Στο πρώτο της βιβλίο, η συγγραφέας συνθέτει μια νουβέλα όπου η κεντρική ηρωίδα μας ταξιδεύει σε εικόνες, ήχους και παραδόσεις μιας εποχής που πέρασε. Λέει πως συμφωνεί με την Βιρτζίνια Γουλφ στο ότι «το παρελθόν είναι όμορφο, επειδή μόνο για το παρελθόν μπορούμε να έχουμε πλήρη συναισθήματα, ποτέ για το παρόν· κι αυτό γιατί ποτέ κανείς δεν αντιλαμβάνεται ένα συναίσθημα τη στιγμή που δημιουργείται».
–Οι ορτανσίες είναι σταθερό σημείο αναφοράς στο βιβλίο σας. Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο; Συχνά οι συγγραφείς λένε ότι ο τίτλος προέκυψε στη διάρκεια της γραφής ή αφού ολοκληρώθηκε το βιβλίο. Στην περίπτωση των «Ορτανσιών», θα μπορούσα να πω ότι ο τίτλος «μου δόθηκε», όπως λέει και Σεφέρης. Ήξερα ευθύς εξαρχής, προτού ακόμα οι σκέψεις γίνουν κείμενο, ότι αυτό θα ήταν ένα βιβλίο για τις ορτανσίες. Παρούσες με διαφορετική κάθε φορά λειτουργία σε όλα τα κεφάλαια, αποτελούν όχι μόνο σημείο αναφοράς, αλλά και βασικό όχημα της μνήμης που διέπει όλες τις ιστορίες.
–Στην αρχή του βιβλίου σας υπάρχει μια φράση της Βιρτζίνια Γουλφ που λέει ότι το «παρελθόν είναι όμορφο». Γιατί; Η Βιρτζίνια Γουλφ λέει πως το παρελθόν είναι όμορφο επειδή μόνο για το παρελθόν μπορούμε να έχουμε πλήρη συναισθήματα, ποτέ για το παρόν· κι αυτό γιατί ποτέ κανείς δεν αντιλαμβάνεται ένα συναίσθημα τη στιγμή που δημιουργείται. Συμφωνώ απόλυτα. Το παρόν, καθώς βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία εξέλιξης, δεν μπορεί να μας δοθεί ολοκληρωτικά ούτε μας επιτρέπει να το κατανοήσουμε πλήρως. Μόνο αφού απομακρυνθούμε από γεγονότα, καταστάσεις, ανθρώπους –όταν όλα γίνουν παρελθόν και φιλτραριστούν μέσα από αυτή την εκπληκτική λειτουργία της μνήμης–, τότε μόνο επεκτείνονται τα συναισθήματα και μπορούμε πλέον να τα αντιληφθούμε σε όλη τους την έκταση και την ένταση.
–Είναι μια συγγραφέας που σας έχει επηρεάσει; Ναι, με έχει επηρεάσει βαθιά και ουσιαστικά. Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι πολύ περισσότερο από μια σημαντική φεμινιστική φωνή, όπως για δεκαετίες την παρουσίαζε η κριτική· είναι μια από τις σπουδαιότερες πένες της εποχής της, που στέκεται επάξια δίπλα στους άλλους δύο μεγάλους που σφράγισαν με την παρουσία τους τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, τον Μαρσέλ Προυστ και τον Τζέιμς Τζόις. Τη γνώρισα σχετικά νωρίς, ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια, αλλά άρχισα να τη διαβάζω συστηματικά ως φοιτήτρια στο Λονδίνο, και ήταν τότε που ένιωσα για πρώτη φορά την επιθυμία να γράψω. Από τότε επανήλθα πολλές φορές στα βιβλία της –ειδικά στο Mrs Dalloway, που αποτελεί για μένα ένα κορυφαίο έργο– και πάντα με την ίδια έκπληξη και θαυμασμό, και με την ίδια ακατανίκητη δημιουργική επιθυμία. Με γοητεύει ο λόγος της, οι παύσεις της, η ροή της συνείδησης που χαρακτηρίζει τη γραφή της, αλλά και το θέμα της τρέλας στο έργο της, το οποίο απασχολεί κι εμένα και διαδραματίζει έναν ουσιαστικό ρόλο στις «Ορτανσίες».
–Τι ενέπνευσε τις ιστορίες σας; Βασίζονται σε αληθινά γεγονότα; «Οι Ορτανσίες» είναι μυθιστορία, αν και το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο του βιβλίου είναι ασφαλώς πραγματικό, και μάλιστα προσπάθησα να είναι όσο το δυνατό ρεαλιστικό. Όσον αφορά τα πρόσωπα, αποτελούν και αυτά προϊόν μυθοπλασίας. Από εκεί και πέρα, βέβαια, κανείς που γράφει δεν μπορεί να στήσει μια καλή ιστορία ή να σκιαγραφήσει έναν ήρωα πάνω στο κενό. Αναπόφευκτα, τα βιώματα, οι μνήμες, τα διαβάσματα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, ό,τι τέλος πάντων συνιστά την εμπειρία του συγγραφέα, εμπλέκονται σ’ αυτή τη δημιουργική δίνη. Αυτά είναι που ενεργοποιούν τους μηχανισμούς της γραφής. Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ έλεγε «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», εννοώντας ότι τη δημιούργησε κτίζοντας πάνω σε ένα υλικό που γνώριζε και που υπήρχε ήδη μέσα του. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσα και εγώ να πω ότι η Ελένη, η βασική ηρωίδα μου, είμαι εγώ και οι ιστορίες της αποτελούν θραύσματα της δικής μου ιστορίας.
–Αυτό είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι σας οδήγησε στη συγγραφή; Οι ψυχολογικοίμηχανισμοί που εκβάλλουν στη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου παραμένουν για μένα εν πολλοίς ανεξιχνίαστοι. Παρόλα αυτά, υποθέτω πως με οδήγησε σε αυτό το βιβλίο η ανάγκη μιας βαθύτερης δημιουργικής έκφρασης που δεν την κάλυπτε η μέχρι τώρα επιστημονική και άλλη συγγραφική μου δραστηριότητα.
–Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με τη μικρή φόρμα της νουβέλας; Μου αρέσει η μικρή φόρμα και πάντα έτεινα προς αυτή, καθώς συνάδει νομίζω με την ελλειπτικότητα και την υπαινικτικότητα που χαρακτηρίζει εν γένει τη σκέψη μου και τη γραφή μου. Η μικρή φόρμα του διηγήματος ή της νουβέλας σε αναγκάζει να προσαρμοστείς σε μια οικονομική γραφή. Ταυτόχρονα, προσφέρει τη δυνατότητα μεγαλύτερης έντασης και πυκνότητας από αυτή του μυθιστορήματος, ενώ επιτρέπει στον δημιουργό που αγαπά τις προκλήσεις να επενδύσει στον ρυθμό και τη γλώσσα και να πειραματιστεί με ποιητικούς τρόπους και τεχνικές, επειδή ακριβώς αυτό το είδος δράττεται της στιγμής και μπορεί να λειτουργήσει ακαριαία, όπως και η ποίηση. Πρόκειται φυσικά για ένα απαιτητικό είδος, έστω κι αν η περιορισμένη έκταση ενδεχομένως να ξεγελά, το οποίο, ας μην ξεχνάμε ότι καλλιεργήθηκε και άνθισε στα χέρια κορυφαίων τεχνιτών του λόγου όπως ο Μωπασάν, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Πούσκιν, ο Τσέχοφ και φυσικά, οι δικοί μας, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός, αλλά και ο κατά πολύ νεότερός τους Γιώργος Ιωάννου, στον οποίο ομολογώ ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία.

«Οι Ορτανσίες»
Εκδόσεις Βακχικόν
Σελίδες 76
Τιμή 12,35