Η μοναχοκόρη του για τρεις δεκαετίες υφυπουργού παρά τω προέδρω Πάτροκλου Σταύρου και βαφτιστήρα της Ελένης Καζαντζάκη εξηγεί πώς είναι να έχεις μεγαλώσει με την ευθύνη της διαχείρισης του έργου ενός από τους μεγαλύτερους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας. 

Πώς θα σας φαινόταν αν ο τίτλος της συνέντευξης ήταν «Ο παππούς μου, Νίκος Καζαντζάκης»; Νομικά είναι ορθό… Τη λέξη «παππούς» θα την έβαζα σε εισαγωγικά. Η Ελένη Καζαντζάκη, η σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη, υιοθέτησε τον πατέρα μου, Πάτροκλο Σταύρου, το 1983, όμως ο Νίκος Καζαντζάκης δεν με είχε γνωρίσει, γιατί αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ εγώ εκείνος είχε ήδη πεθάνει. Αν ο ίδιος είχε δώσει τη συναισθηματική άδεια να τον αποκαλώ «παππού», τότε, ναι, θα το τολμούσα. Δεν το τολμώ! Θεωρώ, όμως, οικογένειά μου τον Νίκο Καζαντζάκη με την ίδια λογική που ο Καζαντζάκης αποκαλούσε «παππού» τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Ελ Γκρέκο, επειδή κατάγονταν από το ίδιο χώμα, εκείνο της Κρήτης. Η Ελένη Καζαντζάκη, όμως, είναι οικογένειά μου –είναι η νονά μου. Εκείνη, άλλωστε, το είχε θεωρήσει πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή της που με είχε βαφτίσει –κάτι που με τιμά ιδιαίτερα!– κι είχαμε αναπτύξει μία σχέση που αγαπούσαμε κι οι δυο μας. Είχα γιαγιάδες, όμως δεν είχα μαζί τους την ίδια αγαπησιάρικη σχέση που είχα με την Ελένη, την οποία θαύμαζα και κρεμόμουν από τα χείλη της σε ό,τι εξιστορούσε για τον «Νίκο της». Η Ελένη ήταν μία δυναμική και δραστήρια γυναίκα κι εγώ την είχα ως πρότυπό μου. 

Πώς δεθήκατε ως οικογένεια με την οικογένεια του Νίκου Καζαντζάκη; Είχε γράψει η μητέρα μου, Μαίρη Σταύρου, κάποια άρθρα που είχαν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Αυτά τα είχε δει η Ελένη, χάρηκε, συγκινήθηκε, το εκτίμησε πολύ. Συγκυριακά η Ελένη Καζαντζάκη είχε προσκληθεί τότε από την κυπριακή κυβέρνηση, από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, σε μία εποχή που δεν ήταν εύκολο να μεταβεί η ίδια στην Ελλάδα, από τη Γενεύη της Ελβετίας όπου ζούσε, λόγω της δικτατορίας. Εκείνος που υποδεχόταν συνήθως τους ξένους λόγω της θέσης του ως υφυπουργού παρά τω Προέδρω, κυρίως εκείνους που είχαν κάποιο πολιτισμικό ενδιαφέρον, ήταν ο πατέρας μου. Έτσι, πήγε να τη συναντήσει στο αεροδρόμιο, την ξενάγησε –κι υπήρξε από την αρχή μία αμοιβαία συμπάθεια. Από τότε ξεκίνησε μία στενή φιλική σχέση –περνούσαν μαζί τα καλοκαίρια τους, περνούσαν ώρες μαζί συζητώντας. Οι γονείς μου, ως πνευματικοί άνθρωποι, αγαπούσαν τον Καζαντζάκη και, με το πέρασμα του χρόνου, η Ελένη άρχισε να μοιράζεται μαζί τους τα σοβαρά εκδοτικά προβλήματα που είχε τότε με τα έργα του Καζαντζάκη. Ως αποτέλεσμα, ανέθεσε στον πατέρα μου την επιμέλεια των έργων του και την έκδοση μερικών τίτλων –κι έτσι γεννήθηκαν οι Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Σκεφτείτε πως τότε μερικές πρώτες εκδόσεις βιβλίων του Καζαντζάκη τυπώνονταν στη Λευκωσία, στα Τυπογραφεία Ζαβαλλή, που ήταν στην Πράσινη Γραμμή. Μετά το ’74 μάλιστα, η Ελένη Καζαντζάκη προσέφερε ένα μέρος των πωλήσεων των βιβλίων του Καζαντζάκη για τους πρόσφυγες της τουρκικής εισβολής. 

Η Νίκη Σταύρου με τη μητέρα της Μαίρη, στο σπίτι τους στη Λευκωσία, 1983. (Φωτογραφία: Πάτροκλος Σταύρου)

Λόγω αυτής της σχέσης ήταν λογικό, επομένως, να γίνει νονά σας η Ελένη Καζαντζάκη… Η μητέρα μου είχε μείνει τότε έγκυος για πολλοστή φορά και ο γιατρός τής είπε: «Κινδυνεύεις να χάσεις και αυτό το παιδί». Αυτό το ανέφερε από το τηλέφωνο στην Ελένη, η οποία της είπε να πάει στην Ελβετία, να μείνει όλους τους μήνες της εγκυμοσύνης της κοντά της. Εκεί η Ελένη ήταν τα πάντα για τη μητέρα μου, προκειμένου να γεννηθώ: Φροντίστρια, νοσοκόμα, φίλη, η οικογένειά της, όλα. Ήταν σαν να ανέλαβε τον ρόλο της «μητέρας» της, κάτι που έφερε και τις δύο πάρα πολύ κοντά, εξού και έγιναν οι καλύτερες φίλες. Όταν πια γεννήθηκα, ήταν σαν να ολοκληρώθηκε και τυπικά η οικογενειακή σχέση που ήδη ενυπήρχε ανάμεσά τους. Απ’ ό,τι μου έχουν πει, μόλις γεννήθηκα και ο γιατρός ανακοίνωσε στον πατέρα μου και στην Ελένη, που περίμεναν μαζί στον διάδρομο του μαιευτηρίου, πως είμαι κορίτσι –επομένως δεν θα με ονόμαζαν «Νίκο», όπως είχαν αρχικά πει–, οι γονείς μου πρότειναν να με ονομάσουν «Ελένη». Η Ελένη αντέδρασε: «Όχι! “Νίκη”!». Έτσι, τις πρώτες μέρες της ζωής μου τις πέρασα στο σπίτι της Ελένης, όπου είχε μεταφέρει όλη της την κοινή ζωή με τον Νίκο της: Εκεί ήταν το γραφείο του, το πουκάμισό του, τα γραπτά του, τα βιβλία του, το φλιτζάνι του. 

Η Ελένη δεν ήθελε να κάνει δικά της παιδιά μαζί με τον Καζαντζάκη; Δεν ήταν ότι δεν ήθελε –ήθελε πολύ!–, αλλά, απ’ όσο ξέρω, υπήρχε ένα γυναικολογικό θέμα κι έτσι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. 

3 Αυγούστου 1973: Η βάφτιση της Νίκης Σταύρου, με πνευματική μητέρα της την Ελένη Καζαντζάκη. Το μυστήριο τελεί ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία. 

Και πώς φτάνουμε στην υιοθεσία του Πάτροκλου Σταύρου από την Ελένη Καζαντζάκη; Ήταν ήδη τόσο κοντά οικογενειακά μεταξύ τους, που αυτό ήταν σαν η φυσική συνέχεια της σχέσης που είχε ήδη δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Πολλοί μάλιστα –μεταξύ αυτών και η Μελίνα Μερκούρη– έλεγαν στην Ελένη, κοιτώντας την με τον πατέρα μου: «Μα τι αγάπη είναι αυτή!». Έμοιαζαν μεταξύ τους, είχαν παρόμοιες αντιδράσεις, ίδιες εκφράσεις –ήταν σαν να ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο DNA. Είχε πει στον πατέρα μου «θέλω να είσαι γιος μου», εκείνος την αποκαλούσε ήδη «μητέρα» στο σπίτι μας, και όλα ήρθαν πολύ φυσικά. Θα έλεγα πως η Ελένη είχε ένα συναισθηματικό κενό, το οποίο της κάλυπτε πλήρως ο πατέρας μου. Άλλωστε, ο πατέρας μου ξεχώριζε για το εξής: Ή τον λάτρευες ή σε εκνεύριζε –μέση οδός δεν υπήρχε! Η σχέση του, όμως, με την Ελένη ήταν σχέση πέρα από λατρεία. Κι έτσι, η υιοθεσία, που έγινε το 1983, λειτούργησε ως η επισφράγιση της οικογενειακής σχέσης που ήδη υπήρχε –και από την πολιτεία. 

Οι γονείς του Πάτροκλου πώς αντέδρασαν σ’ αυτή την υιοθεσία; Ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει, η μητέρα του δεν νομίζω πως θα ‘λεγε κάτι. Η μητέρα μου θα θυμάται, όμως, σίγουρα καλύτερα, γιατί οι μνήμες μου από τη γιαγιά μου στο Μιτσερό είναι περιορισμένες.

Η Ελένη Καζαντζάκη με τη βαφτιστήρα της Νίκη, σε εκδρομή στην Κύπρο, 1974. (Φωτογραφία: Πάτροκλος Σταύρου). 

Μήπως αυτή η υιοθεσία ήταν και ένας τρόπος να διασφαλιστεί η προστασία του έργου του Νίκου Καζαντζάκη από τη σύζυγό του και τον Πάτροκλο Σταύρου; Θα μπορούσε να αφήσει διαθήκη η Ελένη Καζαντζάκη και να βρεθούν όλα στα χέρια του πατέρα μου –κάτι που ούτως ή άλλως έγινε. Η υιοθεσία είχε κατά βάση συναισθηματικό και οικογενειακό υπόβαθρο. 

Η Ελένη είχε επαφές με τους συγγενείς του Νίκου Καζαντζάκη; Ναι. Τους βοηθούσε μάλιστα, απ’ ό,τι μου είχε πει ο πατέρας μου.

Εκείνοι πώς αντέδρασαν όταν έμαθαν για την υιοθεσία; Μετά τον θάνατο της Ελένης, έγινε αγωγή στον πατέρα μου για τα δικαιώματα των έργων του Καζαντζάκη, ώσπου εκείνος δικαιώθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2011. 

Ο Πάτροκλος Σταύρου αντιλαμβανόταν πως θα μπορούσε να κατηγορηθεί για «σχέση εκμετάλλευσης»; Κατηγορήθηκε! Ήταν όμως μια σχέση αγάπης και ο πατέρας μου αφοσιώθηκε πλήρως στην έκδοση των έργων του Καζαντζάκη. Ο πατέρας μου πέθανε επί των επάλξεων, στη διακονία του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.  

Από το 1983 που συνέβη η υιοθεσία άλλαξε κάτι στη σχέση του πατέρα σας με την Ελένη Καζαντζάκη; Κάθε χρόνο η σχέση τους γινόταν όλο και πιο «αγαπησιάρικη». Πολλές φορές μιλούσαν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλοι τι λένε –σαν να είχαν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Σκεφτείτε πως ο πατέρας μου ήταν ο μόνος άνθρωπος που μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής της την έκανε να γελάει. Η Ελένη έφυγε κρατώντας του το χέρι στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν της Αθήνας, το 2004. Αντίστοιχα, και η Ελένη με τη μητέρα μου ήταν οι καλύτερες φίλες: Η μητέρα μου την εμπιστευόταν, την αγαπούσε, της έλεγε όλα της τα μυστικά! 

Ο Πάτροκλος Σταύρου και η Ελένη Καζαντζάκη στο Μουσείο Paul Getty στην Καλιφόρνια, Νοέμβριος 1983. 

Η δική σας σχέση με τη νονά σας πώς ήταν; Την αγαπούσα πολύ. Τη θαύμαζα! Όλοι μου έλεγαν «Τι υπομονετικός άνθρωπος η νονά σου!» κι εγώ τους απαντούσα γελώντας: «Εγώ δεν γνώρισα κανέναν υπομονετικό άνθρωπο». Αλλά σκεφτείτε τι εννοούσαν, πόση υπομονή είχε αυτή η γυναίκα που δακτυλογράφησε επτά φορές την «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη, με τους 33.333 στίχους, γιατί ήταν γνωστές οι πολλές γραφές που έκανε σε κάθε του έργο. Έλεγε η Ελένη, χαριτολογώντας, πως κάθε βιβλίο του Καζαντζάκη είχε άριστο επιμελητή: Τον ίδιο τον Καζαντζάκη. Κι έτσι, κάθε βιβλίο το δακτυλογραφούσε και το ξαναδακτυλογραφούσε η νονά μου. 

Τι θυμάστε από εκείνη; Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε ή στη Λεμεσό ή στην Αγία Νάπα ή στην Ελλάδα, στο σπίτι των παππούδων μου, στη Βούλα, και με έβαζε να της διηγούμαι βιβλία που είχα διαβάσει, «για να αποκτήσω ευφράδεια και ετοιμότητα λόγου». Άλλωστε, η Ελένη μου διάβασε όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη. Τεσσάρων χρόνων αρχίσαμε με το «Στα παλάτια της Κνωσού», μετά πιάσαμε τον «Μέγα Αλέξανδρο», σε ηλικία 5 χρόνων μου διάβασε το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», μέχρι που στα 13 μου διάβασε την «Οδύσεια».

Καταλαβαίνατε τι σας διάβαζε; Μου τα εξηγούσε με τέτοιο τρόπο, που τα καταλάβαινα όλα, ακόμη και τις βαθιές φιλοσοφικές έννοιες της σκέψης του Καζαντζάκη. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να μεταδίδει τη γνώση και την αγάπη της για το έργο του «Νίκου της». Και μέχρι τώρα, σκηνοθέτες και ηθοποιοί με ρωτάνε να τους αποκαλύψω πώς διαβάζεται αυτό ή εκείνο, σύμφωνα με τον τόνο και το ηχόχρωμα που το διάβαζε η Ελένη Καζαντζάκη, κάτι το οποίο θυμάμαι σαν σήμερα. Και, ξέρετε, πιστεύω στη δύναμη του λόγου του Καζαντζάκη. Νιώθω πως όποια παιδιά διαβάσουν από μικρή ηλικία βιβλία του, ασυναίσθητα ίσως, γίνονται ατρόμητα. Είναι λιονταρίσια τροφή το έργο του! Πήγαινα, θυμάμαι, δημοτικό σχολείο στη Λευκωσία, όταν έγινε η ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Ο τόπος ξαφνικά πήρε ένα απόκοσμο χρώμα. Τα παιδιά είχαν τρομοκρατηθεί, αλλά εγώ επαναλάμβανα στον εαυτό μου: «Κοίτα τον φόβο κατάματα κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει!». Ο Καζαντζάκης, ξέρετε, όταν σου γίνεται βίωμα από παιδί, μετατρέπεται σε κομμάτι του χαρακτήρα σου και σε ισχυροποιεί. Ασυνείδητα. Αλλά ακόμη και οι μεγάλοι άνθρωποι που διαβάζουν Καζαντζάκη διατηρούν ξεκάθαρη τη σκέψη τους, δεν «γερνάνε».

Ο Πάτροκλος Σταύρου μέσα στο γραφείο του, στο κατεστραμμένο από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 προεδρικό μέγαρο. 

Τι σας έλεγε η νονά σας για τη σχέση της με τον Νίκο Καζαντζάκη; Ήταν μαζί από το 1924 μέχρι και τον θάνατό του, το 1957. Αγαπιόντουσαν πολύ! Και πέρασαν πολλά μαζί –ακόμη και πείνες. Μου έλεγε πως στην κατοχή, στην Αίγινα, μάζευε χόρτα από τα βουνά και έπαιρνε λίγο φαΐ από το συσσίτιο της φυλακής Αιγίνης για τον Νίκο της.

Όλα για τον Νίκο; Ναι! Ήταν ο ένας για τον άλλο πυλώνας στήριξης, όταν τον χτυπούσαν ανελέητα –πολιτεία και εκκλησία– για την ατρόμητη πένα του. Και συνήθιζε να λέει: «Ποτέ δεν ντράπηκα για μία του πράξη. Όλη του η ζωή ήταν σαν ένα γάργαρο ποτήρι καθαρό νερό». Ήταν καλός, σεμνός, γεμάτος αγάπη. Κάποτε βρισκόταν μία αράχνη μέσα στο δωμάτιο, εκείνη είχε φοβηθεί, και φώναξε τον Νίκο. Εκείνος δεν σκότωσε την αράχνη. Απλώς μετακίνησαν μαζί το κρεβάτι.  

Φοβόταν τον θάνατο η Ελένη; Όχι. Μου έλεγε: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα πάω να τον δω!». Δίπλα της, όταν πέθαινε, βρισκόταν ο πατέρας μου και, όπως μου ανέφερε, ξαφνικά η Ελένη κοίταξε ψηλά κι είπε: «Νίκος μου! Νίκος μου!».

Πέθανε τη μέρα της γέννησής του: 18 Φεβρουαρίου. 

Πώς θυμάστε τον μπαμπά σας; Όταν ήμουν μικρή, τον θυμάμαι δραστήριο, με τρομερό χιούμορ, πολύ εργατικό, αεικίνητο. Είχε μεγάλη εσωτερική δύναμη. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, ωστόσο, ήταν μια σκιά του εαυτού του, σε σχέση με όλα όσα είχαν συμβεί για τα δικαιώματα των έργων του Καζαντζάκη. Δεν ήταν ο ίδιος. Είχε χάσει το χιούμορ του. Ο μπαμπάς μου, ξέρετε, ήταν ένας καλός άνθρωπος –όπως έχουμε στο μυαλό μας την έννοια του «καλός»– πάντα ηθικός, αξιοπρεπής, βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας και με εξαιρετική μόρφωση. Κι έτσι, καθετί που αμφισβητούσε την εντιμότητά του τον πλήγωνε βαθιά. Πόσο μάλλον σε κάτι που θα αφορούσε τον Νίκο Καζαντζάκη!

Είχατε κενά στη σχέση σας, λόγω της δουλειάς του; (γελάει) Εγώ δεν είχα πατέρα, ήμουνα «ορφανή»! Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, ήταν στο προεδρικό μέγαρο. Μεγαλώνοντας, βέβαια, κατάλαβα την ευθύνη που κουβαλούσε –ως Κύπριος που αγαπάει και πονάει την πατρίδα του. Ήταν αυστηρός μαζί μου, αλλά έτσι έμαθα καλά ελληνικά. Ήμουνα, για παράδειγμα, στο δημοτικό, μάθαινα το γράμμα «φ», το έβλεπε και μου έλεγε: «Το θεωρείς σωστό αυτό;». «Γιατί; Τι έχει;», του απαντούσα. «Για να το μετρήσουμε…», μου έλεγε κι έπαιρνε τον χάρακα για να δει αν είχα κάνει το τέλειο «φ». Μία φορά έγραψα το «ήμασταν» με «ει». Το τι έγινε… Με κάλεσε στο γραφείο του, κάθισε να μου εξηγήσει γιατί γράφεται έτσι, κλίναμε κάμποσα ρήματα, μου έλεγε και μου ξανάλεγε: «Αυτό δεν θα ξαναγίνει! Ποτέ!». Ξέρετε, μακάρι να ζούσε σήμερα ο μπαμπάς μου… (συγκινείται). Είχε τόσα πολλά ακόμη να προσφέρει στον πολιτισμό… Να ‘βλεπε αυτά που κάνουμε για τον Καζαντζάκη, μαζί με τους πολύτιμους και σπουδαίους συνεργάτες μου… Είχαμε βέβαια συγκρούσεις μεταξύ μας, ειδικά σε ό,τι αφορούσε στον Νίκο Καζαντζάκη και στη διαχείριση πρακτικών ζητημάτων, όπως η διαφήμιση. Του έλεγα: «Δεν χρειάζεται να δίνω κάθε φορά εξετάσεις για το καθετί, άσε με να κάνω το λάθος μου για να μάθω». Αλλά τον αγαπούσα βαθιά. Και δεν με πλήγωσε ποτέ! Ο Πάτροκλος Σταύρου ήταν ο ήρωάς μου (συγκινείται ξανά). 

Τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον θυμάστε; Εκτός από τους γονείς μου και τη νονά μου, αγαπούσα πολύ έναν ακόμη άνθρωπο: τον Μακάριο. Πίστευα, ως παιδί, πως ο Μακάριος ήταν ο θεός επί της γης. Όταν σχολούσα από το νηπιαγωγείο, πήγαινα στο προεδρικό και καθόμουνα εκεί περιμένοντας τον μπαμπά μου να τελειώσει από τη δουλειά του για να πάμε σπίτι. Μου είπαν οι γονείς μου πως την πρώτη φορά που με είχαν πάρει μωρό και με έβαλαν στην αγκαλιά του Μακαρίου, εγώ τον κοίταξα καλά-καλά, προφανώς γλυκάθηκα από το ήρεμο και καλοσυνάτο χαμόγελό του, κι άρχισα να χαϊδεύω τα γένια του. Μία φορά, μέσα στο αυτοκίνητό του, είχε πάρει κάτι τσιγάρα να καπνίσει και μου είπε: «Εσύ ποτέ να μην καπνίσεις!». Κι όταν, στα 17 μου, κάποιος μου προσέφερε εκείνο που μπορεί να ήταν το πρώτο μου τσιγάρο, αυτό μου ήρθε στο μυαλό και δεν το δέχτηκα. Ή μου έκανε ξενάγηση στη Λευκωσία, δείχνοντάς μου τα υπέροχα της κτίρια από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πίστευε, όπως έλεγε στον πατέρα μου, πως εμείς θα έπρεπε να ζήσουμε ένα καλύτερο μέλλον στην Κύπρο. Ο πατέρας μου, απ’ την άλλη, λάτρευε και σεβόταν βαθιά τον Μακάριο! Τον αποκαλούσε πάντα «Μακαριώτατε». Για τον Μακάριο δε, ήταν ο άνθρωπός του. Τη σχέση που είχαν την κατάλαβα μετά, όταν ο πατέρας μου ήταν υφυπουργός παρά τω Προέδρω δίπλα σε άλλους προέδρους –καμία άλλη σχέση του με πρόεδρο δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη που είχε με τον Μακάριο.  

Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αίγινα, στην οικία του Π. Χάνου, Ιούνιος 1927. (Φωτογραφία: Π. Πρεβελάκης) 

Αντιλαμβανόσασταν από παιδί την ευθύνη που θα είχατε όταν θα έφευγε από τη ζωή ο πατέρας σας και θα περνούσαν σε σας τα δικαιώματα των έργων του Νίκου Καζαντζάκη; Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος της ευθύνης. Όπως και η Ελένη. Αυτό το αίσθημα της ευθύνης πέρασε και σε μένα. Ξέρετε, υπάρχουν βράδια που δεν κοιμάμαι, όταν αποφασίζουμε να δώσουμε τα δικαιώματα σε κάποιον εκδοτικό οίκο στο εξωτερικό ή σε κάποιον θεατρικό παραγωγό που δεν γνωρίζουμε. Ή ξυπνάω τα μεσάνυχτα κι αναρωτιέμαι: «Τι θα ‘λεγε ο Πάτροκλος αν έβλεπε αυτή τη μετάφραση;». Όσο ζούσε, μου έλεγε: «Φαντάσου να βγει ένα βιβλίο και να ‘χει μέσα ένα λάθος, τι θα ‘λεγε ο Νίκος Καζαντζάκης! Τι ντροπή!». Από την άλλη, ξέρετε πόσες φορές έχω πει: «Μακάρι να ήταν εδώ η Ελένη, να έβλεπε πώς προωθείται το έργο του Νίκου της»; Και ήταν αυστηρότατη σε ό,τι αφορούσε στο έργο του Καζαντζάκη. Είχαμε πάει, θυμάμαι, σε μία παράσταση έργου του Καζαντζάκη, καθίσαμε στην πρώτη σειρά κι έλεγε: «Φρίκη! Φρίκη!». Τη σκούνταγα: «Νονά, μας ακούνε!» κι αυτή έλεγε: «Δεν με νοιάζει, είναι φρίκη!». 

Επηρεάζει και την προσωπική σας ζωή το γεγονός πως είστε η εκδότρια των έργων του Νίκου Καζαντζάκη και κληρονόμος του; Απόλυτα. Γιατί, κατά κάποιο τρόπο, έχω κι ένα βάρος στους ώμους μου. Αν αφήσω, για παράδειγμα, ένα γατάκι να πεινάσει στον δρόμο, δεν είμαι η Νίκη που το κάνει αυτό! Είμαι η Νίκη Σταύρου, βαφτισιμιά της Ελένης, κόρη του Πάτροκλου και εκδότρια του Νίκου Καζαντζάκη, που άφησε αυτό το γατάκι να πεινάσει! Αν κάνω ένα λάθος σε μία ομιλία μου, για παράδειγμα, σε ένα από τα συνέδρια για τον Νίκο Καζαντζάκη που γίνονται κατά καιρούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν θα πω «Εντάξει, μωρέ, έγινε ένα λάθος». Όχι! Θα σκεφτώ και πάλι με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόταν ο μπαμπάς μου: «Η πνευματική δικαιούχος του έργου του Καζαντζάκη και η εκδότρια των βιβλίων του διέπραξε αυτό το λάθος!». Ξέρετε, υπάρχουν στιγμές που λέω «Μακάρι να μην τα ένιωθα τόσο βαθιά», αλλά ουδέποτε σκέφτηκα πως δεν θα ήθελα στη ζωή μου αυτή την τόσο σημαντική ευθύνη. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή. 

Η οικογένειά σας από ποια πρόσωπα θα λέγατε πως αποτελείται σήμερα; Η οικογένειά μου είναι η μνήμη του Νίκου και της Ελένης Καζαντζάκη, σπίτι μου οι Εκδόσεις Καζαντζάκη και αδέλφια μου οι συνεργάτες μου στον εκδοτικό οίκο, με τους οποίους εκδίδουμε, επιμελούμαστε και διακινούμε το έργο του. Και βέβαια η μητέρα μου, η οποία σήμερα μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Στην Ελλάδα, στο σπίτι που έζησε και πέθανε η Ελένη, και στην Κύπρο, για να είναι κοντά στον τάφο του πατέρα μου, στον οποίο έχουμε χαράξει το απόσταγμα της ζωής του, σε μερικές φράσεις του Νίκου Καζαντζάκη: «Τρεις ψυχές, Τρεις προσευκές: Α’ Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε· τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω. Β’ Μη με παρατεντώσεις, Κύριε· θα σπάσω! Γ’ Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!». 

xatzigeorgiou@yahoo.com