Να περνάς μέσα από ένα ρυάκι σ’ ένα πέτρινο στενοσόκακο… Η Νικοδήμου συνειδητοποιεί την αξία του να ζεις στη φύση, να συντυχάνεις με τα πουλιά… Ο τρόπος που περιγράφει τη γη κάτω από τις φουντουκιές και τα λουλούδια σε ανθοφορία είναι μοναδικός…
Ο συγγραφέας Βάκης Λοϊζίδης γράφει για το νέο βιβλίο, «Ταξίδι στη βροχή», της εικαστικού Ελένης Νικοδήμου.
«Ταξίδεψα μαζί της στην αγαπημένη της Άλωνα, στην Αθήνα, στο Παρίσι, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια. Μόνο η Ελένη θα μπορούσε να συγκεντρώσει σ΄ ένα βιβλίο τόσες μνήμες και να τις συνδέσει με τρόπο μοναδικό. Νιώθεις την ανάγκη να βρεθείς στην Άλωνα, να ανεβείς στη μούττη της Καντήλας, να περπατήσεις ως την Έρου».
Διαβάζω το βιβλίο της Ελένης Νικοδήμου «Ταξίδι στην βροχή», μέσα από το οποίο μοιράζεται τόσο γενναιόδωρα μια συναρπαστική διαδρομή με αφορμή ένα ταξίδι της με βροχή στον γενέθλιο τόπο, την Άλωνα. Ένα ταξίδι που την φέρνει αντιμέτωπη με τους φόβους της, τις σκιές της ζωής.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έφυγε από τη ζωή η ζωγράφος Ελένη Νικοδήμου
Η Νικοδήμου βιώνει τη σκιά ως ένα είδος φυλακής, ένα τόπο για να καταφύγει κανείς αρνούμενος ν’ αποδεχτεί την αβεβαιότητα της πραγματικότητας. Όπως σημειώνει, η αχαριστία είναι από τα σταθερά δεδομένα των σκιών, το μόνο που θέλουν είναι να σε τραβήξουν στους ίσκιους, τρέφονται από αυτό. Έχουν συνήθως το πρόσωπο της θλίψης που αλλάζει όψεις στο σκοτάδι. Οφείλει κανείς να τις φοβάται. Να κρατήσει από την αρχή τις δέουσες αποστάσεις.

H Νικοδήμου δεν αφήνει τις σκιές να την καθηλώσουν. Η μνήμη της ξεστρατίζει. Αδέσποτη είναι και την πάει όπου θέλει αυτή, όσο κι αν την επαναφέρει σε τάξη. Και μέσα από τα ξεστρατίσματα της μνήμης μοιράζεται μαζί μας τις αλήθειες μιας δύσκολης και συνάμα συναρπαστικής ζωής. Μιλά για τα βιώματά της με αφοπλιστική ειλικρίνεια, για τη θέση της γυναίκας, τους ανθρώπους που την καθόρισαν, την Ελένη πρωταθλήτρια, το αγαπημένο της παραμύθι, το όπλο του πατέρα της, τους κκιλίντζιηρους, τις επιδόσεις της στη… χειρομαντεία και πολλά άλλα.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το ταξίδι της Ελένης στη βροχή
Ταξίδεψα μαζί της στην αγαπημένη της Άλωνα, στην Αθήνα, στο Παρίσι, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια. Μόνο η Ελένη θα μπορούσε να συγκεντρώσει σ΄ ένα βιβλίο τόσες μνήμες και να τις συνδέσει με τρόπο μοναδικό. Νιώθεις την ανάγκη να βρεθείς στην Άλωνα, να ανεβείς στη μούττη της Καντήλας, να περπατήσεις ως την Έρου.
Χωρίς να ακολουθεί συγκεκριμένη αφηγηματική τεχνική, έχει τον τρόπο να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον αιφνιδιάζει με τον δυναμισμό της και τις λεπτομέρειες στις οποίες επιλέγει να σταθεί. Ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, το πείσμα και την αγωνιστικότητα των ανθρώπων, τις αδικίες που βίωσαν, το δέσιμό τους με τη φύση και πόσο καθοριστικά λειτουργεί στην επιβίωσή τους και στην απόλαυση της ζωής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η συνομιλία με τα ζώα και τα δέντρα, σαν σε ανθρώπους πρόσωπο με πρόσωπο, δείχνει την κατάσταση της κοινής καταγωγής, της σύνδεσης.
Διερωτάται για την έννοια του χρόνου. Κατά πόσο είναι ευθεία γραμμή ή καμπύλη, ή παράλληλες ευθείες που κάποτε λοξοδρομούν και τέμνονται. Αν η μνήμη έχει σχέση με τους διαφορετικούς χρόνους ή αν είναι τελείως ανεξάρτητη.
Η Νικοδήμου αγαπά τους δρόμους, γιατί τελικά κάπου οδηγούν τα βήματά σου, αγαπά τα μονοπάτια γιατί είναι οι γεωγραφίες της ψυχής. Αγαπά τα βουνά γιατί εκεί ανασαίνει το σύμπαν. Αγαπά τη φωτιά γιατί είναι πάθος, αγαπά το πάθος γιατί πραγματικά ζει. Αγαπά το νερό γιατί είναι ένα όλο, δηλαδή η ζωή. Αγαπά την καταιγίδα γιατί την κάνει να νιώθει καθαρά και να λέει αυτά που πρέπει να πει, αγαπά τον άνεμο διότι δεν μπορεί να μην αγαπά τον εαυτό της, γιατί τότε δεν θα μπορεί να ν’ αγαπά τίποτα. Μισεί τον φόβο γιατί νιώθει να την κρύβει. Αγαπά την αγάπη απλά γιατί ξέρει ν’ αγαπά.
Αναγνωρίζει το χαμόγελο ως το πιο ισχυρό όπλο πέρα από τη γνώση, τη μνήμη και τη σκέψη. «Αφοπλίζει ακόμα κι αυτούς με τις πιο κακές προθέσεις». Η ευτυχία «δεν είναι τίποτα το άπιαστο, για μένα τουλάχιστον χτίζεται αθροιστικά με χαμόγελα».
Tα μέρη του βιβλίου που επιλέγει να γράψει στο κυπριακό ιδίωμα και αφορούν κυρίως αυτούσιους διαλόγους των δικών της ανθρώπων, είναι άκρως συγκινητικά. Αποδίδουν με ζωντάνια τους χαρακτήρες, τη δυναμική των στιγμών και την ατμόσφαιρα της εποχής. Καταδεικνύουν την ντομπροσύνη των ανθρώπων και τη θέλησή τους να αντισταθούν στις δυσκολίες της ζωής.

Η Ελένη σίγουρα ανήκει στο τρίτο είδος ανθρώπων που περιγράφει στο βιβλίο της, στους τρελούς. Αυτοί, όπως γράφει, «έχουν εισιτήριο ελευθέρας στα απόκρυφα των Μυστών, όχι γιατί τους το παραχωρήσανε, αλλά γιατί από τη φύση τους έτσι είναι. Μπορεί να το ονομάσεις ένστικτο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι ένα σύνολο γνωρισμάτων που τους χαρακτηρίζουν: Καταρχήν το ταλέντο, η διεισδυτική παρατήρηση, η διορατικότητα, η διαίσθηση, η παρεκτροπή, η συλλογή ετερόκλητων πληροφοριών άσχετων μεταξύ τους, και έπειτα η ανάλυσή τους μ’ έναν ανατρεπτικό τρόπο που δεν σέβεται τους κανόνες, δίνοντας τόπο και λόγο στο άτοπο, το θεωρητικά παράλογο, το μη επιτρεπτό, αυτό που ούτε σαν σκέψη δεν περνά για κάποιους που βασίζονται μόνο στη λογική για να εξάγουν συμπεράσματα. Αυτοί, με το θράσος της τόλμης τους, φτάνουν ν’ ακουμπήσουν απίστευτες αλήθειες· κι έπειτα, αυτή η ικανότητα που έχουν στη σύνθεση ή ανασύνταξη όλων αυτών των πληροφοριών κατά τρόπο φαινομενικά άναρχο, μέσα από μια δική τους λογική, αυτή των υπόγειων διαδρομών και της πεταλούδας του Πεκίνου –ότι δηλαδή όλα συνδέονται σ’ αυτό τον κόσμο– φτάνουν μέσα από τη θεμελιώδη ανάγκη τους για δημιουργία να βρούνε τις λύσεις ή να δείξουν τον δρόμο. […] “Οι τρελοί ακροβάτες του ονείρου και των θαυμάτων”, έτσι τους ονομάζω, έχουν κατευθείαν αλισβερίσι με τον Θεό!».
Όλοι είμαστε μοναδικοί, μα επιτρέψτε μου να πω πως η Ελένη Νικοδήμου είναι λίγο πιο μοναδική.
