Ο 30χρονος μουσικός είναι η «αποκάλυψη» των τελευταίων συναυλιών και κονσέρτων που διοργανώνονται στην Κύπρο, για το μεγάλο του ταλέντο και την δημιουργικότητά του.

Δεν ήταν μόνο δική μου αίσθηση αλλά και των θεατών που τον παρατηρούσαν εξονυχιστικά στη σκηνή, καθώς και του ίδιου του Διονύση Σαββόπουλου, στη συναυλία αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι που διοργανώθηκε τον προηγούμενο μήνα στην Κύπρο -σε υποδειγματική παραγωγή της «Παπαδόπουλος & Σχοινής»-, για τον «νεαρό που παίζει αριστουργηματικά φλάουτο σα να χορεύει με τις νότες αγκαλιά» – ο Σαββόπουλος, γύρισε, ξαφνικά, την πλάτη στο κοινό ακούγοντάς τον και του απηύθυνε ένα «μπράβο σου!», φόρος τιμής στα ήδη σημαντικά «γαλόνια» που ήδη έχει κι από άλλα «ιερά τέρατα» της μουσικής, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος. Αμέσως τον αναζήτησα για συνέντευξη.

Πώς και ξεκίνησες να ασχολείσαι με το φλάουτο; Συνήθως οι γονείς -ειδικά στην Κύπρο- παρακινούν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με το πιάνο ή με την κιθάρα, εφόσον έχουν κλίση στην μουσική – εσύ, πώς και ξέφυγες από τον «κανόνα»; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ακουγόταν πάντα από κάπου μουσική. Μεγάλωσα μέσα στο ωδείο της μαμάς μου, απ’ όπου γέμισα μουσικά ερεθίσματα· η πρώτη ανάμνηση που έχω με το φλάουτο είναι σε μια αίθουσα, στο ωδείο, όπου καθόμουνα κι έπαιζα με τα παιχνίδια μου. Ξαφνικά, ανοίγει την πόρτα ο θείος μου, που είναι φλαουτίστας, και με ρωτάει: «Θες να μάθεις να παίζεις φλάουτο;». Του απάντησα με ενθουσιασμό «ναι!» – νόμιζα πως ήταν κι αυτό ένα παιχνίδι βλέπεις, αλλά ο θείος μου, μου είπε απλώς «εντάξει», έκλεισε την πόρτα κι έφυγε. Επέστρεψε μετά από λίγες μέρες και μου έδωσε το πρώτο μου φλάουτο. Θεωρώ, λοιπόν, πως δεν είχα επιλογή. Ανήκω σε μια μουσική οικογένεια κι ήταν φυσικό επακόλουθο να μυηθώ στον κόσμο της μουσικής. Η αγάπη, βέβαια, ήρθε στην πορεία, αβίαστα…

Να υποθέσω, λοιπόν, πως τα παιδικά σου χρόνια ήταν γεμάτα από μουσική; Νιώθω πως τα παιδικά μου χρόνια επεκτείνονται ακόμα! (γελάει). Η μουσική συντρόφευε κάθε μου βήμα κι ήταν πάντα παρούσα στη ζωή μου – έτσι, έμαθα να αντιμετωπίζω μουσικά ολόκληρή μου τη ζωή.

Στη Λεμεσό μεγάλωσες; Ευτυχώς! Την αγαπάω αυτή την πόλη…

Από ποιες άλλες εργασίες πέρασες, μέχρι να φτάσεις να βιοπορίζεσαι σήμερα από την μουσική; Δεν εργάστηκα ποτέ σε άλλο τομέα, με άλλη ιδιότητα. Επέμενα πάντα στη μουσική – αυτή είναι η «ταυτότητά» μου και μόνο μέσω αυτής μπορώ να προσφέρω ουσιαστικά. Δεν την αντιμετώπισα ποτέ, όμως, ως «επάγγελμα» και γι’ αυτό επιβιώνω μέσα από αυτήν· δεν θα επιβίωνα χωρίς τη μουσική, και βέβαια δεν μιλάω για οικονομική επιβίωση. Γνωρίζω τις δυσκολίες των καιρών που ζούμε, πιστέψτε με. Για να επιβιώσουμε, όμως, ουσιαστικά, ως άνθρωποι, χρειαζόμαστε φύση, Τέχνη και «φως». Χρειαζόμαστε, επίσης, άλλους ανθρώπους γύρω μας και την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι ακόμα μεγαλύτερο από αυτούς… Χρειαζόμαστε κάτι το «θείο».

Μίλησέ μου λίγο για την πορεία σου, έως σήμερα… Ο πιο μακρινός μου σταθμός ήταν η Αμερική, όπου σπούδασα. Θεωρώ, όμως, πως τα πιο κομβικά σημεία της πορείας μου είναι η γνωριμία και συνεργασία μου με ανθρώπους. Το 2016, ο Σταύρος Ξαρχάκος βρίσκεται στη Λεμεσό όπου ετοιμάζει συναυλία για τα εγκαίνια του Παττιχείου Δημοτικού Θεάτρου και ψάχνει… φλαουτίστα. Μια νύχτα, μεσάνυχτα, με παίρνει τηλέφωνο ο Βάσος Αργυρίδης για να μου πει πως πρότεινε το όνομά μου. Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι! Την επόμενη μέρα, πήγα στην πρόβα κι ήταν σα να άνοιξε μια πόρτα που μου φανέρωσε πως αυτό που ονειρευόμουν ως παιδί, ως μουσικός και ως άνθρωπος, υπάρχει! Ο άνθρωπος αυτός ζει με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του «πιστεύω», τόσο στη μουσική όσο και στη ζωή του. Αυτό με γοήτευσε. Μαέστρος με τα όλα του! Έκτοτε βρεθήκαμε ξανά επί σκηνής, με διαφορετικές παραστάσεις. Δεν σας κρύβω πως, όποτε επισκέπτομαι την Αθήνα, φροντίζω να είμαι παρών είτε σε συναυλίες είτε σε πρόβες του, κι επιδιώκω πάντα τη χειραψία και την αγκαλιά του. Ο επόμενος σταθμός, είναι ο στενός μου φίλος και συνεργάτης, Νεοκλής Νεοφυτίδης. Συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας και άλλα τόσα που δεν χωρούν σε λέξεις και επίθετα. Στον Νεοκλή είδα τις έννοιες «αφοσίωση» και «θυσία» ζωντανές – είναι ο ορισμός του ανθρώπου που αναζητά το «θείο», που προαναφέραμε. Μου έμαθε πολλά κι ανάμεσά τους το ότι είναι εντάξει να είσαι διαφορετικός, κι ότι δεν πρέπει να φοβάσαι να ερμηνεύεις κάτι με τον δικό σου τρόπο. Επόμενο όνομα, Μάριος Παπαδόπουλος. Έρχεται στο μυαλό μου η έκφραση που συναντάται στο έργο του Αριστοτέλη, αλλά και σε ένα μύθο του Αισώπου: «Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη». Ο Μάριος Παπαδόπουλος είναι, λοιπόν, ο κανόνας που επιβεβαιώνει την εξαίρεση· είναι το «χελιδόνι» που έφερε την πολιτισμική «άνοιξη» στην χώρα μας – του οφείλουμε πολλά, όχι μόνο οι καλλιτέχνες του τόπου, αλλά όλος ο τόπος και ο κόσμος της Κύπρου. Σπουδαίος! Θέλω να αναφέρω ακόμα δύο πρόσωπα, τα πιο δοτικά απ’ όλα, που μου διδάξαν όσα δεν γράφουν τα βιβλία… Τους γονείς μου και ειδικά τη μαμά μου.

Έχω παρατηρήσει πάντως να έχεις μία -επίτρεψέ μου- ερωτική σχέση με το φλάουτο – σε αισθάνθηκα, όταν σε παρακολούθησα live, να μπαίνει μέσα στο κύτταρό σου η κάθε νότα… Εσύ, τι αισθάνεσαι όταν παίζεις; (Γελάει). Σχολιάζεται συχνά το γεγονός πως κινούμαι έντονα όταν παίζω. Μια φορά με ρώτησαν αν «χορογραφώ» τη μουσική… Μακάρι να μπορούσα! Όλο αυτό μου βγαίνει πολύ φυσικά, σε σημείο που ούτε που το θυμάμαι όταν συμβαίνει. Αν προσπαθήσω να το αναλύσω βγάζω το συμπέρασμα πως, για να πείσεις, πρέπει πρώτα να πειστείς ο ίδιος, όχι για να αποδείξεις κάτι, αλλά για να μεταφέρεις το μεγαλείο της μουσικής που βιώνεις ως πρώτος ακροατής. Αυτό είναι ο μουσικός στην ουσία: Ο πρώτος ακροατής ο οποίος ερμηνεύει και μεταφέρει το πρώτο ρίγος που βιώνει, στο κοινό. 

Παρακολουθώντας πάντως και την δημόσια επιβράβευση που έκανε προς εσένα δημόσια, πρόσφατα, ο Διονύσης Σαββόπουλος, αναρωτήθηκα για ποιο λόγο δεν μετανάστευσες – κάπου που, ίσως, να «εκτιμούσαν» περισσότερο το ταλέντο σου, παρά στην Κύπρο… Σκοπός είναι να ανακαλύψεις το «σκοπό» σου. Είδα τη ζωή έξω απ’ την Κύπρο: Στην Αμερική, στην Αγγλία, στην Ολλανδία. Τελικά, πάντοτε επέστρεφα… Και έτσι ξεκίνησα να «ακούω» τις πράξεις μου και να αποδέχομαι τον εαυτό μου. Χθες μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο που λείπει από την Κύπρο καμιά δεκαριά χρόνια τώρα, λόγω σπουδών και ιδιότητας – είναι γιατρός. Κάθε φορά τον ρωτάω πώς πάει, τι θέλει να κάνει και πότε θα επιστρέψει. Ξεκίνησε με το «δέκα χρόνια και θα ‘μαι πίσω», μετά από κάνα χρόνο μου ξαναλέει «πέντε χρόνια, να τελειώσει η ειδικότητα και να λήξει το συμβόλαιο», την επόμενη λιγόστεψαν περισσότερο τα χρόνια… Πιστεύω πως την επόμενη φορά που θα μιλήσουμε, θα μου πει «φίλε, σ’ ένα χρόνο έρχομαι»! Θέλω να πω, ότι είναι στο αίμα μας να θέλουμε να επιστρέφουμε. Φτωχή ή πλούσια η «Ιθάκη», αυτή είναι η πατρίδα μας. Το «ταξίδι» προϋποθέτει αναζήτηση, κίνηση και στο τέλος επιστροφή, αλλιώς δε λογάται για «ταξίδι». Δεν σας κρύβω πάντως πως θα ‘θελα να ζήσω στην Αθήνα, στην γενέτειρα του πολιτισμού που έχει τόσο μεγάλη ιστορία. Και θα εξακολουθώ να το θέλω, έως την πρώτη μέρα που όντως θα το κάνω. Τη δεύτερη μέρα; Θα το έχω ήδη μετανιώσει. Ξεκίνησα προηγουμένως να σας λέω για τον σκοπό που πρέπει να βρει ο καθένας για τον εαυτό του. Δεν βοηθά το να σκορπίζονται οι άνθρωποι – γιατί τότε, ποιος θα μείνει εδώ; Και η μετανάστευση δεν είναι λύση, γιατί πολύ απλά δεν είναι «ταξίδι».

Είναι και ο ελεύθερος σου χρόνος γεμάτος από μουσική ή σου αρέσει να κάνεις κι άλλα πράγματα, Κωνσταντίνε; Η ζωή μου περιτριγυρίζεται γύρω από συζητήσεις, τηλεφωνήματα, ραντεβού για διοργανώσεις πολιτιστικών δρώμενων, παραστάσεις και πρόβες, πρόβες, πρόβες… Αυτά οφείλω να σας πω πως δεν έχουν ωράριο. Ο Πολιτιστικός Όμιλος «Διάσταση», η διαχείριση της Αίθουσας «ΠΛΕΥΣΙΣ», η συνεργασία με το Γραφείο Παραγωγών «Παπαδόπουλος & Σχοινής», το Μουσικό Σύνολο «ἐς ἀεί», η Φιλαρμονική Ορχήστρα Μέσα Γειτονιάς, η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής «ΤρακΆρτ» και βεβαίως τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από αυτά -ο Κώστας, ο Γιώργος, ο Πάρης, η Άντρεα, η Μερόπη, η Αυγή, η Νάταλι και φυσικά η Μελίνα Σχοινή-, είναι ένα δείγμα απ’ τα ονόματα και απ’ όλ’ αυτά που γεμίζουν την καθημερινότητά μου. Η μουσική είναι η Τέχνη του ήχου και του χρόνου και, σε κάθε περίπτωση, χειρίζεται διαφορετικά αυτά τα δομικά της στοιχεία. Όπως η μουσική, λοιπόν, διαχειρίζεται ανάλογα τον χρόνο που χρειάζεται για να παράξει έργο, έτσι εύχομαι κι ο δικός μου, να διαμορφώνεται σαν μια μικρογραφία της.

Κάτι τελευταίο: Το επώνυμό σου είναι πραγματικό ή μας κάνεις πλάκα για να μας εντυπώνεται στο μυαλό και να μην το ξεχνάμε ποτέ; (Γελάει). Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…