Ο Άντης Σκορδής πιστεύει ότι η σιωπή είναι ο πιο όμορφος ήχος.
Η όπερα «Αργός Σίδηρος» παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια 2021. Είναι η νέα γενναία πρόταση του βραβευμένου Κύπριου συνθέτη, χαρακτηριστικά της δουλειάς του οποίου είναι η πρωτοπορία και η ελευθερία στη φόρμα, με επίκεντρο την αρχέγονη ανθρώπινη φύση. Ο Σκορδής μοιράζεται μαζί μας τις παραμέτρους μιας απαιτητικής κυπριακής παραγωγής αλλά και την προσωπική του κοσμοαντίληψη πάνω στη μουσική και τη ζωή.
– Σε ποιο βαθμό αυτή η όπερα «πατάει» πάνω στην ίδια πρωτοπορία που πατούσαν προηγούμενες; Όχι σε απόλυτο. Θεωρώ ότι ωρίμασα λίγο- παρόλο που δεν μου αρέσει αυτή η λέξη- οπότε η γραφή μου είναι λίγο πιο συνειδητοποιημένη. Δεν είναι κακό να ωριμάζει κανείς. Με αυτό το έργο ανοίγει ένας νέος κύκλος με πιο έντονη λυρική γραφή και λιγότερο πυκνή ενορχήστρωση. Εντούτοις, υπάρχουν πάλι τόσο το τελετουργικό στοιχείο που μ’ ενδιαφέρει πολύ, όσο κι οι αναφορές σε άλλες παραδόσεις. Απλώς τώρα είναι πιο επιλεκτικές.
– Τι σημαίνει ο όρος «κυπριακή όπερα»; Στις προηγούμενες όπερες ήταν και το λιμπρέτο γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο, ενώ υπήρχαν αναφορές και σε μύθους που συνδέονται με την Κύπρο όπως αυτός του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο ορισμός προκύπτει επειδή οι βασικοί συντελεστές είναι όλοι Κύπριοι, εκτός από τον σκηνοθέτη, τη μαέστρο, την ενδυματολόγο και την κινησιολόγο. Είναι μια παραγωγή στην οποία συμμετέχει η Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και παράγεται ως επί το πλείστον από συντελεστές που ζουν εδώ. Θεματικά δεν περιορίζεται στην κυπριακή πραγματικότητα, παρόλο που ο συγγραφέας είναι Κύπριος.
– Πώς το μυθιστόρημα του Σωφρόνη Σωφρονίου «Αργός Σίδηρος» σε ενέπνευσε να γράψεις όπερα; Θυμάμαι ότι το διάβασα απνευστί κι ότι κατά την ανάγνωση η φαντασία μου δημιουργούσε έντονες και ξεκάθαρες εικόνες και μυρωδιές. Θεωρώ πως ο Σωφρόνης υποστήριξε με τη γραφή του μια εμπειρία που ξυπνάει στο έπακρο τις αισθήσεις. Προσφέρει υλικό για να δημιουργήσουμε με τη φαντασία μια τέλεια σφαίρα μέσα στην οποία χρησιμοποιούμε και την όραση και την ακοή και την όσφρηση και τη γεύση, ακόμη και την αφή σε πολλά σημεία, όπως λ.χ. εκεί που αναφέρεται στα μέταλλα. Είναι ένα πολυαισθητηριακό έργο. Θυμάμαι ότι όταν έκλεισα το βιβλίο τηλεφώνησα στον Σωφρόνη- με τον οποίο είμαστε φίλοι από παλιά κι επιμελήθηκε το κείμενο στις δύο προηγούμενες όπερες- για να του πω ότι το βλέπω σαν μουσικό θέατρο.
– Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου; Παρακολουθούσα τη δουλειά του Θάνου στην Ελλάδα, παραστάσεις όπως τον «Κολοσσό», την «Αποκάλυψη» ή τον «Ορφέα» του Μοντεβέρντι. Ένιωσα ως θεατής ότι η ιδιοσυγκρασιακή του ματιά με ταξιδεύει. Δημιουργεί κόσμους κι αυτό είναι συναρπαστικό. Και μάλιστα αυτό συμβαίνει σε μια σκηνοθετική γλώσσα στην οποία νιώθω ότι μπορώ να συνομιλήσω. Όταν άρχισε να σχηματοποιείται η ιδέα, βρεθήκαμε, μιλήσαμε και δέχτηκε να συμμετέχει.
– Θα μπορούσε αυτή η ιδέα να υλοποιηθεί σ’ ένα πλαίσιο διαφορετικό από αυτό ενός μεγάλου φεστιβάλ, όπως τα Κύπρια; Δεν είναι εύκολο πράγμα να στήσεις κάτι τέτοιο από το μηδέν. Η ιδέα είναι το εύκολο μέρος. Τα δύσκολα ξεκινούν μετά. Ήξερα, λόγω της δομής του έργου, ότι θα ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο να υπάρχει μόνο λιμπρέτο κι ότι θα υπήρχε κι ένας αφηγητής. Ήξερα επίσης ότι θα χρειαζόμουν χορωδία. Όσον αφορά τα όργανα, τότε δεν σκεφτόμουν ορχήστρα, αλλά κάποιο μικρότερο σύνολο κρουστών ή πνευστών.
– Ποιες οι προσδοκίες σου από τη συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου; Έχω συνεργαστεί ξανά με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και γνωρίζω τι μπορεί να κάνει και πού μπορεί να ανταποκριθεί σε σχέση με τη μουσική που κάνω. Οι μουσικοί της μπορούν να παράγουν άρτια αποτελέσματα σε όλα τα είδη, εντούτοις κάθε συνθέτης ζητά κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Εστίασα λοιπόν σ’ αυτά που μπορούν να κάνουν καλά στη δική μου μουσική. Είδα με θετικό μάτι τη συνεργασία μ’ ένα μεγαλύτερο σύνολο, το γεγονός ότι έχω στη διάθεσή μου περισσότερα όργανα και έμπειρους μουσικούς. Ξέρω ότι μπορώ να γράψω χωρίς περιορισμούς- τουλάχιστον όσον αφορά την εκτέλεση.
– Ποια είναι η φόρμα που ακολουθείς στη συγκεκριμένη περίπτωση; Δημιούργησα μια μουσική φόρμα που κατά κάποιον τρόπο ακολουθεί την ένταση του βιβλίου. Το μυθιστόρημα ακολουθεί ένα μοτίβο κλιμάκωσης- γείωσης και πάλι από την αρχή. Το ίδιο κάνω και στη σύνθεση: κλιμάκωση- γείωση, με την ένταση σιγά- σιγά να μεγαλώνει.
– Θεωρείς ότι η αμφισβήτηση στους κανόνες και τις φόρμες διατηρεί ακόμη τη δυναμική της; Είναι ζωντανή η μουσική πρωτοπορία; Σίγουρα. Είναι μια συνειδητή προσέγγιση. Από την πλευρά μου, το βλέπω περισσότερο διαισθητικά. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ο καθηγητής μου στο πρώτο κιόλας μάθημα σύνθεσης στο Berklee. Με ρώτησε γιατί θέλω να γράφω μουσική κι άρχισα να του λέω ένα κατεβατό. Τότε με διέκοψε και με ρώτησε το εξής: μήπως γράφεις επειδή δεν βρίσκεις τη μουσική που θέλεις εσύ να ακούσεις; Αυτή είναι πάντα η αίσθηση. Προσωπικά, νιώθω από ένα σημείο και μετά ότι θέλω να ακούσω κάτι άλλο όταν ακούω το κομμάτι ενός άλλου συνθέτη ή μιας μπάντας. Υπό αυτή την έννοια, προσπαθώ συνέχεια να προκαλέσω τον εαυτό μου να δημιουργήσει νέες φόρμες που δεν βρίσκω αλλού. Το παθαίνω και με τα δικά μου έργα. Ενίοτε το παθαίνω και στη φύση. Μπορεί ν ακούω ένα πουλί και σε κάποιο σημείο αυτό ξαφνικά να σταματά και τότε «τρελαίνομαι». Θέλω να ξεκινήσει πάλι.
– Δηλαδή, νιώθεις ότι παρεμβαίνεις στη φύση με τη μουσική σου; Αυτό δεν κάνουμε ούτως ή άλλως εμείς οι άνθρωποι; Παρεμβαίνουμε στη φύση. Συνήθως με καταστροφικό τρόπο, δυστυχώς.
– Η ανθρώπινη φύση, σε εμπνέει καθόλου; Μ’ εμπνέει στο πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο- αν και λιγότερο στο δεύτερο. Μ’ ενδιαφέρει η δύναμη που έχει η συνείδησή μας στην καθημερινότητα. Μ’ εντυπωσιάζει και με προβληματίζει η ανθρώπινη φύση κι αυτό νομίζω ότι είναι έντονο στοιχείο σε πολλά από τα έργα μου.
– Πώς αντλείς μουσικά από αυτό; Προσπαθώ να το εκφράσω σαν μια τελετουργία, έναν εξορκισμό. Τον Οκτώβριο θα παρουσιάσω ένα άλλο έργο μου που έχει να κάνει με την αίσθηση του φόβου. Αναλογίζομαι συνεχώς τι είναι ο φόβος, ως κάτι που μας καταβάλλει, μας ορίζει και κατευθύνει κάποιες κινήσεις μας. Προσπαθώ να το νικήσω ωθώντας το σε ένα άλλο επίπεδο. Αναλογίζομαι το πώς λειτουργεί εν τέλει το δικό μου μυαλό και το εκφράζω μουσικά. Εντάξει, είναι αφηρημένο αυτό το πράγμα, γιατί εγώ το αναλογίζομαι πλέον ως νότες, αλλά η έμπνευσή μου αντλείται απ’ αυτό το υλικό.
– Μίλησες πριν για διαίσθηση. Είναι σημαντική παράμετρος στη δουλειά σου; Ίσως η πιο σημαντική. Σίγουρα, χρειάζεται μια ισορροπία, δεν μπορείς να λειτουργείς συνέχεια και αποκλειστικά διαισθητικά, γιατί έτσι μπορεί να μην τελειώσεις ποτέ ένα κομμάτι. Πάντως, ό,τι έχω κάνει χωρίς διαίσθηση είναι έργα που στο τέλος δεν τα ένιωθα, πιο διεκπεραιωτικά. Αισθάνομαι ότι κάτι λείπει, ότι δεν υπάρχει σύνδεση με τον πυρήνα μου.
– Η σύγχρονη κοινωνία ελέγχεται ως ελαφρώς… κουφή. Η εικόνα μοιάζει να είναι αυτή που ελέγχει τα πάντα. Τι θα μας αποκαλυφθεί αν μάθουμε να κλείνουμε και λίγο τα μάτια και να εμπιστευόμαστε περισσότερο τ’ αυτιά μας; Θα μάς δημιουργηθεί καταρχάς περισσότερος προσωπικός χώρος. Και θα ενταθεί η αίσθηση της μοναδικότητας που έχουμε ως άνθρωποι. Καθένας μπορεί να νιώσει πιο έντονα ότι έχει το δικό του ηχοτοπίο. Επιλέγει σε ποιον ήχο θα βασιστεί, τι και πώς θα τον ακούσει και πώς θα συσχετιστεί ο ίδιος μ’ αυτό τον ήχο ή το ηχοτοπίο. Θεωρώ ότι έτσι μπορεί να δημιουργήσει μια πιο αισιόδοξη, πιο ονειρική αντίληψη της εδώ ύπαρξής μας. Να συνειδητοποιήσουμε ότι πλουτιζόμαστε με κάτι που μόνο εμείς μπορούμε να έχουμε, να νιώθουμε όμορφα γι’ αυτό και να μη χρειάζεται καν να το μοιραστούμε. Βεβαίως, από την άλλη είναι εξίσου όμορφο να μοιραζόμαστε έναν ήχο, η μουσική έχει αυτή τη δύναμη να δημιουργεί ένα πλαίσιο συνεννόησης και συμπόρευσης, ώστε εγώ κι εσύ να μοιραζόμαστε μια αισθητική εμπειρία.
– Αυτή η οπτική ρύπανση που καταπιέζει και την ηχητική μας αντίληψη τι επιπτώσεις έχει στην πνευματική μας πρόοδο; Περιορίζει τον ζωτικότατο αυτόν προσωπικό χώρο. Είναι πολλές οι πληροφορίες. Φρονώ ότι αυτή είναι και μια από τις θεματικές της όπεράς μας, όπως και του μυθιστορήματος. Έχουμε καεί από το περίσσευμα πληροφορίας. Το διαπιστώνω έντονα και για τις πιο τρυφερές ηλικίες. Η πληροφορία έρχεται τόσο ραγδαία, βίαια και άμεσα που είναι αναπόφευκτη η σύγχυση και δεν ξέρεις πού να εστιάσεις. Δεν προλαβαίνεις να χωνέψεις μια πληροφορία και ήδη σε βομβαρδίζει η επόμενη. Ο άνθρωπος στους μοντέρνους ρυθμούς δυσκολεύεται πολύ να εστιάσει σε κάτι. Εθίστηκε στο να έχει συνεχώς το μυαλό του απασχολημένο. Θέλει να πιάσει το κινητό και να δει κάτι, να κάνει κάτι, να διαβάσει, να μετακινηθεί, ν’ αλλάξει καρέκλα, να φάει, να πιει. Δυσκολευόμαστε να αφεθούμε, ν’ αφαιρεθούμε και να συγκεντρωθούμε στο να χωνέψουμε και να επεξεργαστούμε αυτό που βλέπουμε, αυτό που ακούμε, αυτό που νιώθουμε. Η ζωή μας είναι θορυβώδης, βάλλεται από έναν ορυμαγδό εικόνων και πληροφοριών. Αναπόφευκτα, σε κάποια φάση η «μηχανή» θα καεί.
– Ποια είναι η δική σου θεώρηση πάνω στην έννοια της σιωπής; Η σιωπή είναι ο πιο όμορφος ήχος. Αλλά δεν υπάρχει ποτέ πραγματική σιωπή. Όπου κι αν βρεθείς, ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο και ήσυχο βουνό, πάλι κάτι θα υπάρχει. Στην τελική, ακούς τις σκέψεις σου. Ίσως γι΄αυτό να είναι ο πιο όμορφος ήχος. Από τη μια επειδή είναι κάτι άφθαστο κι από την άλλη το κοντινότερο σ’ αυτό είναι όταν ακούς τις σκέψεις σου κι έρχεσαι σε βαθύτερη επαφή με τον εαυτό σου. Η πιο συνηθισμένη ώρα της μέρας που το νιώθουμε αυτό είναι λίγες στιγμές πριν μας πάρει ο ύπνος. Όσο πιο πολύ βαβούρα υπάρχει γύρω σου, τόσο πιο έντονα το νιώθεις αυτό.
– Πώς βλέπεις τον διαχωρισμό μεταξύ ήχου και θορύβου; Ο ήχος είναι ένας οργανωμένος θόρυβος. Η μουσική είναι απλά η οργάνωση της φασαρίας, με κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους. Ο ήχος γίνεται πιο κατανοητός, πιο αντιληπτός και πιο ευχάριστος. Στη δουλειά μου δεν σνομπάρω τον θόρυβο, αντίθετα τον λατρεύω. Φυσικά, υπάρχουν ήχοι που δεν λατρεύω καθόλου κι αυτό έχει να κάνει μάλλον με την περίσταση. Δηλαδή, αν ξυπνήσω το μεσημέρι από ένα κομπρεσέρ, σίγουρα δεν θα αναφωνήσω «αχ τι ωραίος ήχος!». Αν ακούσω όμως ένα τρυπάνι σ’ ένα κομμάτι των Einstürzende Neubauten θα το απολαύσω. Έχω περιλάβει κι εγώ σε έργα μου τέτοιους ήχους.
– Η δική σου μουσική προτιμάς ν’ αναλύεται και ν’ αποδομείται, ή απλώς ο ακροατής να την καταλαβαίνει και να τη νιώθει; Όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει να την αναλύει ο ακροατής, όπως ένα φαγητό που ο άλλος προσπαθεί να μαντέψει τα συστατικά. Θα προτιμούσα να μην μπαίνει καν σε διαδικασία ανάλυσης. Ν’ ακούει αυτό που είναι. Σίγουρα ένας άνθρωπος που ασχολείται με τον ήχο και τη μουσική θα προσπαθήσει να το αναλύσει. Για μένα, όμως, σημασία έχει το τελικό, αισθητικό αποτέλεσμα.
– Θεωρείς τον εαυτό σου ποιητή ή τεχνίτη του ήχου; Και τα δύο. Είναι και τα δύο κομπλιμέντα. Ποίηση χωρίς τεχνική δεν μπορεί να πετύχει την απαραίτητη αισθητική ποιότητα. Αντίστροφα, ένας καλός τεχνίτης δεν μπορεί εξ ορισμού να γράψει ποίηση. Ένας επαγγελματίας ενορχηστρωτής δεν μπορεί να γράψει μουσική, όσο καλά ηχοχρώματα κι αν μπορεί να δημιουργήσει. Η μουσική βρίσκεται εκεί που αυτά τα δύο «παντρεύονται» τέλεια.
– Είναι αυτοσκοπός και βασική επιδίωξη στη δουλειά σου να σπάζεις τους κανόνες; Δεν πιστεύω στους κανόνες. Στην αρμονία δεν ήμουν καλός μαθητής. Αναγκαστικά έπρεπε να τη μάθω, για να περάσω τα μαθήματα κι εννοείται ότι πρώτα πρέπει να εμπεδώσεις κάτι πριν το αποδομήσεις. Έμαθα αντίστιξη και κανόνες, εννοείται, απολάμβανα τις φούγκες, αλλά όταν στο Berklee έπρεπε να συνθέσω δυσκολευόμουν ν’ ακολουθήσω τους κανόνες. Έπαιρνα κακό βαθμό, αλλά ευτυχώς ο καθηγητής καταλάβαινε ότι κατανοούσα τη φόρμα και δεν με έκοβε. Για παράδειγμα, εμένα δεν με πειράζει κάποια μέρη σ’ ένα έργο να ακούγονται «ξεκούρδιστα». Ίσα- ίσα θεωρώ ότι αυτή η χροιά κάνει το έργο πιο γήινο, πιο ανθρώπινο. Δεν «καίγομαι» να συνεργαστώ με δεξιοτέχνες που παίζουν τη νότα με ακρίβεια. Προτιμώ ο μουσικός να προσθέτει τη δική του ανάγνωση, να μην είναι κολλημένος στην παρτιτούρα.
– Είναι η ενασχόληση με την τέχνη μια υπόσχεση της ουτοπίας, σαν να κυνηγάς ανεμόμυλους; Ναι, έτσι το βλέπω. Δεν νιώθω ότι υπάρχει κάποιος τελικός «υψηλός» σκοπός τον οποίο πρέπει ντε και καλά να φτάσω. Ελπίζω, δηλαδή, για να μην υπάρξει μετά επανάπαυση. Μεγαλώνοντας, ίσως κάποιες καθημερινές ανάγκες κάποτε να εκτρέπουν λίγο την πορεία, αλλά εγώ δεν το έχω νιώσει ακόμη αυτό. Οι αποφάσεις, οι πρακτικές μου, ο τρόπος που ζω κι ο τόπος όπου ζω, η ζωή που κάνω, όλα αυτά ίσως για πολλούς να μην είναι συμβατά με τα «καθιερωμένα». Ορισμένες φορές είναι δύσκολο ν’ αναπτύξεις και ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό είναι αποτέλεσμα αυτού του κυνηγιού ανεμόμυλων. Όμως, εκεί νιώθω ότι βρίσκομαι.
– Ταυτίζονται αυτά τα δύο, η ζωή κι η μουσική; Για μένα η μουσική είναι τρόπος ζωής όχι απλώς μια έκφανσή της. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη μουσική σφαίρα. Λ.χ. ο έρωτας τροφοδοτεί τη μουσική και την έμπνευσή μου. Κάτι που δεν κάνω ποτέ είναι να ακολουθώ και να επαναλαμβάνω άγονα «χρυσές συνταγές» και λειτουργικές φόρμουλες. Κάποια κοινά στοιχεία υπάρχουν από κομμάτι σε κομμάτι και οπωσδήποτε έχω τη δική μου αντίληψη σε σχέση με τη φόρμα. Δεν σαλτάρω από το άσπρο στο μαύρο. Υπάρχει μια διακύμανση.
– Τι σε οδήγησε να εξερευνήσεις τη ινδική (καρνατική) και την ινδονησική μουσική παράδοση; Το ενδιαφέρον μου ξεκίνησε από την κυπριακή παράδοση αλλά αυτό που με οδήγησε εκεί ήταν οι ρυθμοί. Ο ρυθμός είναι ζωτικό στοιχείο. Όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στη ζωή. Η καρδιά μας χτυπά ρυθμικά. Έχουμε κάτι μέσα μας το οποίο συντονίζεται με τους μουσικούς ρυθμούς, ό,τι ακούμε και νιώθουμε συναρτάται μ’ αυτό που έχουμε μέσα μας. Όλα ξεκινούν από τον ρυθμό. Η φόρμα είναι παράγωγό του. Έχουμε πάντα κάτι μέσα μας το οποίο συντονίζεται κι ό,τι ακούμε το αισθανόμαστε πάντα σε συνάρτηση μ’ αυτό που έχουμε μέσα μας. Αυτό δημιουργεί μια πολυρρυθμία στο τέλος της ημέρας, μια ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτό που ακούμε. Πεποίθησή μου είναι πως όταν βρεις τον ρυθμό, όποιες νότες και να βάλεις, πάντα πετυχαίνεις την ωραία μελωδία.
* «Αργός Σίδηρος», 7 & 8/9 Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 10/9 Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, 8.30μ.μ. 77777040, tickethour.com.cy