Εξακολουθεί να πιστεύει ότι η τέχνη είναι ένα όπλο με το οποίο μπορεί να σχολιάζει κοινωνικά φαινόμενα και να ερμηνεύει την εποχή του. Θέματα της ζωής, του θανάτου, του χρόνου, τα αποδίδει με την ίδια δύναμη και φρεσκάδα απ’ όταν ξεκίνησε στον χώρο της τέχνης το 1972. Με αφορμή τη νέα του δουλειά στη γκαλερί Γκλόρια, με τίτλο «Ψυχές στον Έρωτα», ταξιδεύουμε με τον Δημήτρη Αληθεινό πίσω στον χρόνο, στα πρώτα του έργα, και τον ακολουθούμε στο πρωτότυπο πρότζεκτ του με 232 Κατακρύψεις σ’ όλο τον πλανήτη.
–Ξεκινήσατε την εικαστική σας πορεία τη δεκαετία του ’70, την περίοδο της Χούντας. Θυμάστε τα πρώτα σας έργα; Ήταν έργα που εναντιώνονταν στο καθεστώς. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια σιωπηλή απόφαση των καλλιτεχνών να μην εκθέτουν στη διάρκεια της Χούντας. Ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή το 1969 ήταν ο Βλάσης Κανιάρης. Και μετά, όταν επέστρεψε από την εξορία, εξέθεσε η Βάσω Κατράκη. Αυτές είναι οι δυο πρώτες εκθέσεις εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά είμαι εγώ, με έργα που είναι εμφανώς ενάντια στο καθεστώς. Από τη μια μεριά καταγγέλλουν τη Χούντα και από την άλλη είναι έργα που ανανεώνουν την εικαστική γλώσσα. Αυτό με ενδιέφερε πάντα στη δουλειά μου.
-Ένα από τα εμβληματικά έργα σας, το γλυπτό με τίτλο «Ένα συμβάν», εκτίθεται στη μόνιμη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Ποιο το σκεπτικό πίσω από αυτή τη δημιουργία; Ο τίτλος είναι ίδιος με εκείνον της περφόρμανς που έκανα το 1973 στην γκαλερί Ώρα. Το γλυπτό δείχνει μια νέα γυναίκα πεσμένη στο πάτωμα. Τα χέρια και τα πόδια της είναι δεμένα γιατί προφανώς βασανίστηκε στα ανακριτικά γραφεία της Ασφάλειας. Πίσω από το κεφάλι της υπάρχει ένα μαγνητόφωνο το οποίο γυρίζει συνεχώς χωρίς ήχο, κι άρα δεν ξέρουμε τι περιέχει. Με αυτό το έργο ήθελα να αναδείξω και να τονίσω τη συμμετοχή της γυναίκας στην Αντίσταση υπογραμμίζοντας ότι είναι αδιάφορο το αν μίλησε ή δεν μίλησε στους βασανιστές της. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ύπαρξη όπως δείχνει η θέση και η στάση του σώματός της, έφτασε στα όρια της αντοχής της.

–Κερδίσατε την αναγνώριση με το έργο σας από πολύ νεαρή ηλικία. Πώς χειριστήκατε αυτή τη φήμη; Ναι, ήμουν γύρω στα 26 όταν βρέθηκα σε ένα κύκλο αναγνωρισμένων καλλιτεχνών που παρουσίαζαν τα έργα τους στην γκαλερί Δεσμός. Αν και μπήκα με την πρώτη στα βαθιά, είχα απεριόριστο σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, ήξερα ότι είμαι άπειρος και αυτοί δοκιμασμένοι. Κάτι που εδραίωσε τη θέση μου ανάμεσά τους ήταν το ότι χρησιμοποιούσα επιχειρήματα σε αυτό που πρότεινα. Και δεν κολακεύτηκα ποτέ από τα καλά λόγια. Ούτε σήμερα κολακεύομαι.
–Έπειτα από τόσα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας, εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι η τέχνη είναι ένα όπλο στα χέρια του καλλιτέχνη; Είναι το μόνο όπλο που έχουμε για να μιλήσουμε. Δεν σκοτώνει αυτό το όπλο αλλά καταγγέλλει. Και η καταγγελία μέσω της τέχνης διαπερνάει τον χρόνο. Σκεφτείτε το έργο «3η Μαΐου 1808» του Γκόγια που αναπαριστά την εκτέλεση των υπερασπιστών της Μαδρίτης, ή την Γκουέρνικα του Πικάσο. Αυτές οι καταγγελίες όσα χρόνια και αν περάσουν θα είναι πάντα ζωντανές.
–Η τέχνη είναι ένα μέσο για να εκφράζετε τις απόψεις σας; Ναι, μόνο έτσι με ενδιαφέρει. Η τέχνη ελάχιστα με ενδιαφέρει αυτοβιογραφικά. Δεν έχει νόημα να πω την ιστορία της ζωής μου, της μάνας ή του πατέρα μου μέσα από την τέχνη. Με ενδιαφέρει να μιλήσω για τα διαχρονικά όσο και για τα επίκαιρα κοινωνικά φαινόμενα-προβλήματα, και να ερμηνεύσω την εποχή μου.
-Μεγαλώσατε σε μια οικογένεια που είχε σχέση με την τέχνη; Ο πατέρας μου ήταν ζαχαροπλάστης, αλλά τα γλυκά που έφτιαχνε ήταν έργα τέχνης. Ο αδερφός μου ζωγράφιζε πολύ ωραία, τα πρώτα μου ερεθίσματα είναι οι ζωγραφιές του. Γεννήθηκα στο Δουργούτι, στον Νέο Κόσμο, και μεγάλωσα στη Λυκόβρυση. Όμως για μένα η Αθήνα είναι το χωριό μου. Πρόσφατα ανακάλυψα δυο χαμένους μουσαμάδες που ζωγράφισα όταν ήμουν 13 χρονών, έχουν ημερομηνία 1958. Παρατηρώντας αυτά τα έργα, σκέφτηκα ότι δεν έχω εκφράσει τίποτα διαφορετικό στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Αυτό που είχα μέσα μου τότε ως 13χρονος είναι το ίδιο που πραγματεύομαι σε όλη μου την πορεία: Το θέμα της ζωής, του θανάτου και του χρόνου υπάρχει έκδηλο σ’ αυτούς τους μουσαμάδες. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να βλέπεις ότι αυτά που είχες μέσα σου ως έφηβος είχες την ευκαιρία και τον χρόνο να τα αναπτύξεις και να τα καταλάβεις. Βλέπεις δηλαδή ότι ο εσωτερικός σπόρος μεγάλωσε έγινε δέντρο κι αν τα φρούτα έχουν διαφορετικό σχήμα, οι χυμοί και οι ρίζες είναι η ίδιες.

–Πόσο επέδρασσαν στη σκέψη και το έργο σας άλλοι καλλιτέχνες, συγγραφείς ή σκηνοθέτες; Από μικρός είχα το βίτσιο του διαβάσματος. Ακόμη και σήμερα, αν δεν μπορέσω να διαβάσω την ημέρα θα ξυπνήσω το βράδυ για να διαβάσω. Θα ξεκινήσω από τον Μπόρχες, τον Ρεμπώ, τον Μαγιακόφσκι, τον Ντοστογιέφσκι. Από κάθε βιβλίο έπαιρνα «συμβουλές». Ο Χένρι Μίλλερ, για παράδειγμα, μου έδωσε πολλές εικόνες «διδάγματα», ειδικά στην περίοδο της εφηβείας. Από μερικούς καλλιτέχνες μπορεί να «έκλεψα» υποσυνείδητα, αλλά έπινα πάντα από τις πηγές, απέφευγα τις βρύσες. Συνειδητά δεν θέλω το έργο μου να έχει σχέση με το έργο κανενός άλλου.
–Σας έχουν συγκινήσει τα έργα άλλων καλλιτεχνών; Αγαπάω πολύ τα έργα ακόμα και των εχθρών μου. Αν κάποιος κάνει ένα καλό έργο θα το αγαπήσω. Ένα έργο που έχω αγαπήσει πολύ και με έχει απασχολήσει είναι ο πίνακας του Γκόγια «Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Θαυμάζω όλη αυτή η σειρά, πρόκειται για έργα που τα έχω ζηλέψει.
-Ξεκινήσατε με τη ζωγραφική και έπειτα περάσατε στις εγκαταστάσεις και τις περφόρμανς. Πώς έγινε αυτό το πέρασμα; Το ένα ήταν απόρροια του άλλου. Θα έλεγα ότι προχωράω δειλά, σκέφτομαι πάρα πολύ πριν φτιάξω ένα έργο. Και πρέπει να υπάρχει ένας λόγος για να το φτιάξω. Η τρίτη διάσταση της προοπτικής με έκανε να βγω αρχικά από τον πίνακα ένα πόντο. Κι απ΄ εκει «πήδησα» στον χώρο αναζητώντας μια τρίτη διάσταση, θα την έλεγα απτή. Όταν ικανοποιήθηκα με την τρίτη διάσταση ήθελα και την τέταρτη, κι έτσι μπήκε στη δουλειά μου ο ήχος, ο χρόνος, η κίνηση. Κι όταν έβαλα την τέταρτη διάσταση ήθελα και μια πέμπτη, όπως και τώρα ζητάω μια έκτη και έβδομη. Αλλά τότε δεν ήξερα πώς θα τη συναντήσω.

–Και πώς τελικά τη συναντήσατε; Η τύχη στάθηκε φίλη μου. Όταν συναναστράφηκα με τους σαμάνους του Νεπάλ κι αργότερα με τις θρησκείες σ’ όλο τον πλανήτη, κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι «κατέχουν» μια διάσταση που εμείς δεν βλέπουμε. Έτσι τη συνάντησα αυτή τη διάσταση. Μέσα από τους άλλους. Αλλά αυτά είναι στοιχεία που δεν μπαίνουν στο έργο, διότι η διαφορά μεταξύ του ιερού και του ιεροφανούς είναι τεράστια. Σήμερα, μπορώ να υποθέτω την πέμπτη διάσταση, αλλά την κρατάω μόνο για μένα. Θέλω να είμαι σεμνός μπροστά στο Άγνωστο.
–Η επαφή σας με τις θρησκείες του κόσμου ξεκίνησε με το μεγάλο πρότζεκτ σας των Κατακρύψεων; Ναι, ξεκίνησε με τις Κατακρύψεις. Το ζητούμενο ήταν να κάνω ένα έργο παγκόσμιο. Και καθώς εξελισσόταν αυτό το έργο, είδα ότι υπάρχουν πολιτισμοί οι οποίοι κινδύνευαν και εξακολουθούν να κινδυνεύουν από το αδηφάγο τέρας της Παγκοσμιοποίησης. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ένα έργο το οποίο ονομάζω «Προστατεύοντας τους Πολιτισμούς του Κόσμου».
-Όταν ξεκινήσατε το 1981, οι Κατακρύψεις σας προειδοποιούσαν για την καταστροφή του πλανήτη. Εξακολουθείτε να μεταφέρετε αυτό το μήνυμα; Στην εξέλιξη του έργου συνειδητοποίησα ότι ο πλανήτης θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο υπάρχει ο ήλιος. Αυτό που θα εξαφανιστεί θα είναι το ανθρώπινο είδος. Το σύνθημα «σώστε τον πλανήτη» είναι πλαστό. Το σωστό σύνθημα θα πρέπει να είναι «σώστε το ανθρώπινο είδος».

-Τι σας οδήγησε σ’ αυτή τη βεβαιότητα; Μπορεί από την άνεση του καναπέ μας να φαίνεται απομακρυσμένο αυτό το ενδεχόμενο και δύσκολο να συμβεί, όμως δεν είναι καθόλου. Οι δεινόσαυροι έζησαν στον πλανήτη μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια και δεν έμεινε τίποτε από αυτούς παρά μόνο κόκαλα. Εμείς στο σημείο που έχουμε φτάσει είναι πολύ εύκολο να καταστραφούμε ως είδος. Όταν ξεκίνησαν οι Κατακρύψεις τον εικοστό αιώνα, ο πρώτος φανερός κίνδυνος ήταν η πυρηνική καταστροφή. Στον 21o αιώνα ένας παράλληλος κίνδυνος είναι η κλιματική αλλαγή την οποία τη βλέπουμε, την αισθανόμαστε, τη ζούμε χωρίς να κάνουμε κάτι για να την αποτρέψουμε. Και πρόσφατα, παρακολουθώντας τα τελευταία «τεχνολογικά θαύματα», κατάλαβα –όσο κι αν φαίνεται ότι είναι τραβηγμένο– πως ο νούμερο ένα κίνδυνος καταστροφής του ανθρώπινου είδους είναι η τεχνητή νοημοσύνη. Είναι εκπληκτικό αυτό που συμβαίνει. Και το «παιδάκι» είναι μόλις λίγων χρόνων.
-Δηλαδή μπορεί να βρεθούμε σε μια απρόβλεπτη κατάσταση όπως έγινε με τον κορωνοϊό; Θα βρεθούμε, γιατί αυτό που ξεκίνησε δεν γυρίζει πίσω. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένας νέος θεός. Σκεφτείτε ότι μπορεί να γράψω στην τεχνητή νοημοσύνη και να μου απαντήσει στη γλώσσα μου. Την ίδια ακριβώς στιγμή με εμένα, μερικά εκατομμύρια άνθρωποι κάνουν το ίδιο και απαντάει σε όλους στη γλώσσα τους. Αυτό το «Ον» είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Σήμερα είναι ένα παιχνίδι, όπως ένα παιχνίδι ήταν κάποτε η τηλεόραση. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα σκλάβωνε την ανθρωπότητα. Ένα παιχνίδι ήταν και το κινητό τηλέφωνο, όμως ήμερα είναι όπλο στα χέρια κάποιων. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει σε 30 ή 40 χρόνια όταν η AI θα έχει ενηλικιωθεί. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα πυρηνικά όπλα, όπως και τα μη επανδρωμένα, συνδέονται με αυτήν (σήμερα έμμεσα, στο μέλλον άμεσα) κάτι μου μοιάζει ανησυχητικό.
–Άρα μέσα από τις Κατακρύψεις σήμερα στέλνετε ένα SOS για την καταστροφή που μπορεί να φέρει η τεχνητή νοημοσύνη; Ναι, αυτή είναι η πρώτη μεγάλη απειλή σήμερα. Η δεύτερη είναι η κλιματική αλλαγή και τρίτη η πυρηνική καταστροφή. Δεν ξέρουμε βέβαια τι θα προκύψει μεθαύριο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το ανθρώπινο είδος περνάει μια πλαστή ευτυχία στην εποχή μας.
–Ποια Κατάκρυψη ξεχωρίζετε από όσες έχετε κάνει από το 1981; Μέχρι σήμερα έχω κάνει 232 Κατακρύψεις. Μια Κατάκρυψη που αγαπάω πολύ είναι στον Βόρειο Πόλο, κοντά στην Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία. Καμιά φορά πάω και παρκάρω πάνω της με το αυτοκίνητο. Αν δεν το ξέρεις, δεν μπορείς να καταλάβεις τι δηλώνει το σημάδι στην άσφαλτο. Μου αρέσει αυτή η ανωνυμία του έργου. Πάνω του σταθμεύουν φορτηγά, περιφέρονται άνθρωποι χωρίς κανείς να ακούει τη μνήμη που ανασαίνει κάτω από τα πόδια τους, στο σκοτάδι.
–Ποια είναι η τελευταία Κατάκρυψη που κάνατε; Έγινε τον περασμένο Νοέμβριο στην Ιερά Οδό, στον Ελαιώνα, στα πλαίσια της έκθεσης «Χθόνιο και Ανθρωπόκαινος».
–Πώς ξεκίνησε η σύνδεσή σας με την Κύπρο; Η πρώτη “επίσημη” επαφή έγινε το 1983 όταν έλαβα μέρος στην ομαδική έκθεση «7 Έλληνες καλλιτέχνες: Ένα νέο ταξίδι», που είχε επιμεληθεί η Έφη Στρούζα, στην Πύλη Αμμοχώστου. Είχα δημιουργήσει ένα ζωγραφικό έργο 100 τ.μ. πάνω σε λαμαρίνα που έπιανε όλο το κοίλο στην αριστερή αίθουσα της Πύλης με τίτλο «Μεταγένεση». Ήταν μια αναφορά στους σταθμούς εξέλιξης της Ιστορίας της Τέχνης, από τις σπηλιές, στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, κι από εκεί στους Δίδυμους Πύργους της Αμερικής πριν τους ρίξουν. Θυμάμαι ότι το δώριζα στον Δήμο Λευκωσίας αλλά ο τότε Δήμαρχος δεν το δέχθηκε. Σήμερα αυτό το έργο είναι σε μια Κατάκρυψη στον κήπο του σπιτιού μου.
Όμως η αγάπη μου για την Κύπρο πάει αρκετά πιο πίσω στο χρόνο. Έτυχε να μένουμε με τους γονείς μου σε ένα σπίτι που ο σπιτονοικοκύρης ήταν Κύπριος. Κι εκεί έμαθα για το το έπος της ΕΟΚΑ. Με τα άλλα πιτσιρίκια παίζαμε τους αγωνιστές ενάντια στους Άγγλους. Στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού μαζεύαμε υπογραφές για να μην εκτελεστούν ο Καραολής και ο Δημητρίου. Και όταν άκουσα στο ραδιόφωνο ότι τους κρέμασαν, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα μίσος απέναντι στον Χάρντινγκ και στην εξουσία. Όταν ήρθα στην Κύπρο το 1983, τον αγαπούσα ήδη τον τόπο.
–Με τη Χαρά Μεταξά και τον Ιωάννη πώς συνεργαστήκατε; Μετά την έκθεση στην Πύλη Αμμοχώστου, το 1984 έλαβα μέρος σε μια ομαδική έκθεση στην γκαλερί Ρέμπραντ που διεύθυνε ο Ιωάννης. Έπειτα, το 1985 ήρθε μαζί με την Χαρά Μεταξά στην Ελλάδα και μου ζήτησαν να συνεργαστούμε για μια έκθεση στην Λευκωσία. Αναπτύξαμε μια σχέση αγάπης και εκτίμησης που κρατάει μέχρι σήμερα. Πιστεύω ότι το Δίασπρο ήταν η γκαλερί που υποστήριξε και στήριξε τη σύγχρονη κυπριακή τέχνη. Ήταν το αντίστοιχο του αθηναϊκού Δεσμού, στη Λευκωσία. Το 1986 παρουσίασα την πρώτη έκθεσή μου στο Δίασπρο και μετά ακολούθησαν και άλλες.
–Ποια θέματα πραγματεύεστε στην έκθεση με τίτλο «Ψυχές στον έρωτα» που παρουσιάζετε αυτή την περίοδο στην Γκλόρια; Θα δείξω μια σειρά με 21 επιλεγμένα σχέδια και 5 πίνακες. Πραγματεύομαι το θέμα του Έρωτα όπως βιώνεται στην κοινωνία μας σήμερα, αποφεύγοντας την τετριμμένη ρομαντική προσέγγιση. Θα έλεγα ότι το καταγράφω με τον τρόπο που το διαχειρίζεται η σημερινή κοινωνία, την παρούσα στιγμή. Η επιφύλαξη στον έρωτα εκφράστηκε αρχικά την περίοδο του AIDS και αυτό επιδεινώθηκε στον 21ο αιώνα με τον κορωνοϊό. Εκείνη την περίοδο είχαμε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων ιδιαίτερα των νέων. Πάντα μια ερωτική σχέση έκρυβε το ρίσκο. Σήμερα το ρίσκο έχει περιοριστεί και αυτό που τείνει να κυριαρχίσει είναι η επιφύλαξη. Κι όσο μεγαλώνει αυτή η επιφύλαξη, τόσο μεγαλώνει και το παραεμπόριο του έρωτα μέσα από το διαδίκτυο.
–Αυτή η συνθήκη συρρικνώνει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις; Πιστεύω πως ναι. Οι άνθρωποι κλείνονται περισσότερο στο καβούκι τους. Θα έλεγα ότι υπάρχει και μια «διαστροφή» στη σχέση των ανθρώπων με το διαδίκτυο. Ένα άλλο θέμα που πραγματεύεται η έκθεση είναι το εμπόριο της σάρκας, που είναι ίσως το τρίτο εμπόριο διεθνώς μετά τα ναρκωτικά και τα όπλα. Ουσιαστικά πρόκειται για το εμπόριο της γυναίκας. Ο ποιητής, ο καλλιτέχνης, δεν μπορεί να μην καταπιαστεί με αυτά τα θέματα. Είναι μια καταβύθιση στα σκοτάδια της κοινωνίας. Χωρίς φυσικά να αδιαφορώ και για την τρυφερή πλευρά του έρωτα.
–Συχνά σας απασχολεί στα έργα σας το θέμα του χρόνου. Πώς βιώνετε το πέρασμά του; Ο χρόνος είναι φίλος μας. Όσο περισσότερο χρόνο έχουμε, τόσο το καλύτερο. Ο εχθρός του ανθρώπου, είναι ο χώρος. Οι αρρώστιες, τα άγχη και τα βάσανα δεν προέρχονται από τον χρόνο αλλά από τον χώρο. Άρα, με τον χρόνο δεν έχω κανένα πρόβλημα. Τον αγαπώ και θα ήθελα να με αγαπάει και αυτός. Και όταν θα έρθει η ώρα να αποχωριστούμε, δεν θα φταίει Χρόνος αλλά ο «κολλητός» του, ο Χώρος.
- Λευκωσία, γκαλερί Γκλόρια (22762605). Η έκθεση του Δημήτρη Αληθεινού με τίτλο «Ψυχές στον Έρωτα» εγκαινιάζεται στις 6 Μαρτίου στις 7:30μ.μ. Θα προλογίσει η δημοσιογράφος και Ιστορικός Τέχνης Μαρίνα Σχίζα. Μέχρι 30/3.
Ελεύθερα 3.3.2024