Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου, «Τα κόκκινα ελάφια», Εκδόσεις Βακχικόν, 2023.
H νουβέλα της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου «Τα κόκκινα ελάφια» είναι μόνο φαινομενικά ιστορική. Πραγματεύεται μεν ένα ιστορικό γεγονός, τον πνιγμό της κυρά Φροσύνης και άλλων δεκαέξι γυναικών στην Παμβωτίδα λίμνη των Ιωαννίνων από τον Αλή Πασά το 1801, αλλά ο μύθος είναι μόνο το εξωτερικό περίβλημα για να αναπτυχθούν από τη συγγραφέα σύγχρονοι προβληματισμοί, σκέψεις, ιδέες, οράματα και θέσεις που έχουν να κάμουν με την ευρύτερη έμφυλη θεματική, διαφορετικότητα και ισότητα. Η Ε.Μ.Λ. αντιμάχεται τα έμφυλα στερεότυπα, την πατριαρχία, την υποτίμηση της γυναίκας αντλώντας ερεθίσματα, παραστάσεις, ακόμα και συναισθήματα από αλλοτινές εποχές.
Επαναλαμβάνω όμως, αυτό που κάνει δεν είναι ιστορική αναδίφηση, έστω κι αν αναπαριστά μια εποχή με αισθητική επάρκεια. Αυτό που κάνει είναι να αναδεικνύει τη διαχρονικότητα μιας καθ’ όλα σύγχρονης θεματικής και ενός αέναου, συλλογικού αιτήματος για έμφυλη ισότητα. Πρόκειται για μια τρίφωνη, πολυεστιακή και πολύπλευρη νουβέλα, που μετέρχεται πλουραλιστικά και ευφάνταστα διάφορες αφηγηματικές φόρμες. Η νουβέλα αυτή ουδόλως μπορεί να προσομοιάσει με προπαγανδιστικό αφήγημα, απλά και μόνο φεμινιστικής χροιάς, κάθε άλλο.

Μακρηγόρησα όμως με τα εισαγωγικά κι είναι ώρα να μπω στα ενδότερα του βιβλίου. Πρώτα δυο λόγια για τις τρεις φωνές της νουβέλας. Η πρώτη, από την οποία προέρχεται και η δεσπόζουσα αφήγηση, είναι η ίδια η κυρά Φροσύνη. Η δεύτερη φωνή είναι αυτή της Χαϊνίτσας, αδελφής του Αλή Πασά. Η τρίτη φωνή ανήκει στη 18η γυναίκα, άσημη και ουδόλως ξεχωριστή, η οποία γλίτωσε τον πνιγμό. Στιλιστικά και υφολογικά, όλες οι αφηγήσεις, ακόμα και εκείνες που αποδίδονται σε επιστολική γραφή, είτε είναι γραμμένες πρωτοπρόσωπα, είτε απευθύνονται πρωτοπρόσωπα στον αποδέκτη τους. Έτσι ο λόγος της Ε.Μ.Λ. καθίσταται ιδιαίτερα άμεσος, ευθύβολος, κοντινός. Αγγίζει ουσιαστικά τον αναγνώστη.
Η πρωτολογία της Φροσύνης έχει χαρακτήρα διακηρυκτικό – μανιφεστοτικό. Ο λόγος της συμπυκνώνει ιδέες, αρχές και αξίες. Την ίδια στιγμή συνιστά και μια μορφή πικρής αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη των ηθών της εποχής. Και το πράττει ρητά και ευθαρσώς. Π.χ. όταν μιλά για τον έρωτα: «Πολύ νωρίς μες στη ζωή μου κατάλαβα πως η ομορφιά είναι το τραύμα του θανάτου. Το τραύμα που γεννάει το θαύμα του έρωτα». (σελ. 10)
Το ίδιο ισχύει κι όταν μιλά για τη χαώδη έμφυλη ανισότητα: «Κλαίνε στον τόπο μου οι γονείς όταν γεννήσουν όμορφα παιδιά, σαν να τα θάβουν. Και θάβουν τα κορίτσια τους μες στους γυναικωνίτες. Και οι μανάδες πρώτες και καλύτερες. Τιμωρούν και κλαίνε». (σελ. 11) Η ίδια οπτική γωνία θέασης της εποχής διατρέχει όλο το βιβλίο: «Στο σπίτι, και στον πατέρα και στον άντρα μου, ήμουν σκιά». (σελ. 16)
Ο λόγος της Φροσύνης είναι μια διαρκής διαπάλη όχι μόνο με τα έμφυλα στερεότυπα, αλλά και με τα εθνικά, ίσως και εθνικιστικά στερεότυπα. Απευθυνόμενη στον Τούρκο εραστή της, την ίδια ώρα, αντιμάχεται και τα στερεότυπα που θεωρεί δεδομένο ότι θα της αποδοθούν, έστω κι αν ουδόλως ισχύουν: «Θα σου αποδοθεί η αναγνώριση της ανωτερότητάς μου στο γένος, στην καταγωγή, στον πολιτισμό, στο θρήσκευμα. Μονάχα έτσι θα διαδίδουν πως με κατάφερες και με πήρες στο κρεβάτι του». (σελ. 17)
Η συγγραφέας, μέσω της ηρωΐδας της, τα βάζει και με τον καθωσπρεπισμό, με την ωραιοποίηση της επίσημης ιστορίας, που όλα τα αμβλύνει, όλα τα στρογγυλεύει, τα καθιστά ανώδυνα, όμορφα και ηρωικά: «Θα μου χαριστούν λοιπόν αυτοί που θα τα γράψουν αύριο στα βιβλία και θα τα λένε στα σχολεία τους. Μάρτυρας της πατρίδας. Αντίσταση κατά της τυραννίας. Τότε πια θα είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ. Κατασκευάζουν κιόλας μιαν άλλη». (σελ. 42)
Η «δευτερολογία» της Φροσύνης στο βιβλίο περιλαμβάνει και χρονολογικές μετατάξεις στο απώτερο μέλλον. Η συγγραφέας διαρρηγνύει υπερβατικά την αρχή του ιστορισμού και μας μεταφέρει στη μια περίπτωση στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη δεύτερη στη σημερινή εποχή και μάλιστα στην Κύπρο. Οι δυο χρονολογικές μετατάξεις είναι συγκλονιστικές και μεταδίδουν στον αναγνώστη βαθύ συγκινησιακό ρίγος. Την ίδια ώρα, οι συγκεκριμένες αναφορές αναδεικνύουν και την ποιητική φύση της Ε.Μ.Λ., έστω κι αν στο συγκεκριμένο έργο δοκιμάζεται ως πεζογράφος.
Η πρώτη αναφορά έχει να κάμει με τις συγκρατούμενες της Φροσύνης που είναι χριστιανές και μουσουλμάνες αλλά και εβραιοπούλες. Για τις τελευταίες η συγγραφέας μάς μεταφέρει ενάμιση αιώνα μπροστά, μιλώντας γι’ αυτές που τις «φόρτωσαν με άγριες φωνές οι στρατιώτες στα φορτηγά για τα κρεματόρια της Ευρώπης». (σελ. 50)
Στη δεύτερη αναφορά, για πρώτη φορά μέσα στο βιβλίο, μνημονεύεται ονομαστικά η Κύπρος. Από την Παμβωτίδα λίμνη των Ιωαννίνων η συγγραφέας μάς οδηγεί στην Κόκκινη λίμνη ή Κοκκινοπεζούλα του Μιτσερού: «Σαν βρέχει αλλάζουν χρώμα τα νερά και γύρω της σχηματίζονται ρυάκια. Κίτρινα και πορτοκαλιά. Μήτε πουλί πετά κοντά μήτε δεντρί ψηλώνει. Παλιές πληγές της γης από το ξεχασμένο μεταλλείο. Μακελεμένα σωθικά της γης και αίματα μεταλλωρύχων. Κι εκεί που πάει να επουλώσει η γη το τραύμα, καινούργια αίματα σμίγουν με τα παλιά. Καινούργια κρίματα. Ήταν όλες τους ξένες. Αόρατες πέρασαν κι αυτές από τους δρόμους και τα σπίτια σας». (σελ. 51-52) Σαφής αναφορά στις επτά γυναικοκτονίες, από κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο, που συγκλόνισαν την Κύπρο το 2019.
Το κεντρικό πρόσωπο στη νουβέλα της Ε.Μ.Λ., τουλάχιστον στο πρώτο μέρος της αφήγησής της, μου θύμισε την «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκυστάβ Φλομπέρ. Τα ερωτικά σκιρτήματα αμφοτέρων προσομοιάζουν πολύ. Το γεγονός ότι η κυπριακή λογοτεχνία, γενικά, ολοένα και περισσότερο νιώθει την ανάγκη να καταπιαστεί με την έμφυλη θεματική και να αρθρώσει αντίλογο στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας μας, είναι ευχάριστο και το σημειώνω με ικανοποίηση.