Στα άκρα οδηγείται η αντιπαράθεση Γενικού Εισαγγελέα – Γενικού Ελεγκτή, με τον τελευταίο να ζητά παρέμβαση της Βουλής και εμμέσως του Προέδρου Χριστοδουλίδη, με σκοπό το διαχωρισμό των εξουσιών του νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας από τον δημόσιο κατήγορο.

Αφορμή στάθηκε η «κάλυψη» (όπως την αντιλαμβάνεται ο Γενικός Ελεγκτής) στελέχους του υπουργείου Οικονομικών σε «προφανή παρανομία», όπως την αποκαλεί, που αφορά την υπογραφή δύο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με δύο χωριστούς ελεγκτικούς οίκους, ύψους €80.000 και €191.238 αντιστοίχως, χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί προηγουμένως οι διαθέσιμες πιστώσεις.

Ο Γενικός Ελεγκτής καυτηριάζει τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι μπορεί κάποιος να συνάπτει δημόσια σύμβαση για την οποία το σχετικό κονδύλι είναι δεσμευμένο, φτάνει να μην διενεργήσει πληρωμές που προκύπτουν από αυτήν.

Σε επιστολή του προς τον Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 23 Μαρτίου, ο Γενικός Ελεγκτής επικαλείται τον έλεγχο που ασκούν τα Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) επί των κυβερνητικών πολιτικών κατά της διαφθοράς.

Πιο συγκεκριμένα, αφού αναφέρεται η πιο πάνω εξουσία των ΑΕΙ, προστίθεται: «Είναι στο πλαίσιο αυτής μας της αρμοδιότητας που κοινοποιούμε την παρούσα επιστολή στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία με την ισχυρή σύσταση να ενεργήσουν από κοινού ώστε να υπάρξει υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης του Προέδρου της Δημοκρατίας για διαχωρισμό των εξουσιών του νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας από τον δημόσιο κατήγορο και φυσικά ενίσχυση της διαφάνειας και αντικειμενικότητας στη δράση του δημόσιου κατήγορου». 

Πέραν της Βουλής και του υπουργείου Οικονομικών, η επιστολή κοινοποιείται, επίσης, στον υφυπουργό παρά τω Προέδρω και στον διευθυντή Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στην επιστολή υποστηρίζεται, πως με τη θέση που έλαβε ο Γενικός Εισαγγελέας, ότι περίπου η έγκριση των κονδυλίων μπορεί να γίνει και εκ των υστέρων, ουσιαστικά οι νόμοι που ψηφίζει η Βουλή παραμένουν γράμμα κενό. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Συγκεκριμένα, στην επιστολή του Γενικού Ελεγκτή προς τον κ. Σαββίδη, καταγράφονται και τα ακόλουθα: «Ο συνταγματικός νομοθέτης σας έχει δώσει την ανέλεγκτη εξουσία να αποφασίζετε για την έναρξη ή μη οποιοσδήποτε ποινικής έρευνας. Αυτό είναι σεβαστό. Θα πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό, τόσο από την εκτελεστική όσο και από τη νομοθετική εξουσία ότι, ουσιαστικά, οι νόμοι που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορούν με τις αποφάσεις σας να παραμένουν γράμμα κενό».

Περαιτέρω αναφέρεται, ότι: «Αποδεικνύεται πως ο νόμος της Βουλής αχρηστεύεται από την ανέλεγκτη (με βάση το Σύνταγμα) απόφαση ενός διορισμένου κρατικού αξιωματούχου ο οποίος κρίνει ότι ουδέν μεμπτό έχει πράξει ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος δύο φορές υπέγραψε συμβάσεις χωρίς να λάβει έγκριση από το Κοινοβούλιο, παραπλανώντας το μάλιστα όταν εκ των υστέρων υπέβαλλε το σχετικό αίτημα. Όταν δε αυτή η περίπτωση κρίνεται ως νόμιμη, τη στιγμή που αφορά εκείνον τον δημόσιο υπάλληλο που εκ της θέσεως του γνωρίζει καλύτερα από όλους τις διαδικασίες και ο οποίος εκδίδει εγκυκλίους για να εξηγεί στους άλλους ότι θα πρέπει να αποτείνονται στην Βουλή προτού υπογράψουν μία σύμβαση, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ουσιαστικά ο νόμος της Βουλής αποδεικνύεται γράμμα κενό».

Πότε απαιτείται η αποδέσμευση κονδυλίων

Ειδικά για τον λειτουργό του υπουργείου Οικονομικών και για το ότι γνώριζε πως δεν είναι νόμιμη η υπογραφή συμβάσεων χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια, ο Γενικός Ελεγκτής παραπέμπει σε δυο εγκυκλίους τις οποίες υπέγραψε ο ίδιος ο λειτουργός και στις οποίες εξηγούσε ότι η αποδέσμευση κονδυλίων απαιτείται σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις:

>> Πριν τη σύναψη της σύμβασης, μάλιστα, από το στάδιο που υπάρχει η πρόθεση νια προκήρυξη προσφορών.

>> Για πληρωμή στο πλαίσιο συμβατικής υποχρέωσης σε υφιστάμενες συμβάσεις.

Ο Γενικός Ελεγκτής εξηγεί ότι ανάλογες εγκύκλιοι εκδίδονται από το υπουργείο Οικονομικών από το 2017 όταν για πρώτη φορά η Βουλή δέσμευσε τα κονδύλια των συμβουλευτικών υπηρεσιών.

Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης παραπέμπει, επίσης, στον Κανονισμό 24 (περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών) που προβλέπει ότι η προκήρυξη διαγωνισμού προϋποθέτει την ύπαρξη των αναγκαίων πιστώσεων. Περεταίρω, επικαλείται εγκύκλιο της Γενικής Λογίστριας καταγράφοντας και τα εξής: «Ως απάντηση στον ισχυρισμό σας ότι δήθεν μπορεί κάποιος να συνάπτει δημόσια σύμβαση για την οποία το σχετικό κονδύλι είναι δεσμευμένο, φτάνει να μην διενεργήσει πληρωμές που προκύπτουν από αυτήν, σας παραπέμπουμε στην εγκύκλιο με αρ. 1750».

Σε αυτήν αναφέρεται ότι: «Σε περίπτωση που ο Ελέγχων Λειτουργός προβαίνει στην προκήρυξη σύμβασης/ υλοποίηση άλλης δαπάνης χωρίς να υπάρχουν οι διαθέσιμες πιστώσεις, θα υπέχει ποινικής ευθύνης δυνάμει του Άρθρου 9 του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο Ν. 112(Ι)/2012 και αστικές και πειθαρχικές ευθύνες δυνάμει του Άρθρου 70 του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1(1)7 1990».

Τέλος, ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρεται σε καινοφανή θεωρία του Γενικού Εισαγγελέα και προσθέτει: «Ότι δήθεν η υποχρέωση για λήψη έγκρισης από τη Βουλή αφορά μόνο τη στιγμή που θα γίνει μία πληρωμή στο πλαίσιο σύμβασης, και όχι και πριν την υπογραφή της σύμβασης».