Ο αναδυόμενος μουσικός Κυριάκος Κώστα πιστεύει ότι η τέχνη κινεί τον θεατή σε μια αναθεώρηση της πραγματικότητας.

Έχοντας επιστρέψει από τις σπουδές του μόλις το 2020 ο νεαρός συνθέτης, τραγουδοποιός και πιανίστας, φιλοδοξεί να αποτυπώσει έντονα το δικό του χνάρι στο καλλιτεχνικό μας πεδίο. Σημαντικό δείγμα γραφής του Κυριάκου Κώστα είναι η μουσική παράσταση «Έξι και πέντε», την οποία συνεπιμελείται με την Κατερίνα Παράσχου, που φέρνει στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας ένα πρωτότυπο αφιέρωμα στο ελληνικό θεατρικό τραγούδι μέσα από νέες ενορχηστρώσεις. Με όχημα τη δύναμη του συνδυασμού της πέμπτης τέχνης (μουσική) και της έκτης (θέατρο) και στο πλαίσιο της ενότητας Under 30 του φεστιβάλ, αυτή η συλλογική πρωτοβουλία νέων μουσικών παρουσιάζει τραγούδια- σταθμούς της ελληνικής θεατρικής δραματουργίας, αναδεικνύοντας φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα.

Ποιο είναι το στίγμα του ελληνικού θεατρικού τραγουδιού στις μέρες μας; Το στίγμα του ελληνικού θεατρικού τραγουδιού άγγιζε ανέκαθεν κοινωνικές θεματικές, πόσο μάλλον σήμερα. Είναι μια πλατφόρμα που μπορεί να ενεργήσει άμεσα, καθησυχαστικά αλλά και έντονα. Σημαντικό παράδειγμα, που ακούγεται και στην παράσταση μας, είναι το «Τη λένε Εύα» (2016), μια αληθινή ιστορία ενός τρανς ατόμου.  

Πώς αναδεικνύεται η μουσική μέσα από το θέατρο και το αντίστροφο; Δραματουργικά, το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Ακόμη και μια παράσταση χωρίς επιμέλεια μουσικής, η ποιητικότητα και η απόδοση του λόγου και μόνον, εμπεριέχει μουσικότητα. Από την άλλη, τα θεατρικά τραγούδια, ακόμη και η πρωτότυπη μουσική επιμέλεια, αφηγούνται μια ιστορία, αξιοποιούν δηλαδή καθοριστικό χώρο και χρόνο στη θεατρική πράξη. Αφορμή αυτού, η παράσταση μας φέρει τον τίτλο: «ΕΞΙ & ΠΕΝΤΕ», όπου είναι η δύναμη του συνδυασμού της Πέμπτης Τέχνης (μουσική) και της Έκτης Τέχνης (θέατρο).

Ποιο είναι το δικό σου ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τέχνη του θεάτρου; Το θέατρο υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου από πολύ μικρή ηλικία. Θαύμαζα πάντα το πάντρεμα όλων των τεχνών σε μια σκηνή, πιο πολύ όμως θαύμαζα την ενέργεια που προκύπτει από τη σύμπραξη καλλιτεχνών και κοινού σε κάθε παράσταση. Όσο αγαπώ τον κινηματογράφο για την αξία επανάληψης παρακολούθησης (rewatch value), τόσο θαυμάζω το θέατρο για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, τη μοναδικότητα της στιγμής.

Ποια η σημασία του να δίνεται το βήμα της συνέργειας μεταξύ νέων δημιουργών στο πλαίσιο μιας μεγάλης διοργάνωσης; Για τους καλλιτέχνες είναι μια ευχή η αναγνώριση της δουλειάς τους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ακροατήριο, εφόσον αυτή η συνεργασία προκύπτει από μια ποιοτική προετοιμασία, διαδικασία και αποτέλεσμα. Από τη μεριά της Πολιτείας, είναι ένα σημαντικό εφαλτήριο βήμα προώθησης και υποστήριξης καλλιτεχνών, κάτι το οποίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ευκαιριακά, αλλά να καθιερωθεί ως θεσμός σε συχνή βάση.

Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια κατάφεραν ν’ αποτυπωθούν στις συνειδήσεις του κόσμου; Πέρα από τους καταξιωμένους καλλιτέχνες που τα συνέθεσαν, κάνοντας την πορεία μερικών τραγουδιών να συνεχίζει να υφίσταται κι εκτός θεατρικής πράξης, είναι και οι θεματικές με τις οποίες ασχολούνται. Θέματα όπως η κοινωνική ανισότητα, ο ρατσισμός, ακόμη και οι ψυχικές ασθένειες, σε περιόδους που τα πιο πάνω θέματα ήταν ταμπού, προκαλούν έντονες συγκινήσεις και προβληματισμούς. Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη αν καταφέρνει να συγκινεί, «κινεί» ουσιαστικά τον θεατή σε μια αναθεώρηση της πραγματικότητας και μια τέτοια εμπειρία αποτυπώνεται στο υποσυνείδητό του. Τουλάχιστον έτσι συνέβαινε στη δική μου περίπτωση, όντας θεατής. Ακόμη ένα παράδειγμα είναι και η ιστορική συγκυρία πολλών θεατρικών τραγουδιών, απ’ όπου μερικές φορές προέκυπτε και το πολιτικό τραγούδι.

Τι καθιστά ένα τραγούδι διαχρονικό; Η αλήθεια και η ειλικρίνειά του. Επίσης, η ανάγκη του δημιουργού να επικοινωνήσει προς τα έξω δικά του ενδόμυχα συναισθήματα.

Ποιο είναι το όραμά σου για τη μουσική σ’ αυτό το στάδιο της πορείας σου; Όραμά μου είναι η μουσική να είναι καθολικά προσβάσιμη, για να υπάρχει η δυνατότητα να ανακαλύπτεται από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, που να επωφελούνται απ’ αυτή. Όσο για την προσωπική μου πορεία, τον Απρίλιο του 2024 πρόκειται να κυκλοφορήσει ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος, με έξι τραγούδια. Ο δίσκος συνδυάζει τραγούδια σύγχρονης κυπριακής μελοποιημένης ποίησης μαζί με μοντέρνο storytelling.

Τι είναι αυτό που απολαμβάνεις περισσότερο στη δημιουργία; Τη συνύπαρξη με ανθρώπους δημιουργικούς και ορεξάτους. Είναι θαυμαστό το πόσα πράγματα μπορούν να προκύψουν μέσα από μια συνεργασία στην πρόβα, στη σκηνή, στο στούντιο. Τέτοια τριβή και συναναστροφή, μόνο έμπνευση και όραμα για μελλοντική δημιουργία μπορεί να δώσει. Στην περίπτωση της παράστασης μας «ΕΞΙ & ΠΕΝΤΕ», είμαι ευγνώμων στην Κατερίνα Παράσχου, με την οποία κάνουμε από κοινού την καλλιτεχνική επιμέλεια, η οποία μοιράστηκε μαζί μου αυτή την ιδέα. Η ιδέα έγινε πράξη μέσω μιας ώριμης, εποικοδομητικής διαδικασίας σεβασμού μεταξύ μας, που ακόμα και οι αναγκαίες καλλιτεχνικές υποχωρήσεις που γίνονταν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας, αποδείκνυαν τη σημαντικότητα τους στο ευρύτερο μακροπρόθεσμο πλάνο. Έτσι, μια ιδέα ενός ατόμου, κατέληξε να γίνεται παράσταση με 15 εμπλεκόμενους καλλιτέχνες!

Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου μέσα στη μουσική βιομηχανία; Θέλω να μπορώ να είμαι ενεργός, όσο το δυνατόν περισσότερο. Μου αρέσει αυτό που κάνω, αλλά κυρίως μ’ αρέσει να μπορώ να φαντάζομαι μια ιδέα, να την υλοποιώ στην πράξη και να τη φέρνω εις πέρας είτε ως συνθέτης, είτε ως καλλιτεχνικός επιμελητής. Εύχομαι να μπορώ να συνεχίζω να δημιουργώ κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Πόσο απέχουν οι συνθήκες εργασίας για τους καλλιτέχνες του τομέα σου από το ιδανικό; Δεν ξέρω τι μπορεί να θεωρηθεί ως «ιδανικό» σε μια καλλιτεχνική δουλειά, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με τόσο διαφορετικούς καλλιτέχνες, οι οποίοι εκφράζονται ο καθένας ξεχωριστά και τόσο μοναδικά. Είναι μια δουλειά που ξεκινά ατομικά για να καταλήξει συλλογικά. Από την άλλη, την τελευταία δεκαετία, η πολιτεία δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον στο να στηρίξει καλλιτεχνικά δρώμενα και καλλιτέχνες. Πολλές ευκαιρίες διαφόρων ειδών είναι πλέον διαθέσιμες σε ετήσια βάση, όπως μέσω θεσμών και πολιτιστικών οργανώσεων, ή και κρατικών και ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων. Αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα τη λύση βιοπορισμού των καλλιτεχνών, αλλά ένα έναυσμα για καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτό που μας λείπει ως κοινότητα, είναι μια ευρύτερη πολιτιστική στρατηγική, κάτι που θα ήταν καθοριστικός παράγοντας στήριξης από την πολιτεία. Πρωτοβουλίες οι οποίες να εντάσσουν περισσότερους καλλιτέχνες σε πολυεπίπεδη βάση και ταυτόχρονα να απαλλάσσουν την τέχνη από την ευκαιριακή της φύση.

Ελεύθερα, 25.2.2024