«Relic» του Ευριπίδη Λασκαρίδη και της ομάδας OSMOSIS.
Η πρώτη μου σκέψη όταν έβγαινα το βράδυ της Τρίτης από το Θέατρο Αποθήκες ήταν ότι το πρόγραμμα Dubitanda άρχισε με τον καλύτερο τρόπο, καθώς η παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη «Relic» συμπυκνώνει, ενδεχομένως, όλα τα χαρακτηριστικά που δομούν το γενναίο όραμα και το ιδιάζον προσωπικό σύμπαν του Στέφανου Δρουσιώτη: θάρρος, παραδοξότητα, φορμαλισμός, πρωτοπορία. Παράλληλα, ο ίδιος έκανε σαφές ότι στην ανέλπιστη αυτή ευκαιρία που του δόθηκε από τον ΘΟΚ στο πλαίσιο αυτής της καινοφανούς σειράς παράλληλων δράσεων, θα δώσει έμφαση στο μεταδραματικό θέατρο. Και ιδού.
Σκέφτομαι, πάντως, ότι αυτό κατά κάποιο τρόπο θα ήταν άδικο για την παράσταση, η οποία άλλωστε παρουσιάστηκε και στη Λεμεσό στο πλαίσιο του Open House Festival. Και να ήταν μόνο αυτό! Η περιοδεία αυτής της λυρικής τερατωδίας περιλαμβάνει τα τελευταία δύο χρόνια καμιά 20αριά διεθνή φεστιβάλ στην Ευρώπη όπου έχει προκαλέσει συναισθήματα δέους, αλλά και αποστροφής, και ακόμη συχνότερα ανάμικτα συναισθήματα δέους ΚΑΙ απαστροφής. Και τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό που έκανε αυτή την πρόταση τόσο επιτυχημένη, τι είναι αυτό που «κλειδώνει» το βλέμμα του θεατή και ελκύει το ενδιαφέρον του; Η απάντηση –κατά την ταπεινή μου άποψη πάντα– είναι εύκολη και αφορά το ότι ο καθένας αναγνωρίζει στοιχεία του εαυτού του ερριμμένα στη σκηνή, ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.
Εντούτοις, θα το αναλύσω. Το απόκοσμο ογκώδες πλάσμα με τις γόβες και την παλινδρομική σεξουαλικότητα, που προβαίνει σε πεζές μεν, αλλά σουρεαλιστικές ενέργειες και μοιάζει εγκλωβισμένο στην κοινοτοπία της καθημερινότητας, λειτουργεί σε ένα περιβάλλον με στοιχεία «χαμένου παραδείσου» που μοιάζει οικείο στο σύγχρονο μάτι. Επιτυγχάνεται έτσι ένας οπτικός υπαινιγμός, μια «διαπαραστατικότητα». Ο τίτλος παραπέμπει στο απομεινάρι, το κατάλοιπο του παρελθόντος, το χνάρι της ζωής και του ανθρώπινου πολιτισμού. Και το έργο είναι ένα γαϊτανάκι ξέφρενων μεταμορφώσεων, φαινομενικά εξωτερικών αλλά κατ’ ουσίαν εσωτερικών, κατ’ επίφαση ατομικών, αλλά κατά βάση συλλογικών.
Κι αυτό, καθώς επεξεργάζεται το θέμα της μεταβλητότητας της ουσίας του εαυτού, χορογραφώντας παράλληλα τους μετεωρισμούς μιας ολόκληρης κοινωνίας παραζαλισμένης από τις εκκωφαντικές της αντιφάσεις. Έχω την αίσθηση ότι ο Λασκαρίδης είναι ζηλωτής μιας φετιχοποιημένης δημιουργικότητας. Λατρεύει να βλέπει να προκύπτει μέσα από την αχαλίνωτη δράση μια ποιητική βία, η οποία αντισταθμίζεται με τη στιλιζαρισμένη ασχήμια του αποτρόπαιου. Κι ένα είδος θεάματος που επιχειρεί να διευρύνει την αντίληψή μας πέρα από τα κατεστημένα όρια του «καθαρού» θεάτρου.
Έτσι, το σκηνικό αποτέλεσμα μοιάζει να είναι φτιαγμένο από τα υλικά εκείνων που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, ακριβώς επειδή δεν επιδιώκουν απαραίτητα να εξωτερικεύσουν ένα συγκεκριμένο, σκληροπυρηνικό μήνυμα. Γίνονται περισσότερο βιώματα έξω από το χρόνο, τον χώρο και την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο άγνωστο, αρκετά τρομακτικό όσο και σκαμπρόζικο.
Η έννοια της μεταμόρφωσης μετακινείται στο κέντρο της σκηνής και στο κεφάλι του κάθε θεατή ως εφαλτήριο για έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, μια έντονη διανοητική εμπειρία προς μια φυγή από το ρεαλισμό, που όμως όταν κάνει τον κύκλο της πάλι εκεί θα επιστρέψει: στην αφόρητη και παράδοξη πραγματικότητα. Το τεχνικό μέρος, με τα ηχητικά εφέ και τους νευρικούς φωτισμούς αποτελεί το καίριο όχημα προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα η ερμηνευτική και δραματουργική προσέγγιση παραπέμπει σε σύγχρονες μεταδραματικές πρωτοπορίες. Από αυτές που σε κάθε περίπτωση μπορούν να προκαλέσουν χρήσιμα ηλεκτροσόκ σε μια μπλαζέ θεατρική πραγματικότητα.