«Δεν ξέρω αν ο παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπως λέει ο Μπόρχες, αλλά είναι το αγαπημένο μου μέρος για δουλειά.»
– Το σημείο εκκίνησης για τη συγγραφή του «Κάποιοι Άλλοι» ήταν κάποιο συγκεκριμένο συμβάν; Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο στον Guardian. Ένα πτώμα που έπεσε από τον ουρανό στο Λονδίνο. Ο άτυχος άνδρας κρύφτηκε στους τροχούς ενός αεροπλάνου προσπαθώντας να φτάσει στην Ευρώπη και πέθανε από υποθερμία. Έτσι αρχίζει και το βιβλίο: δύο άνδρες πέφτουν στο Γκντανσκ, ένας ακόμα στο Παρίσι και ένας άνεργος Έλληνας μετανάστης ψάχνει την υπόθεση για να γεμίσει τον χρόνο του.
– Όταν γράφετε, πώς είναι ο χώρος που σας περιβάλλει; Δεν ξέρω αν ο παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπως λέει ο Μπόρχες, αλλά είναι το αγαπημένο μου μέρος για δουλειά. Τα πρώτα δύο βιβλία μου γράφτηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στα διαλείμματα του διδακτορικού μου. Το «Κάποιοι Άλλοι» ξεκίνησε στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Γκντανσκ και μια μικρή δημοτική βιβλιοθήκη δίπλα στον Βιστούλα. Στην Αθήνα μου αρέσει να δουλεύω στο αγαπημένο μου καφέ στην Ιπποκράτους – καλός καφές, πλούσιο φως, ησυχία- και αργά το βράδυ σπίτι μετά τη δουλειά.
– Τι σας έδωσε το έναυσμα να γίνετε συγγραφέας; Ίσως αν είχα την απάντηση να μη χρειαζόταν να γράψω.
– Υπάρχουν θέματα, ζητήματα, συγγραφικοί κόμβοι στους οποίους επανέρχεστε; Η ιστορία της γενιάς μου. Από τα πιο ανέφελα χρόνια των 00’s μέχρι σήμερα. Πώς άλλαξε ο κόσμος γύρω μας, πώς μας άλλαξε και εμάς, τι έγινε όταν προσπαθήσαμε να τον αλλάξουμε εμείς. Κάποτε νιώθαμε το Βερολίνο πιο κοντά από τα χωριά των γονιών μας. Μετά, έμοιαζε ολόκληρη η Ελλάδα να μετατοπίζεται αργά-αργά προς τα κάτω, σαν να είχε ξεκολλήσει από την Ευρώπη και να έφευγε μακριά. Αυτές τις ιστορίες μας προσπαθώ να πω κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο: μέσα από τις ερωτικές σχέσεις μας, τα χρονικά των μικρών και μεγάλων αποτυχιών, τις περιπέτειες στη δουλειά και την ανεργία, τη μετανάστευση, τον επαναπατρισμό, τις σχέσεις με την οικογένεια που μας έφτιαξε και τις οικογένειες που φτιάχνουμε.
– Θυμάστε το πρώτο βιβλίο που διαβάσετε και σας έκανε εντύπωση; Το «Σογκούν» του James Clavell. Μου το είχε πάρει δώρο η αδελφή μου στο δημοτικό, επειδή δεν με άφηναν να δω τη σειρά. Μέχρι το λύκειο ξαναδιάβαζα κάθε καλοκαίρι τις 1200 σελίδες του.
– Έκτοτε ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν; Heinrich Böll, Günter Grass, Elfriede Jelinek, Raymond Carver, John Updike, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Δημήτρης Χατζής, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Άρης Αλεξάνδρου, Μαργαρίτα Καραπάνου, Θανάσης Βαλτινός, Τάσος Χατζητάτσης, Μισέλ Φάις, Σωτήρης Δημητρίου. Σε τυχαία σειρά.
– Πώς επιλέγετε τα βιβλία που θα διαβάσετε κάθε φορά; Υπάρχουν οι συγγραφείς που παρακολουθώ σταθερά το έργο τους. Κάθε ανακοίνωση για νέο βιβλίο μπαίνει αυτόματα στη λίστα to read. Από εκεί και πέρα ακολουθώ τους ίδιους δρόμους με όλους τους άλλους. Συστάσεις από τους φίλους και κριτικές στον ελληνικό και τον ξένο Τύπο.
– Και αυτή την περίοδο ποιο βιβλίο διαβάζετε; Ξεκίνησα το «Anniversaries»του Uwe Johnson που μεταφράστηκε πέρυσι στα αγγλικά μετά από 45 χρόνια. Οι 1720 σελίδες του μου φάνηκαν μια καλή πρόκληση για να αρχίσει η νέα χρονιά.
Φιλgood, τεύχος 255.