Η μεταεισβολική γενιά λάμπει διά της απουσίας της. Είναι μία κυριολεκτικά αθέατη γενιά. Ενώ βρίσκεται σε ηλικία που θα όφειλε να καταξιωθεί και να μεταφέρει το στίγμα και την παρακαταθήκη της στο μέλλον, εξακολουθεί να παραμένει στις παρυφές των γεγονότων. Η εμβληματική «γενιά της εισβολής» έχει απλώσει πάνω της μια σκιά που «συσκοτίζει» και θολώνει το δικό της έργο.

Κάθε γενιά σχηματοποιεί τις συλλογικές εμπειρίες της σε Τέχνη. Με αυτό τον τρόπο, η εκάστοτε μορφή έκφρασης λειτουργεί ως καλλιτεχνική αναπαράσταση της κάθε εποχής. Για παράδειγμα, αν επιθυμούμε να μάθουμε τις συνθήκες που είχαν εκκολάψει το «αυγό του φιδιού» στη Γερμανία πριν από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στον σκοτεινό συμβολισμό, τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα και στους μισότρελους κινηματογραφικούς χαρακτήρες, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τον επερχόμενο, τότε, παραλογισμό.  Μεταφέροντας το σκεπτικό στον τόπο μας, η συζήτηση επικεντρώνεται αναγκαστικά στη λεγόμενη «γενιά της εισβολής».  Αυτή η μοιραία, εμβληματική γενιά, έχει επικοινωνήσει το τραύμα της με μυριάδες καλλιτεχνικούς τρόπους, μεταγγίζοντάς το, ως παρακαταθήκη στις επόμενες. Συνεπώς, το 1974 φέρει φαρδιά-πλατιά την σφραγίδα του πάνω στα έργα των δεκαετιών που ακολούθησαν. Ακόμα και δημιουργοί που γεννήθηκαν μετά από την τουρκική εισβολή έχουν αποπειραθεί να αναπαραστήσουν το ίδιο ιστορικό τραύμα, παραμένοντας συνήθως στη σφαίρα επιρροής διάφορων λογοτεχνικών, εικαστικών, κινηματογραφικών, θεατρικών και λοιπών καλλιτεχνικών «πατέρων». 

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: με ποιο τρόπο έχει κοινωνήσει καλλιτεχνικά τις δικές της συλλογικές εμπειρίες η μεταεισβολική γενιά; Αναφέρομαι στη λεγόμενη «Γενιά Χ» η οποία βαφτίστηκε έτσι από το ομώνυμο, πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Ντάγκλας Κάπλαντ. Πρόκειται για μια γενιά-γέφυρα, ανάμεσα στους baby-boomers των επαναστάσεων και στους millennials των κοινωνικών δικτύων. Τα μέλη της, οι σημερινοί μεσήλικες των 45-55, χαρακτηρίζονται συνήθως από ευελιξία, ανοιχτό πνεύμα, αλλά και σύγχυση. Στην περίπτωσή τους, όλες οι θεωρίες και τα δεδομένα βρίσκονται συνεχώς υπό εξέλιξη και υπό αμφισβήτηση. Συνήθως, δεν θα βρουν καταφύγιο στη σκέπη κάποιου δόγματος ή ιδεολογίας, καθώς αρνούνται να διαπραγματευτούν την ελευθερία τους. Όλα αυτά, συνιστούν ένα απολύτως συμβατό υλικό για Τέχνη. Ως αποτέλεσμα, η γενιά αυτή έχει αλλάξει τον ρουν της καλλιτεχνικής ιστορίας. Στην Αμερική για παράδειγμα, έχει ανατρέψει τα χολιγουντιανά στερεότυπα ενώ στην Ευρώπη έχει δημιουργήσει ένα άλλο θέατρο, μακριά από τις κλασικές συμβάσεις. Έχει επίσης αφαιρέσει τις εικαστικές μορφές από τις γκαλερί και τα μουσεία και τις έχει μεταφέρει -κυριολεκτικά- στο δρόμο, ενώ στη μουσική επιχείρησε να παντρέψει την κλασική φόρμα με τους ηλεκτρονικούς ήχους. Ανάλογη ήταν η συνεισφορά της και στη λογοτεχνία, όπου προσπάθησε να αποτυπώσει σε λέξεις τη νέα, μεταψυχροπολεμική και μετα-τεχνολογική πραγματικότητα της ζωής μας. 

Εδώ, στις παρυφές της Ευρώπης, «στην κόχη τούτη τη μικρή» κατά τον Σεφέρη, όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά φθάνουν μονάχα ως μακρινός απόηχος. Η σφραγίδα του 1974 και της συνεχιζόμενης διχοτόμησης εξακολουθεί να αλλοιώνει την καλλιτεχνική γραφή μας και να επιτείνει την γενικευμένη αμηχανία. Η αίσθηση που υπάρχει είναι πως «όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν». Το χτεσινό δεδομένο, αύριο γίνεται μακρινή ανάμνηση και οι κώδικες επικοινωνίας -τώρα και λόγω πανδημίας- βρίσκονται διαρκώς υπό αναθεώρηση. Βεβαίως, η κρίση της «μέσης γενιάς» είναι παγκόσμια καθώς αδυνατεί να επινοήσει μια τέχνη που να χωρεί αυτή τη νέα πλημμυρίδα εμπειρίας. Στην Κύπρο όμως, η μετατραυματική σκιά της προηγούμενης γενιάς επιτείνει τη σύγχυση, αλλά και την ενοχή. Πώς μπορούμε να βρούμε τον δικό μας βηματισμό, βρισκόμενοι ακόμα πάνω σε ώμους γιγάντων; Η νεότερη γενιά (των millennials) έχει προσπεράσει αυτό τον σκόπελο. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας (και την επιρροή των παππούδων-καλλιτεχνών να είναι σχεδόν ανύπαρκτη) ανακαλύπτει την προσωπική της έκφραση με σχετική ευκολία. Τα πρότυπα μπορούν πλέον να εντοπιστούν στις νέες Μητροπόλεις που ονομάζονται ψηφιακές πλατφόρμες, ενώ στην επικρατούσα παγκοσμιοποίηση, το 1974 δεν αποτελεί έμπνευση, αλλά απλώς μια χρονολογία. 

Από την άλλη, η «Γενιά Χ» λάμπει διά της απουσίας της. Είναι μία κυριολεκτικά αθέατη γενιά. Ενώ βρίσκεται σε ηλικία που θα όφειλε να καταξιωθεί και να μεταφέρει το στίγμα και την παρακαταθήκη της στο μέλλον, εξακολουθεί να παραμένει στις παρυφές των γεγονότων. Η εμβληματική «γενιά της εισβολής» έχει απλώσει πάνω της μια σκιά που «συσκοτίζει» και θολώνει το δικό της έργο. Με κάποιο τρόπο, την έχει περιθωριοποιήσει – και δεν αναφέρομαι μόνο στην Τέχνη. Έτσι, αποτελεί συχνό φαινόμενο στην Κύπρο, να παρακολουθείς μία παράσταση χωρίς εκπροσώπους της «Γενιάς Χ». Βλέπεις λοιπόν «παππούδες» να συνδιαλέγονται με «εγγονούς», σε ρόλους που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία τους. Το ίδιο συμβαίνει στα λογοτεχνικά συμπόσια, όπου βρίσκονται συναθροισμένοι  βετεράνοι και νεότατοι συγγραφείς.  Αλλά και στις εικαστικές εκθέσεις, συναντάς ρετροσπεκτίβες «καταξιωμένων» baby-boomers από τη μια και πειραματικές εγκαταστάσεις millennials από την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αναπαριστώμενα έργα απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στα μέλη της οικείας γενεάς. Το έργο τέχνης έχει ως αφετηρία τις ιδεολογικές παρακαταθήκες ή το 1974 από τη μια και τον στιλιστικό, ναρκισσιστικό αυτοκαθορισμό από την άλλη. Η Γενιά Χ εκπροσωπείται ολιγομελώς, συνήθως από βιολογικούς και καλλιτεχνικούς απογόνους των baby-boomers, ή δεν εκπροσωπείται καθόλου. Τα μέλη της  είναι οι «αιώνιοι ταλαντούχοι» που μπορούν να παρευρίσκονται στα διάφορα καλλιτεχνικά φόρα, αλλά ως θεατές.   

Ελεύθερα, 1.1.2022.