Σοβαρούς προβληματισμούς για τη ρεπερτοριακή στρατηγική του ΘΟΚ εκφράζει με αιχμηρή επιστολή της η Συλλογικότητα Θεατρικών Δημιουργών, φέρνοντας στο προσκήνιο ζητήματα άνισης μεταχείρισης, αποκλεισμών, έλλειψης διαφάνειας και έμφυλης ανισότητας στον προγραμματισμό του κρατικού θεάτρου.

Η επιστολή, που κοινοποιείται στην Υφυπουργό Πολιτισμού και τη Διευθύντρια του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού, έχει ως αφορμή τις ανακοινώσεις ακροάσεων για τη θεατρική περίοδο 2025- 2026 και στη συνολικότερη τάση απομάκρυνσης των ντόπιων δημιουργών από την Κεντρική Σκηνή.

Η Συλλογικότητα κάνει λόγο για ανισορροπία εις βάρος του εγχώριου δυναμικού και για υποεκπροσώπηση γυναικών σκηνοθετριών, ζητώντας διαφάνεια ως προς τις αμοιβές των προσκεκλημένων καλλιτεχνών. Στο πλαίσιο αυτό, απευθύνει κάλεσμα στο ΔΣ του κρατικού θεάτρου για ανοιχτή συνάντηση με τη θεατρική κοινότητα, με στόχο τη συζήτηση των προκλήσεων και την οικοδόμηση ενός κοινού οράματος για την ανάπτυξη του θεάτρου στην Κύπρο.

Οι προβληματισμοί αγγίζουν τον πυρήνα της καλλιτεχνικής εκπροσώπησης και της πολιτιστικής στρατηγικής του κρατικού θεάτρου. Όπως αναφέρεται, παρά την παρουσία κάποιων Κυπρίων και τοπικά δραστηριοποιούμενων σκηνοθετών στο φετινό ρεπερτόριο, το ζήτημα που αναδεικνύεται είναι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό: η σταθερή απομάκρυνση των ντόπιων δημιουργών από την Κεντρική Σκηνή και η κατ’ εξακολούθηση τοποθέτησή τους σε περιφερειακές δομές.

Σύμφωνα με την επιστολή «η πρακτική αυτή συντηρεί μια συνθήκη άνισης μεταχείρισης, όπου η συμμετοχή στην πλέον προβεβλημένη σκηνή του κρατικού μας θεάτρου φαίνεται να παραμένει προνόμιο αποκλειστικά εξωτερικών φωνών». Όπως τονίζεται, αντί να αξιοποιηθεί το δυναμικό των δημιουργών που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο, η τοπική δημιουργία μοιάζει να περιορίζεται σε υποστηρικτικό ρόλο- κι όχι σε ισότιμη συνδιαμόρφωση του καλλιτεχνικού αποτυπώματος του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Στην περίπτωση της καλοκαιρινής παραγωγής, μάλιστα, η κρατική χρηματοδότηση κατευθύνεται σε παραγωγή που υλοποιείται εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό.

«Αυτές οι πρακτικές, όσο θεμιτή κι αν είναι η αναζήτηση διεθνών συνεργασιών, διαμορφώνουν πλέον μια ανισορροπία εις βάρος του εγχώριου δυναμικού» αναφέρεται. Η συλλογικότητα εκτιμά ότι δεν πρόκειται για ένα στιγμιαίο φαινόμενο, αλλά για μια σταθερή τάση που συστηματικά απομακρύνει τις τοπικές φωνές από τον κύριο καλλιτεχνικό λόγο του κρατικού θεάτρου.

Διαπιστώνεται επίσης ότι η παρουσία γυναικών δημιουργών στο φετινό ρεπερτόριο είναι «εμφανώς υποβαθμισμένη». Από τις πέντε σκηνοθεσίες που έχουν ανακοινωθεί, μόλις μία έχει ανατεθεί σε γυναίκα. «Η απουσία γυναικείας παρουσίας από την Κεντρική και τη Νέα Σκηνή εντείνει την αίσθηση έμφυλης ανισότητας στον σχεδιασμό του προγράμματος» επισημαίνεται.

Παράλληλα, τίθεται το ερώτημα πού είναι οι νεότεροι καλλιτέχνες. «Πού είναι η νέα γενιά που θέλουμε να καλλιεργήσουμε και να ενισχύσουμε;»

Η Συλλογικότητα ξεκαθαρίζει ότι δεν αντιτίθεται στην πρόσκληση ξένων δημιουργών, οι οποίοι δύνανται να εμπλουτίσουν το εγχώριο καλλιτεχνικό τοπίο με τις ιδέες, τις μεθόδους και την εμπειρία τους και ότι υποστηρίζει τις καλλιτεχνικές ανταλλαγές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι υπάρχει ισορροπία μεταξύ δημιουργών από το εξωτερικό και ντόπιων καλλιτεχνών.

Επίσης, τονίζεται ότι η ουσιαστική εξωστρέφεια δεν εξαντλείται στην πρόσκληση ξένων δημιουργών στην Κύπρο, αλλά απαιτεί και τη στήριξη Κυπρίων δημιουργών στο εξωτερικό, μέσα από συνέργειες, προσκλήσεις και θεσμικά δίκτυα.

Επιπλέον, η Συλλογικότητα βρίσκει προβληματική την επαναλαμβανόμενη ανάθεση σε σκηνοθέτες από το εξωτερικό που αναπαράγουν υπάρχουσες παραγωγές τους, χωρίς καλλιτεχνικό επαναστοχασμό ή συμπαραγωγική διάσταση. «Η καλλιτεχνική συνδημιουργία έχει νόημα όταν βασίζεται σε νέες, πρωτότυπες προτάσεις, σε συνεργασία με το εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό».

Η επιστολή στέκεται επίσης στην ανάγκη να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις αμοιβές των προσκεκλημένων καλλιτεχνών. «Οι φήμες για εξαιρετικά υψηλές αμοιβές εντείνουν το αίσθημα αδικίας και δημιουργούν ανισορροπίες στο εσωτερικό του καλλιτεχνικού πεδίου» σημειώνεται. «Αναγνωρίζουμε ότι οι οικονομικές συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ωστόσο η δίκαιη και ισότιμη αντιμετώπιση όλων των συνεργατών ενός δημόσιου φορέα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια υγιή καλλιτεχνική οικολογία».

Σχετικά με την επαναλειτουργία της Πειραματικής Σκηνής του ΘΟΚ, η Συλλογικότητα χαιρετίζει την πρωτοβουλία, ωστόσο εκφράζει την πεποίθηση πως η δημιουργία της θα έπρεπε να στηριχθεί σε ανοιχτό διάλογο με την καλλιτεχνική κοινότητα, μέσα από προσκλήσεις ενδιαφέροντος, συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες σκηνές του εξωτερικού. «Η πειραματική δημιουργία απαιτεί όχι μόνο χώρο, αλλά και ανοιχτότητα, διαφάνεια και βάθος στρατηγικής» τονίζει η επιστολή.

Η επιστολή παρατηρεί επίσης ότι το ΔΣ του ΘΟΚ έχει κατά καιρούς δηλώσει την πρόθεσή του να ενισχύσει την εγχώρια δημιουργία. «Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να γνωρίζουμε πώς μεταφράζεται σήμερα αυτή η πρόθεση σε συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές: πώς ο Οργανισμός παρακολουθεί την εξέλιξη του τοπικού δυναμικού, πώς εντοπίζει και προσκαλεί νέες φωνές, πώς οικοδομεί σχέσεις εμπιστοσύνης και συνέργειας με τους ανθρώπους που παράγουν θέατρο στην Κύπρο».

Η Συλλογικότητα προτείνει «με πνεύμα διαλόγου και δημιουργικής πρόθεσης» τη διοργάνωση μιας ανοικτής συνάντησης του ΔΣ του ΘΟΚ με τη θεατρική κοινότητα, ώστε να συζητηθούν από κοινού οι παρούσες προκλήσεις και να γίνει ανταλλαγή απόψεων με στόχο την κοινή προσπάθεια για την ανάπτυξη του θεάτρου στην Κύπρο. «Αγωνιζόμαστε καθημερινά για την καλλιτεχνική επιβίωση και εξέλιξη, και επιθυμούμε να είμαστε συνδημιουργοί του πολιτιστικού τοπίου της χώρας μας» καταλήγει η επιστολή.

Αναμένεται με ενδιαφέρον η αντίδραση του ΘΟΚ και των αρμόδιων αρχών στις επισημάνσεις των θεατρικών δημιουργών, σε μια συγκυρία όπου η πολιτιστική πολιτική του κρατικού θεάτρου τίθεται υπό αυστηρή δημόσια κριτική.