Ο κανόνας λέει πως για ν’ ακούσεις ανοιχτόκορμα «απορώ με την καρδιά μου / που αντέχει να πονά / φαίνεται, πρώτη φορά μου / αγαπώ αληθινά» πρέπει να ‘χεις νηστέψει τ’ αφτιά σου μεγαλοβδομαδιάτικα.

Άλλαξε η εποχή, Μάκη. Ο κόσμος. Τα φαρμάκια κι οι καρδιές. Άλλαξε το αίσθημα, Μάκη. Το δυνατό κι ακραίο – όπως όλα όσα σου συνέβαιναν από το λαρύγγι σου που εναπόθετε από 13 χρόνων, ως παρακαταθήκη, εκείνο το κλαρίνο που ‘χες μάθει στο Σώστη, στην Αμαλιάδα, δίπλα απ’ τους τσιγγάνους ομοαίματούς σου, την μπαταλιαρισμένη, μα ευτυχή, μέσα στα πάθη οικογένειά σου, την ευρύτερη, την από δευτεραξάδελφα και πάνω. Στενέψαμε, Μάκη. Στένεψε ο κανόνας κι η αρχοντιά, το φιλότιμο που σε θρέφει, η θεά φύση που διευρύνει τον πολιτισμό του καλού και διαρρηγνύει τα κοινωνικά δεσμά, χάθηκε Μάκη. Μου ‘χες πει: «Εγώ με την καρδιά!» Ακόμη κι όταν τραγουδούσες τα σουξέ, ακόμη κι όταν σου ‘ρίχναν τα πεντοχίλιαρα από τα ντάτσουν στην πίστα επάνω, ακόμη κι όταν οι φωτιές των αναπτήρων έκαιγαν τις κόχες απ’ τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα που ίδρωναν στη ζέστη κι έκαναν στάμπες νερουλές στις μασχάλες, εσύ την καρδούλα σου κοίταγες. Τον πόθο σου. Τον καημό σου, Μάκη. Τα πάθη σου που είναι λυγμός. «Εσείς τα ονοματίζετε “θεϊκό απόσταγμα” – η Μαλβίνα μου το ‘γραψε αυτό που μ’ αγαπούσε και το κράτησα ενθύμημα για ‘κείνη μεσ’ στην ψυχή μου». Εσύ, όμως, απλά ανοίγεις το στόμα σου και κάνεις «αχ». Αχ. Αχ. Στρίβεις ένα τσιγάρο, ένα ποτήρι έχεις πάντα δίπλα σου, έτσι που οι φωτιές ξεκινάνε να σε περιτριγυρίζουν. Αχ. Αχ. Έτσι που το ενστικτώδες να γίνει φυσικό, Μάκη.

 

«Για σένα πέφτω και στον γκρεμό / έλα, έλα, έλα σε παρακαλώ / παντρεμένοι κι οι δυο / γύρνα σε παρακαλώ…».

 

Γκρεμίστηκε το υδραργυρικό συναίσθημα, Μάκη. Ως και τα τσιφτετέλια σου, πονεμένα ήταν – με σεβντά, με νταραβέρι, με την υπόνοια του αρσενικού που πιάνεται στη φάκα ηθελημένα και διασυρμένα μέχρι τον πάτο όσων τ’ άγγιξαν κυτταρικά και ανεπίστρεπτα. «Άρχοντας, εγώ;», με ρώτησες. Στο λένε τ’ αλάνια, οι βαρύμαγκες στο Ζεφύρι και στα Άνω Λιόσια, οι μποέμηδες, οι σεκλετισμένοι, οι τσακισμένοι, όσοι γυρνάνε βόλτα μια καλή ζεϊμπεκιά στα πόδια σου καψουρομπαρουτιασμένοι. «Άρχοντας, εγώ;». Στο λένε οι αμαρτωλές κι οι ξένες στην Καβάλας, οι παραστρατημένες που ερωτευτήκαν κι άφησαν σπίτια κι άντρα και λεφτά, οι αμαρτωλές που γνώρισαν θεούς κι ανέστησαν τα ζωικά τους ένστικτα με όρους όχι κοινωνιολογικούς και επεξηγηματικούς –βαριάς μορφής, αναίτια, μέχρις εσχάτων, σβησμένες πια από Παναγίες, γυναίκες που δεν παραδέχονταν την απιστία τους γιατί ήξεραν πως είναι ευγενέστερη η αμφιβολία από την βεβαιότητα της απόρριψης. Άρχοντας εσύ, Μάκη.

 

«Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες / να κλειδαμπαρώνουν / να μην ξανακάνουν χάρες / όταν τις πληγώνουν».

 

Μας πήγαν αλλού τα γεγονότα, Μάκη. Σε είδα σε μια κολόνα των φαναριών χθες, στημένο και σοβαρό, αφίσα στο πανηγύρι της Παλλήνης που σ’ είχαν καλέσει – παλιά φωτογραφία, βαριόσουν πάντα να ποζάρεις, το θυμάμαι. Ταλαιπωρημένα βάσανα, του έρωτα κυρίως, ζωώδη και αρχέγονα της όσφρησης και της αφής – τα βασικά. Συνήθως πρωτόπλαστα, παραμυθιασμένα, αδιευκρίνιστα και βουβά. Μου είπες το απλησίαστο: «Δεν μου ‘πεσε ποτέ, κανένα προσκλητήριο απ’ τα χέρια». «Και πώς το λες έτσι, ρε Μάκη;». «Είναι κάτι απ’ τα ουράνια, αστραποβολάει, το κοιτάω κατάματα και το λέω. Είναι γέννα αυτό που ξεστομίζω εγώ», μου ‘πε ο φιλόσοφος.

 

«Το προσκλητήριο μου ‘πεσε απ’ τα χέρια / όχι, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν / εσύ που μου ‘ταζες τον ουρανό, τ’ αστέρια / τώρα στο γάμο σου με θες να ‘μαι παρόν».

 

Τζιμάνι μου, Μάκη. Απ’ τα πλατάνια του τραγουδιού μόνο σ’ εσένα οι προσκυνητές έρχονται κι εναποθέτουν την υπόσχεση ευτυχίας που τους προσφέρει ο έρωτας, σύγκορμα, σεισμολογώντας στο σώμα κλαίγοντας, απ’ τον αστράγαλο ως τις υψηλότερες τρίχες του κεφαλιού. Ήξερες τι θα πει φόβος της απώλειας, η βαριάς μορφής καρδιακή επένδυση, η τρέλα απ’ το προϊστορικό παρελθόν του απορριπτέου που δεν λειαίνει με τα διαβάσματα ούτε με παρηγοριές, ο φόβος που τσακίζει κόκαλα και σπλάχνα. «Τα ‘ζησες, Μάκη;». «Θα ήταν δυνατό να τα ‘χα». Απ’ όλα τα ζωντανά αηδόνια του μικροφώνου, σ’ εσένα είπε όλα του τα μυστικά ο Θεός των φωνών επί της γης, Μάκη. 

«Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια / σβήνω στο ουίσκι τα δικά σου τα σημάδια / γέμισε η ζωή μου με καπνούς από σκοτάδια / και σωρούς από πακέτα άδεια».

(Πρώτη δημοσίευση στον «Φιλελεύθερο»: Ιούνιος 2017)

xatzigeorgiou@yahoo.com

 

Ελεύθερα, 17.4.2022.