρίση του Σουέζ, σε άμεση συνάρτηση με το γεγονός ότι ήταν στη Μέση Ανατολή που θα επιχειρήσει η Βρετανία την ύστατη προσπάθειά της, για να διατηρήσει ρόλο μεγάλης δύναμης στο νέο διεθνές σύστημα.
Η Τουρκία, γειτνιάζουσα με το αντίπαλον δέος, τον σοβιετικό εχθρό, και έχοντας ειδικά συμφέροντα στην Κύπρο, δεν θα μπορούσε λόγω της φυσικής της δύναμης και της γεωγραφικής της θέσης να αγνοηθεί από το Λονδίνο, που μετά και από την αποχώρηση από το Σουέζ είχε ανάγκη από δυνατό χέρι βοηθείας στην περιοχή.
Άλλωστε, η πορεία της Τουρκίας προδήλωνε, ειδικά για τους Δυτικούς, την ολοένα αυξανόμενη επιρροή και αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο.
Από τη μελέτη της διπλωματικής ιστορίας του Κυπριακού την υπό αναφορά περίοδο προκύπτει ξεκάθαρα και ένα τρίτο στοιχείο: η τουρκική σταθερότητα στόχων και επιδιώξεων σε σχέση με τη μορφή και το περιεχόμενο λύσης του Κυπριακού σε αντίθεση με την πολιτική της ελληνικής πλευράς. Διαπιστώνεται αβασάνιστα η προσήλωση της Άγκυρας σε ξεκάθαρους στόχους, για την εκπλήρωση των οποίων κατά τρόπο συνεπή εργάζεται. Από το 1956 και εντεύθεν -οι προτάσεις του Nihat Erim- γίνεται σαφές ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι η διχοτόμηση, για αυτό και όλες οι αποφάσεις και ενέργειες τόσο της Άγκυρας όσο και της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων, απολύτως συντονισμένα, αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου στόχου. Η προσπάθεια είναι σταδιακή και διακρίνεται μία κλιμάκωση ως προς τις απαιτήσεις αναλόγως των συγκυριών, του ρόλου και του βαθμού εξάρτησης του Λονδίνου από την Άγκυρα, ενώ διακρίνεται ευελιξία, αλλά και ευρηματικότητα ως προς τις τεχνικές σταδιακής προσέγγισης για επίτευξη του στόχου που είχε τεθεί επίσημα το 1956.
Ο αμφιταλαντευόμενος ελληνισμός έναντι των ξεκάθαρων τουρκικών στόχων
Στην αντίπερα όχθη, δυστυχώς, Ελληνοκύπριοι και Ελλάδα, θα παραμείνουμε για χρόνια σε μια νεφελώδη κατάσταση, κάπου μεταξύ του ευκταίου και του εφικτού, του διακαούς πόθου και της ψυχρής πραγματικότητας. Σε αντίθεση με τον ξεκάθαρο στόχο της Τουρκίας και τις επίμονες, καλά σχεδιασμένες και συστηματικές προσπάθειες, αν όχι για άμεση υλοποίησή του, αλλά για σταδιακή δημιουργία του κατάλληλου υπόβαθρου, Αθήνα και Λευκωσία αμφιταλαντεύονται συνεχώς, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές τα ίδια τα γεγονότα να ξεπερνούν τους στόχους, επιβάλλοντας στα γεγονότα αλλαγή πλεύσης και πορείας. Ειδικότερα, η ελλαδική πλευρά θα οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες αλλαγές στόχων και κατασπατάληση μέσων, διπλωματικών και άλλων, επειδή θα αφήνεται να σύρεται από τα γεγονότα ανήμπορη να θέσει ψύχραιμα τον σκοπό της, μέσα σε πνεύμα ρεαλισμού και επίγνωσης των επιρροών από τις διεθνείς εξελίξεις και δεδομένα, πριν τα γεγονότα την υποχρεώσουν να το πράξει.
Ολοκληρώνω, λέγοντας ότι με το βασικό συμπέρασμα της εισήγησής μου να είναι ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισαν εξωτερικοί παράγοντες στη διπλωματική ιστορία του Κυπριακού την υπό αναφορά περίοδο, δεν επιθυμώ σε καμία των περιπτώσεων να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ελληνική πλευρά ήταν ανήμπορη ή ότι ο ρόλος και οι ενέργειές της ήταν άνευ σημασίας, αφού το περιεχόμενο του όποιου σχεδίου λύσης του Κυπριακού έτσι και αλλιώς θα αποτελούσε αποτέλεσμα διεθνοπολιτικών δεδομένων εις βάρος των ιδίων συμφερόντων. Παράγοντες όπως οι ξεκάθαρες θέσεις, η σταθερότητα στόχων και επιδιώξεων, η αποφυγή ενεργειών που συγκρούονται με τα περιφερειακά και διεθνή δεδομένα, η ταύτιση συμφερόντων με τις Δυνάμεις της εποχής, οι άριστες σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας σε επίπεδο ουσίας και όχι σε επίπεδο ανακοινωθέντων τύπου, θα μπορούσαν σίγουρα, αν όχι να εξουδετερώσουν, τουλάχιστον να μετριάσουν την επίδραση τέτοιων παραγόντων, καταλήγοντας στην ουσία στην αξιοποίηση μιας πρωτοβουλίας που παρόλο που μπορεί να είχε αλλότριο σκοπό, θα μπορούσε να καταλήξει σε ευκαιρία για τη συγκριτικά πιο αδύνατη πλευρά, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη και τον πετυχημένο αγώνα της ΕΟΚΑ που ενίσχυε τη διπλωματική φαρέτρα της ελληνικής πλευράς.
Εξάλλου και τότε, αλλά και σήμερα, τα μικρά κράτη, ειδικότερα εάν αυτά κρίνονται ως σημαντικά για τη διατήρηση διεθνών ισορροπιών λόγω γεωγραφικής θέσης ή άλλων στοιχείων, είναι απολύτως αναγκαίο να διαβάζουν και να γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα διεθνή δεδομένα και να εργάζονται στη βάση συγκεκριμένου πλάνου και σχεδιασμού για ενίσχυση όλων των παραγόντων ισχύος τους, εσωτερικών και εξωτερικών, καθώς και πλήρη αξιοποίηση όλων των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους.
Και αυτό ακριβώς πράττουμε σήμερα ως Κυβέρνηση.
*Από την ομιλία του Προέδρου Χριστοδουλίδη στο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργανώνει το Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959 σε συνεργασία με το Σ.Ι.Μ.Α.Ε. και τους Συνδέσμους Αγωνιστών με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 70 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ