Ο μεγαλόπνοος συνθέτης και ο επιδέξιος ενορχηστρωτής, ο εμπνευσμένος ποιητής, ο απαιτητικός στιχουργός και ο αμίμητος ερμηνευτής των εμβληματικών επιτυχιών στη διαχρονία των καιρών και των εποχών.

Ο πρωτοπόρος και ο μέγιστος των τραγουδοποιών, ο πεφωτισμένος δάσκαλος και αναμορφωτής της τραγουδοποιίας στην Ελλάδα, φλογίζοντας το έναυσμα κορυφαίων διδάχων με το δικό του αείζωον πυρ για τη δημιουργία σχολής επικολυρικής παιδαγωγίας χάριν των φερέλπιδων ομοτέχνων. Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης, ο διανοούμενος μελοποιός και ο πλέον επιδραστικός περφόρμερ όχι απλώς της χαροποιού ανέμελης ευθυμίας αλλά της ευφρόσυνης υπό αρχαιοελληνική έννοια ψυχαγωγίας, της πνευματικής μύησης και της υψηλής αισθητικής απόλαυσης.

Ο παραμυθάς ονειροπόλων μαγικών κόσμων μέσα από τις φωτεινές διάφανες φιγούρες του καραγκιόζη στο «λευκό σεντονάκι με την τρελή του λάμπα» μιας υποβλητικής πολύχρωμης θεατρικότητας· τουτέστιν ο θελκτικός αφηγητής της θαυμαστής πηγαίας προφορικότητας σε ατέλειωτες εξιστορήσεις παιδικής αθωότητας και τελετουργικής μυσταγωγίας.

Ο Αριστοφανικός ευφάνταστος σκηνοθέτης και ο ευρηματικός σκηνογράφος των μουσικών πάλκων αρχές της δεκαετίας του 1970 από το υπόγειο αντιχουντικό «Ροντέο» έως το ζωντανό «Κύτταρο» όχι των κουλτουριάρηδων της ψευδεπίγραφης οργής και της σιωπηλής διαμαρτυρίας, μα των αληθινών υπαρξιακών αναζητήσεων ενάντια στη δικτατορία της ανελεύθερης φίμωσης.

Ο χαρισματικός μαέστρος των μεγάλων συναυλιών, που έγραψαν τη θρυλική ιστορία της αποθέωσής του από το Παλαί ντε Σπορ Θεσσαλονίκης την Πρωταπριλιά του 1983 μέχρι το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς και στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο το καλοκαίρι του 2017 με την αθρόα συμμετοχή ογδόντα χιλιάδων θεατών. Εκεί, όπου υπέμνησε, απευθυνόμενος στο κοινό, ότι εισήλθε Ολυμπιονίκης τον προπερασμένο αιώνα ο Σπύρος Λούης και όλοι φώναζαν «Έλλην, Έλλην, είναι Έλλην!».

Και ακόμη με το «Ας κρατήσουν οι χοροί» «πομπούς και με κεραίες», στραμμένες στη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων στις 29 Αυγούστου του 2004 και στο εθνικό ορόσημο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης το 2021. 

Αυτά και πολλά άλλα μαζί είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος της αιρετικής ανατροπής και της ερωτικής ποιητικότητας, της φιλοπάτριδος Ελληνόεσσας φωνής και της εναγώνιας έγνοιας του τόπου του, του μέλλοντος του Ελληνισμού, για να μην καταλήξει «οικόπεδο και αποικία», όπως και του ανθρώπου της οικουμένης, που δεν χωρούν σε περιγραφικά σχήματα γλαφυρών αναδιατυπώσεων.

Καθώς η αδιαμφισβήτητη κιβωτός στα θησαυρίσματα της παρακαταθήκης του υπερβαίνει τα προβλεπτά όρια και τις κοινότοπες συντεταγμένες, τα τετριμμένα κλεψίτυπα μελύδρια  και τα συμβατά φληναφήματα των αγελαίων συρμών, των χειραγωγούμενων διασυρμών και των κομματικών παρωπίδων, των πολιτικών κατεστημένων και των όποιων ηχηρών μανιφέστων είτε ευτελών εμπορευματοποιήσεων.

Καθότι υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει στη σκεπτόμενη συλλογική συνείδηση ο ασυμβίβαστος ραψωδός της Ελληνικότητας και ο δημεγέρτης βάρδος της Ελληνοπρέπειας, που ανέδειξε σε εναρμόνια αντιστικτική μέθεξη την παράδοση της αρχέτυπης γραμματείας και της ανά τους αιώνες και της απανταχού της γης λογιοσύνης μας, από τον Όμηρο έως τον Σολωμό και τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, της κατανυκτικής Βυζαντινής ψαλμωδίας και της μελίρρυτης λαϊκής μούσας.

Εμποτίζοντας το δημοτικό τραγούδι όχι με φολκλορικά αντίγραφα και ξενικά αντηχεία ροκ, αλλά με ελληνογενείς ρυθμούς «στο αντάμωμα και το ξεφάντωμα κυκλωτικών χορών», σε μέτρα και κλίμακες για αναβάτες του ονείρου «μέχρι τα ουράνια σώματα» της δικής του αυθεντικής σφραγίδας. Βαθύ και ανεξίτηλο το εγχάρακτο αποτύπωμά της με μη επαναλαμβανόμενες ή διασκευασμένες νότες κακότεχνης απομίμησης, παρά μόνο με τα φθογγόσημα του ηδυσμένου νοήμονος λόγου και την εγγενή μουσικότητα των Ελληνικών λέξεων, όπως προσφυώς διεμήνυε ο ίδιος,  με την άπεφθη ιδιοπροσωπία πρωτογενούς εγγραφής.  

Είναι, συνεπώς, λάθος αυτό που από την ημέρα της εκδημίας του λέγεται κατά κόρον ότι φεύγοντας έκλεισε ένα μείζον κεφάλαιο και πως έσβησε ή σίγησε η φωνή του. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, επειδή το κεφαλαιώδες έργο μένει, κατά Θουκυδίδεια υπόδειξη, κτήμα εσαεί να διαιωνίζεται αλώβητο, κρατώντας από καλή γενιά και προσβλέποντας σε καλύτερες γενιές, ώστε να αναπαράγονται και ολοένα να δυναμώνουν τα εύηχα μηνύματά του. Γιατί πώς είναι δυνατό ο τροβαδούρος όχι μιας ευκαιριακής περιοδείας, αλλά πολλών διαχρονικών περιόδων, ο υμνωδός των αισθημάτων, των οραμάτων και των αναστοχασμών, των ακατάλυτων ιδεών και των μακρόπνοων ιδεωδών να παύσει να ακούγεται από τη μια στιγμή στην άλλη;

Μπροστάρης και οδηγητής στο πρόταγμα της μνήμης και στο κέλευσμα της πρόσω πορείας, θα συνεχίσει να δίνει ως διορατικός προλάτης και οιστρήλατος χρονοποιός το τέμπο της μουσικοποιητικής πρωτοτυπίας με την αρχέγονη Απολλώνια λύρα και τη βακχεύουσα Διονυσιακή μέθη, τους κραδασμούς του πανηγυρικού τυμπανοκρούστη και τις αναπάλλουσες χορδές της αυτοδίδακτης κιθάρας του.

Εξ ου και ευστόχως τον κατευόδωσε με τον συγκινησιακό του επικήδειο ο Αλκίνοος, ένδακρυς και λυγμικός, αποτίοντας φόρο τιμής στον δάσκαλο και πνευματικό του πατέρα και, σεμνύνομαι να το καταθέσω, ο δικός μου καλός μαθητής στην τάξη και στο ανέβασμα αρχαίας τραγωδίας, ο προικισμένος κιθαρωδός με εφόδια θεατρικής παιδείας στη σκευή του, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων σημαντικών: «Ήσουν γεμάτος αντιφάσεις, ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη, ένας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου, ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης, ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού, ένας βλοσυρός που του άρεσαν τα ανέκδοτα, ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός. […] Φεύγεις γιορτινός και αιώνιος, αφήνοντάς μας τα ανεκτίμητα δώρα του περάσματός σου από τη Γη».

Και όμως, Αλκίνοε, κι αν πέρασε στην αιωνιότητα ο δάσκαλός σου και ολωνών μας ο αξιοσέβαστος Κυρ Νιόνιος, δεν φεύγει και δεν εγκαταλείπει τούτη τη γη, που τον γέννησε και τον ανάθρεψε, τον πλήγωσε, τον εξόρισε και τον επαναπάτρισε δριμύτερο και πεισμωμένο να της θυμίζει τις γερές του ρίζες στην Ιωνία, το Φανάρι και την Κωνσταντινούπολη, όπως και τις καταβολές της άνθησης και της καρποφορίας του στην Αθήνα της δεινής επταετίας και της μεταπολίτευσης. Για τούτο και δεν ξεχνούσε με ζωηρές συνεντεύξεις και ευπρόσδεκτες επετειακές εδώ συναυλίες ότι πολύπαθη «νήσος τις έστι» της ιταμής προδοσίας, της βάρβαρης τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης έκνομης κατοχής για μισό και πλέον αιώνα.

Γιατί τα τραγούδια του, πατριωτικές ελεγείες με στίχους του Τυρταίου και του Καλλίνου, μεταπλασμένους από την τέχνη της μουσικοποιητικής του γραφίδας, θούριοι αφύπνισης και παιάνες ξεσηκωμού, είναι ζυμωμένα με τα ιερά χώματα και τα νάματα της γης των Πανελλήνων από τη Μικρασία, τον Πόντο και τη Θράκη ίσαμε το Αιγαίο και την Κύπρο, το προπύργιο στη γεωγραφική εσχατιά του Ελληνισμού. Και τα αντιτάσσει ανάχωμα και οχυρό ιστορικής μνήμης, πυξίδα και τηλαυγή φάρο αγωνιστικού χρέους ενάντια σε σεισμούς, ρωγμές και καταιγίδες, απειλητικούς καταποντισμούς, δόλους υποχθόνιους και ύπουλα δολώματα από την ασύστολη πολεμική εχθρών και άσπονδων φίλων.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος πήρε εδώ και μέρες τον δρόμο των αθανάτων όχι για το «Περιβόλι του τρελού», αλλά του Θεού, του Ποιητή των ποιητών. Ωστόσο και μετά την αναχώρησή του από το ενθάδε στο επέκεινα μένει διαρκώς κοντά μας να τραγουδά χαρούμενος, για να ξορκίζει το κακό. Και ευτυχής που έπραξε όσο μπορούσε το καθήκον του, να χορεύει στους κτύπους του ιδιότυπου μετρονόμου του τον εκστασιακό «Μπάλλο» της πανάρχαιας νησιωτικής έξαρσης και της εθνοπρεπούς ανάτασης. Και δεν θα φύγει ποτέ, έχοντας προ καιρού κάνει ένορκη δήλωση: «Εδώ είναι Βαλκάνια/ δεν είναι παίξε γέλασε». Γιατί όπως μας πήρε άλλοτε στο «Φορτηγό» του των νεανικών μας χρόνων, θα συνεχίσει να επιβιβάζει τους νεώτερους σε περίοπτες θέσεις των μελλοντικών τους διαδρομών έως ότου φτάσουν στα «Τραπεζάκια έξω».

Για να αποκωδικοποιούν τους στίχους του, να μελετούν τις παρτιτούρες και να εντρυφούν στα κείμενά του, εισδύοντας στις περιπετειώδεις αφηγήσεις της εσχάτως εκδοθείσας αυτοβιογραφίας του υπό τον τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Να παρακολουθούν προσέτι τις ενδιαφέρουσες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του, ιδιαιτέρως σταθμεύοντας σ’ εκείνες με το θαυμαστικό επιφώνημα, που ταυτοχρόνως υπονοείτο και ως επιτακτικό αίτημα: «Ζήτω (Ζητώ) το Ελληνικό τραγούδι» (1986-1987).

Και να ξέρουν ότι η μουσική του διδάσκεται στα σχολεία και οι στίχοι του μεταφρασμένοι στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. Στίχοι και μουσική, που όσο κι αν είχαν στα αρχικά στάδια επιρροές από την επαναστατική ροκ της Δύσης, τα ινδάλματα του Bob Dylan και του Frank Zappa, δεν έπαυσαν να καθορίζονται με ηχοχρώματα Μακεδονικής παράδοσης, συνδηλώνοντας την έκφραση της ατόφιας Ελληνικότητας και της πανανθρώπινης διάστασής της. Τα πρώτα διεθνή σουξέ, τόνιζε, είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Ο Σαββόπουλος δεν αφήνει την Ελλάδα και τους Συνέλληνές του. Τον βλέπουμε να σκηνοθετεί τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη και τον ενωτιζόμαστε να διαβάζει Παπαδιαμάντη και Καβάφη, υπογραμμίζοντας: «Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά/ ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.». Και νοηματοδοτώντας την ανάγκη της συνάντησης σε Ελληνική κοινότητα συνύπαρξης, τον ακούμε να συμψάλλει με το πλήθος που τον συνοδεύει προς το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών της μετοίκησής του την «Ωδή στον Καραϊσκάκη»: «Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε/…καμπάνες ηχούνε/ κι ο ύμνος σου τραντάζει τον ναό…».