Το 2026 η Μαρίνα Αμπράμοβιτς θα γράψει ιστορία καθώς θα γίνει η πρώτη εν ζωή γυναίκα καλλιτέχνιδα που θα τιμηθεί με μεγάλη έκθεση στην Gallerie dell’Accademia της Βενετίας, από την ίδρυσή της το 1817.

Η έκθεση με τίτλο «Marina Abramović: Transforming Energy» θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της 61ης Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας, θα ανοίξει τις πόρτες της στις 6 Μαΐου 2026 και θα διαρκέσει έως τις 19 Οκτωβρίου 2026. Η έκθεση σηματοδοτεί τα 80ά γενέθλια της σπουδαίας καλλιτέχνιδας και δημιουργεί έναν βαθύ διάλογο μεταξύ της πρωτοποριακής της performance art και των αριστουργημάτων της Αναγέννησης που έχουν διαμορφώσει την πολιτιστική ταυτότητα της Βενετίας.

Σε επιμέλεια του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (MAM) της Σαγκάης Σάι Μπαϊτέλ, σε στενή συνεργασία με την καλλιτέχνιδα, η έκθεση θα πραγματοποιηθεί τόσο στις αίθουσες της μόνιμης συλλογής του μουσείου όσο και στους χώρους προσωρινών εκθέσεων- για πρώτη φορά στην ιστορία του ιδρύματος- ενσωματώνοντας το έργο της Αμπράμοβιτς στην καρδιά της βενετσιάνικης κληρονομιάς.

Το 2023, η Αμπράμοβιτς έγινε η πρώτη γυναίκα που παρουσίασε ατομική έκθεση στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών στο Λονδίνο, ενώ το 1997 ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Χρυσό Λέοντα στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Η έκθεση του 2026 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Σαγκάης (MAM) πέρσι. Εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τη θρυλική πεζοπορία της Αμπράμοβιτς στο Σινικό Τείχος της Κίνας, την οποία πραγματοποίησε με τον τότε σύντροφό της, τον αείμνηστο καλλιτέχνη Ουλάι (1943-2020), το 1988. Οι δύο καλλιτέχνες ξεκίνησαν από αντίθετες πλευρές του τείχους και περπάτησαν ο ένας προς τον άλλον επί 90 ημέρες, και συναντήθηκαν στη μέση για να τερματίσουν τη σχέση τους, αντί να παντρευτούν όπως είχαν αρχικά σχεδιάσει.

Στην ουσία, το «Transforming Energy» είναι μια συνάντηση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, υλικού και άυλου, σώματος και πνεύματος. Οι επισκέπτες καλούνται να βιώσουν μια σειρά από διαδραστικά «Transitory Objects»- πέτρινα κρεβάτια και κατασκευές με ενσωματωμένους κρυστάλλους- ξαπλώνοντας, καθισμένοι ή όρθιοι πάνω τους, ενεργοποιώντας αυτό που η Αμπράμοβιτς αποκαλεί «μετάδοση ενέργειας».

Εμβληματικά έργα όπως τα «Imponderabilia» (1977), «Rhythm 0» (1974), «Light/ Dark» (1977), «Balkan Baroque» (1997) και «Carrying the Skeleton» (2008) εμφανίζονται παράλληλα με προβολές από παλαιότερες περφόρμανς, ενώ νέα έργα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την περίσταση αναδεικνύουν την πολυετή εξερεύνησή της σχετικά με την αντοχή, την ευπάθεια και τη μεταμόρφωση.

Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα της έκθεσης είναι η παρουσίαση του έργου «Πιετά» (με τον Ουλάι) (1983), το οποίο βρίσκεται σε άμεσο διάλογο με το «Πιετά» (περ. 1575-76) του Τιτσιάνο, το τελευταίο, ημιτελές αριστούργημά του, το οποίο ολοκλήρωσε ο Πάλμα Τζιοβάνε. Αυτή η ιστορική σύζευξη, στην 450ή επέτειο της Πιετά, αναδιαμορφώνει τις αναγεννησιακές τυπολογίες του πένθους, της υπερβατικότητας και της λύτρωσης μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα και υπογραμμίζει τον διαχρονικό ρόλο του ανθρώπινου σώματος ως τόπου τόσο του πόνου όσο και της πνευματικής ανύψωσης.

Στη Βενετία, μια πόλη που για αιώνες υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμού, εμπορίου και διακίνησης σπάνιων υλικών, η χρήση χαλαζία, αμέθυστου και άλλων φυσικών στοιχείων από την Αμπράμοβιτς συντονίζεται με την ιστορία του βενετσιάνικου μωσαϊκού και την αναγεννησιακή αναζήτηση της υλικής και μεταφυσικής μεταμόρφωσης. Τοποθετώντας το σώμα του επισκέπτη στο επίκεντρο του έργου, η έκθεση προσκαλεί σε μια διαρκή μορφή θέασης: μια μορφή που έχει λιγότερο να κάνει με την παθητική παρατήρηση και περισσότερο με την παρουσία, τη συμμετοχή και την πιθανότητα εσωτερικής αλλαγής.

Σε δήλωσή της, η Αμπράμοβιτς θυμάται την πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Μπιενάλε Βενετίας με τη μητέρα της, σε ηλικία 14 ετών. «Ταξιδέψαμε με τρένο από το Βελιγράδι και μόλις βγήκα από τον σταθμό και είδα τη Βενετία για πρώτη φορά, άρχισα να κλαίω. Ήταν τόσο απίστευτα όμορφη- εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε είχα ξαναδεί» λέει. «Έκτοτε, η επιστροφή στη Βενετία έγινε παράδοση και μετά τη βράβευσή μου με τον Χρυσό Λέοντα το 1997, η πόλη κατέχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στη ζωή μου.»