Ο διευθυντής του Δημοτικού Κέντρου Τεχνών Λευκωσίας πιστεύει ότι όταν ο αποχωρισμός από τον τόπο σου είναι βίαιος, δημιουργούνται τραύματα που αν δεν επουλωθούν, ένα κομμάτι σου μένει για πάντα ανολοκλήρωτο. 
 
– Έχετε έντονες µνήµες από το Βαρώσι; Όταν φεύγεις από κάπου βίαια, θυµάσαι τα πάντα και µάλιστα σε υπερθετικό βαθµό. Ζούσαµε σε µια από τις πιο κοσµοπολίτικες πόλεις της Μεσογείου. Είχαµε απόλυτη ελευθερία, οι γονείς µας µάς είχαν εµπιστοσύνη, ήµασταν συνεχώς έξω και κολυµπούσαµε από τον Απρίλιο µέχρι τον Οκτώβριο. Για να καταλάβετε, το µάθηµα της γυµναστικής στο σχολείο κάθε Παρασκευή το κάναµε στη θάλασσα! Τα βράδια πηγαίναµε στα θερινά σινεµά, σε καφέ, µέρη που δεν ήταν αυτονόητα στην υπόλοιπη Κύπρο εκείνη την εποχή, που ήταν πιο κλειστές οι κοινωνίες. Την ίδια στιγµή, όµως, βιώναµε τις έντονες εµφύλιες διαµάχες, που υπήρχαν ακόµα και στα σχολεία, την πολιτική κατάσταση η οποία τελικά οδήγησε στην καταστροφή. Ήταν κάπως οξύµωρο. Από τη µια να περνάς τόσο ωραίες και ξέγνοιαστες στιγµές κι από την άλλη να νιώθεις πως επίκειται µια τραγωδία. 
– Έχετε δει ξανά το σπίτι σας, από τότε; Βρίσκεται στην περιφραγμένη περιοχή, αλλά πολύ κοντά στο φράκτη. Ενώ παλιά έκρυβαν ορισμένα δέντρα το δωμάτιό μου, πριν από πέντε χρόνια κατάφερα να δω το μπαλκόνι μου για πρώτη φορά. Ήταν συγκλονιστικό! Στα πλάνα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, ήταν και η κλινική του πατέρα μου, εκεί όπου γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Είναι συναισθήματα που πολύ δύσκολα μπορείς κανείς να περιγράψει. Ειδικά όταν μιλάς για μια πόλη-φάντασμα που ελάχιστοι γνωρίζουν πώς είναι μέσα και τι απέμεινε από τα σπίτια μας. 
– Με τη Λεμεσό, έχετε προλάβει να αποκτήσετε στενούς δεσμούς ή νιώθατε απλά περαστικός; Νιώθω αρκετά Λεμεσιανός, όπως και Λευκωσιάτης. Αγαπώ τη Λεμεσό, νιώθω συνδεδεμένος μαζί της και την επισκέπτομαι πάρα πολύ συχνά, αφού εκεί μένει ακόμα η μητέρα μου. Μας υποδέχτηκαν με πολλή ζεστασιά τότε και θεωρώ ότι είναι μια πόλη, επίσης, πολύ δημιουργική, η οποία είχε και εκείνη τη δική της πνευματική ιστορία στο παρελθόν. 
– Στο παρόν πού βαδίζει; Δυστυχώς, υφίσταται μια ραγδαία και αλόγιστη ανάπτυξη που νομίζω δεν θα της βγει σε καλό. Αυτές οι ενέργειες είναι ασχεδίαστες, γίνονται ανοργάνωτα και θεωρώ ότι δεν θα εξυπηρετήσουν το κοινό καλό στο μέλλον. Περισσότερο κακό θα δημιουργήσουν παρά καλό στο σύνολο των κατοίκων. 
– Κινδυνεύει από αυτή την ανάπτυξη και η Λευκωσία; Ελπίζω να είναι πιο προσεκτικοί στη Λευκωσία από ό,τι στη Λεμεσό. Θεωρώ όμως ότι τα μεγάλα έργα –που κρίνονται τόσο πολύ από τους πολίτες επειδή έχουν καθυστερήσει–, θα δώσουν ένα πολύ ωραίο χαρακτήρα στην πόλη. Πιστεύω πολύ στην Πλατεία Ελευθερίας και στην ανάπλαση της γύρω περιοχής που θα ενώσει την παλιά με τη νέα πόλη και θεωρώ ότι η Λευκωσία, με αργούς και σταθερούς ρυθμούς, θα αποκτήσει έναν σύγχρονο αέρα και έναν χαρακτήρα πρωτεύουσας. Ελπίζω, μάλιστα, κάποια στιγμή στο μέλλον να ενωθεί, να ανοίξουν τα οδοφράγματα. Αν γίνει αυτό, θα είναι αριστουργηματική – με το κέντρο, τα υπέροχα μνημεία και την Αγία Σοφία. Μια πόλη–ορόσημο στη Μεσόγειο αλλά και ευρύτερα. 
– Τι απολαμβάνετε να κάνετε σήμερα στην πόλη; Να περπατώ στα σημεία που μου αρέσουν, στα λίγα σημεία πρασίνου που απέμειναν, τα οποία θεωρώ ότι πρέπει να τα φροντίζουμε λίγο παραπάνω, να πηγαίνω σε καλά εστιατόρια και να απολαμβάνω το βραδινό φαγητό μου. Μου αρέσει η ζωή της Λευκωσίας. Έχει έναν δυναμισμό που είναι διαφορετικός από αυτόν των παραλιακών πόλεων της Κύπρου. 
– Πόσα έχουν αλλάξει από τη μέρα που αναλάβατε το Κέντρο Τεχνών μέχρι σήμερα; Πολλά έχουν αλλάξει από το 1993, που έλαβα μέρος στην αποκατάστασή του από βιομηχανικό χώρο σε πολιτιστικό. Καταρχάς, το Κέντρο βρίσκεται πολύ κοντά στην Πράσινη Γραμμή, σε μια δύσκολη περιοχή της Λευκωσίας και το 1994, που άνοιξε τις πύλες του για το κοινό, δεν ήταν αυτονόητο για τους Λευκωσιάτες πως θα έρχονταν σε αυτές τις περιοχές και δη για να παρακολουθήσουν εκθέσεις τέχνης. Η περιοχή σήμερα έχει μια εντελώς διαφορετική ταυτότητα. Το καινούριο Δημαρχείο άνοιξε, υπάρχουν πολλές άλλες γκαλερί, καφετέριες και ο κόσμος έρχεται πολύ πιο εύκολα. Και θεωρώ ότι το Κέντρο συνέβαλε σε αυτή την αλλαγή του χαρακτήρα της περιοχής. Πέραν όμως από την περιοχή, ήταν πρωτοποριακό για την εποχή ένας βιομηχανικός χώρος να μετατρέπεται σε κέντρο τέχνης. 
– Υπάρχει κάποια ιστορία που ελάχιστος κόσμος γνωρίζει; Υπάρχουν πολλές ιστορίες. Δεν θα ξεχάσω τις καταρρακτώδεις βροχές τη μέρα των εγκαινίων – δεν θυμάμαι να έβρεξε ξανά τόσο πολύ! Είχε ήρθε τότε ο Πρόεδρος Κληρίδης να τα εγκαινιάσει κι εμείς, από το φόβο μας, κρατούσαμε πλαστικούς κουβάδες, μήπως και τρέξει νερό απ’ τη στέγη. Ευτυχώς, οι ζημιές ήταν ελάχιστες. Αξέχαστη όμως θα μου μείνει και η έκθεση του Μιρό, με προσκεκλημένη τη βασίλισσα Σοφία και τις ουρές που έφταναν μέχρι τα Λουτρά Ομεριέ. Γινόταν το αδιαχώρητο! Τα έργα ήταν μεγάλης αξίας, οπότε είχαμε μεγάλη ανησυχία για το αν θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε εκείνη τη βραδιά. 
– Ανυπομονείτε για κάποια μελλοντική στιγμή; Δεν ανυπομονώ πια, γιατί όσο περισσότερο το κάνω, τόσο δεν πραγματοποιούνται τα πράγματα που επιθυμώ – αυτό καταλαβαίνω μεγαλώνοντας. Παρ’ όλο που πέφτω συχνά στην παγίδα να περιμένω κάτι εναγωνίως, νομίζω πως ότι όση περισσότερη ενέργεια βάζεις, τόσο πιο απόμακρο γίνεται. 
– Αν δεν υπήρχαν καθόλου περιορισμοί, πού θα θέλατε να βρίσκεστε αυτή τη στιγμή που μιλάμε; Στο σπίτι μου στην Αμμόχωστο, σαφέστατα. Νομίζω πως όποιον Βαρωσιώτη κι αν ρωτήσετε, θα σας δώσει την ίδια απάντηση. Δεν είναι ρομαντισμός, είναι που υπάρχει μέσα μας μια διαδικασία που διακόπηκε απότομα. Ένα κομμάτι της ζωής μας μένει μέχρι και σήμερα ανολοκλήρωτο και ανεκπλήρωτο και αυτό το τραύμα πρέπει κάποια στιγμή να θεραπευθεί.
 
Info: Το NiMAC [Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, Συνεργασία: Ίδρυμα Πιερίδη] συμπληρώνει φέτος 25 χρόνια συνεχούς δημιουργικής παρουσίας στην πολιτιστική ζωή της Κύπρου. Με αφορμή αυτή την επέτειο οργανώνει και παρουσιάζει το πρότζεκτ hypresurfacing σε επιμέλεια της Μαρίνας Χριστοδουλίδου. Εγκαίνια 29/11, 19:00. Διάρκεια έως 29/2.
 
Φιλgood, τεύχος 248.