Το νέο βιβλίο του Αντώνη Γεωργίου με τίτλο «Η Ανάσα των δίπλα» είναι μια συλλογή διηγημάτων με ήρωες ανθρώπους της διπλανής πόρτας, γραμμένη με τον χαρακτηριστικό, αβίαστα ασθματικό τρόπο γραφής που τον έχει καταξιώσει. Οι ανάσα των ανθρώπων αυτών ενίοτε ακούγεται ερωτική, άλλοτε λαχανιασμένη, άλλοτε βαριά κι άλλοτε ανεπαίσθητη. Οι αόρατοι άνθρωποι και η σκληρή τους καθημερινότητα γοητεύουν αλλά και θορυβούν τον συγγραφέα κι έτσι, για να μην είναι «αόρατος ο πόνος τους», γράφει γι’ αυτούς με αίσθημα ευθύνης, αναμεμειγμένο με αίσθημα ματαιότητας.
– Πώς ακούγεται η «Ανάσα των δίπλα»; Βαριά; Απειλητική; Kάποτε ακούγεται ερωτική, έστω και μέσα από τον τοίχο του διπλανού διαμερίσματος, άλλες φορές γλυκιά σαν την ανάσα των παιδιών, όπως την ακούν οι γονείς τους πριν αποκοιμηθούν κουρασμένοι, κάποτε είναι η ανάσα των φίλων που μας νοιάζονται και το δείχνουν, οι ανάσες των ανώνυμων που οι δρόμοι μας για λίγο συναντιούνται στις μεγαλουπόλεις των ταξιδιών μας. Συχνά, η ανάσα αυτή μπορεί να είναι απειλητική και βίαιη, πολλές φορές από εκεί που δεν το αναμένει μια γυναίκα ιδιαίτερα, από τον σύζυγο ή την οικογένεια της, κάποτε φτάνει σε μας λαχανιασμένη όπως των κυνηγημένων του κόσμου, τρομαγμένη, βαριά. Ενίοτε ανεπαίσθητη, βγαίνει αργά μέχρι να σβήσει η ζωή
– Έχεις συναίσθηση της δύναμης των λέξεων; Έχω συναίσθηση πρώτα της δύναμης των όπλων (δυστυχώς πάλι επίκαιρη), της οικονομικής ισχύος ανθρώπων και κρατών, των διαφόρων μορφών εξουσίας και εξουσιαστών– οι λέξεις στα χέρια τους χρησιμοποιούνται για να χειραγωγήσουν και να διχάσουν. Απέναντί τους, λοιπόν, οι λέξεις μας φαντάζουν ανίσχυρες. Οι λέξεις που προσπαθούμε ν’ αρθρώσουμε, ν’ ακουστούν, να φτάσουν στον διπλανό μας και λίγο πιο παραπέρα. Υπάρχουν ακόμα οι λέξεις που δεν λέμε, είτε επειδή δεν είμαστε έτοιμοι, είτε επειδή φοβόμαστε ν’ ακουστούν- αυτές κι αν θα είχαν δύναμη αν τολμούσαμε να τις εκστομίσουμε: λέξεις αλληλεγγύης, ευθύνης και αγάπης. Αν εννοείς τις λέξεις σ’ ένα βιβλίο, η δύναμή τους δεν είναι τόσο μεγάλη αλλά δεν παύει να είναι σημαντική: αν βρουν στον αναγνώστη παράθυρα ανοιχτά, διαβρώνουν τις βεβαιότητές μας, δροσίζουν σαν πρωτοβρόχι, φουρτουνιάζουν το Είναι μας.
– Ποια είναι η αγωνία σου για την κυπριακή κοινωνία σήμερα; Με ανησυχεί που κάποιοι άνθρωποι δίπλα μας είναι αόρατοι. Αόρατοι για τον καθένα μας και κυρίως για την κοινωνία και το κράτος. Αόρατοι οι ίδιοι, αόρατη η ζωή τους, αόρατες οι δυσκολίες τους, τα όποια όνειρά τους, αόρατος ο πόνος τους, όπως κι η σκληρή καθημερινότητά τους. Μεγαλώνουν οι κοινωνικές ανισότητες, η νέα γένια κυρίως αλλά όχι μόνο, είναι παγιδευμένη στην Ανάγκη, η Ανάγκη τους συνθλίβει, τους κάνει να είναι οργισμένοι και ταυτόχρονα ευάλωτοι στο μίσος, στο δηλητήριο που ρίχνουν κάποιοι ενάντια σε οτιδήποτε ξένο, σε οποιονδήποτε Άλλο, αναπαράγονται στερεότυπα και προκαταλήψεις, η κοινωνία συντηρητικοποιείται κι άλλο. Αυτό με ανησυχεί περισσότερο.
– Έχεις την αίσθηση ότι διακυβεύεται κάτι όταν καταπιάνεσαι με τη γραφή; Δεν θα έλεγα ότι διακυβεύεται κάτι, αλλά έχω γενικά ένα υπερβολικό, ας πούμε, αίσθημα ευθύνης. Συχνά με ‘πονάει το κεφάλι μου και το σύμπαν’ όπως αναφέρει κάπου ο Πεσσόα (στη μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα), ευθύνη για πολλά που συμβαίνουν όπως και για άλλα τόσα πολλά που δεν συμβαίνουν. Νομίζω πολλοί νιώθουμε το ίδιο, μαζί μ’ ένα αίσθημα ματαιότητας. Αισθάνομαι λοιπόν, και όταν γράφω, το βάρος της κάθε λέξης, ευθύνη απέναντι στη γλώσσα, στον αναγνώστη, αν αξίζει κάτι να γραφτεί, αν έχει λόγο ύπαρξης, οι λέξεις να μη σπαταλιούνται άδικα. Από την άλλη, πας να γράψεις για τους δίπλα σου «για να μην είναι αόρατος ο πόνος τους» και αναρωτιέσαι, στην πράξη, τι τους προσφέρεις μ’ αυτό; Η ευθύνη του συγγραφέα, ως πολίτη, σταμάτα εδώ;
– Ποιον θεωρείς τον πιο κραυγαλέο μύθο που υπάρχει για τους λογοτέχνες; Απορώ γιατί στην εποχή μας υπάρχουν ακόμα μύθοι για τους συγγραφείς –πράγματι συνεχίζουν να υπάρχουν; Σίγουρα δεν συμφωνώ με τον «κλασικό και δημοφιλή» μύθο ότι όσοι ασχολούνται με την τέχνη είναι καλύτεροι άνθρωποι από άλλους ή κάτι ξεχωριστό (υπάρχει ακόμα αυτός ο μύθος;). Είναι ίσως τυχεροί οι συγγραφείς επειδή γράφουν, έχουμε αυτόν τον τόπο, τον λογοτεχνικό, να κουρνιάζουμε, να παρηγορούμε την ύπαρξη μας. Αλλά όχι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο οι λογοτέχνες, ένας μύθος είναι αυτός κι έτσι κι αλλιώς δεν είναι πια καιρός για μύθους κανενός είδους.