Ξεφυλλίζουμε μαζί με τη Βάντα Οικονόμου το βιβλίο «Νικόλας Οικονόμου: Η αναπάντεχη φυγής μιας ιδιοφυίας». Εν είδει αφιερώματος στον δεξιοτέχνη του πιάνου, φλογερό κοσμοπολίτη και εραστή της ζωής, Νικόλα Οικονόμου, φυλλομετρούμε αυτή τη βιογραφική κατάθεση και επιλέγουμε ενδεικτικά αποσπάσματα που σκιαγραφούν την πορεία του, από τα παιδικά του χρόνια, την περίοδο των σπουδών στη Σοβιετική Ένωση και την επακόλουθη περίοδο στη Γερμανία.

Θα είχε γραφτεί διαφορετικά άραγε η ιστορία της μουσικής δραστηριότητας και των πολιτιστικών δρώμενων στην Κύπρο αν το μοιραίο βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου 1993 ο Νικόλας Οικονόμου δεν έχανε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κατηφορίζοντας τη στροφή της Κακορατζιάς; Το υποθετικό αυτό ερώτημα μοιάζει να μην έχει αντίκρισμα, αλλά ίσως τροφοδοτεί μια συζήτηση σχετικά με την εκτίμηση του έργου και της προσφοράς του, δημιουργώντας συνειρμούς για τη σημασία της πολιτιστικής δημιουργίας και τη διαχρονική ανάγκη στήριξής της.

Η Βάντα Οικονόμου, πρώτη εξαδέλφη του αείμνηστου κορυφαίου πιανίστα και συνθέτη, έχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα και μάλιστα είναι το σημείο εκκίνησης για το βιβλίο που εξέδωσε πριν από μερικούς μήνες, με αφορμή τα 30 χρόνια από την απώλεια του 40χρονου, τότε, Νικόλα.

Η Βάντα Οικονόμου.

Το βιβλίο με τίτλο «Νικόλας Οικονόμου: Η αναπάντεχη φυγή μιας ιδιοφυίας» (εκδόσεις Διόραμα) αποτελεί την πρώτη βιογραφία του. Λόγω οικογενειακής εγγύτητας, η επίσης μουσικός και δασκάλα Βάντα Οικονόμου έζησε από κοντά τον αδικοχαμένο καλλιτέχνη και ανασύρει από τη μνήμη και το πολύτιμο αρχείο της, πολύτιμες πληροφορίες, τις οποίες καταθέτει.

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Ο Νικόλας Οικονόμου αγαπούσε πολύ την Κύπρο και όραμά του ήταν να την εντάξει στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Παρακολουθούσε από κοντά τα καλλιτεχνικά δρώμενα στην πατρίδα του, διέκρινε τις αδυναμίες και την ολιγωρία των αρμοδίων σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό και συχνά τοποθετούνταν. «Αν ζούσε σήμερα, σίγουρα θα είχε διαμορφωθεί διαφορετικά το τοπίο στη μουσική και πολιτιστική ζωή της Κύπρου» επισημαίνει στον Φιλελεύθερο η Βάντα Οικονόμου.

Όπως σημειώνει στο βιβλίο, «ο Νικόλας έφτασε νέος στην κορυφή και νέος έφυγε από τούτην τη ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε. Η απώλειά του δημιούργησε όμως ένα πραγματικό μουσικό κενό στην Κύπρο».

Παιδικά γενέθλια στο σπίτι Γιώργου Οικονόμου. Από αριστερά: Μπόρις & Εύα Πρωτοπαπά, Νικόλας, Αριάννα, Πανίκος.

Η σχέση της με τον Νικόλα ήταν αδελφική. «Πέρα από τα πολλά θέματα που μάς ένωναν, πάνω απ’ όλα ήταν η μουσική. Είχαμε πνευματική και ψυχική ταύτιση. Θυμάμαι όταν του έπαιξα για να μου δώσει γνώμη, μού είπε ότι για να γίνω καλύτερη δεν πρέπει να παίζω μηχανικά. Ν’ ακούω και να χαίρομαι αυτό που παίζω. Έτσι θα έχεις, μου είπε, καλύτερη επικοινωνία και ο κόσμος δεν θα βαριέται.»

Η Βάντα Οικονόμου, τονίζει ότι έγραψε το βιβλίο αυτό από θαυμασμό και αγάπη, καθώς θεωρούσε την περίπτωση του Νικόλα Οικονόμου ένα θαύμα: «Ένας πιανίστας με σπάνια προσόντα, με εξαιρετική δεξιοτεχνία και μουσικότητα. Μια μεγάλη ψυχή που κατανοούσε το νόημα και το πνεύμα της μουσικής. Κατανοούσε και αναδείκνυε τον κάθε συνθέτη, λες και τον γνώριζε από πάντα. Δεν αντέγραψε ποτέ κανένα και είχε τη δική του ‘φωνή’. Συνέθετε μουσική και την έπαιζε αυτοστιγμεί. Άφθαστος και αστείρευτος στον αυτοσχεδιασμό. Γι’ αυτό, ίσως δεν άφησε πολλές σημειογραφημένες συνθέσεις. Ήταν ένας φιλόσοφος, ποιητής, ηθοποιός, μαέστρος, μουσικός και γι’ αυτό η επικοινωνία της τέχνης του ήταν άμεση και άριστη».

Μιλώντας σχετικά με την ανάγκη περαιτέρω ανάδειξης του έργου του, η Βάντα σημειώνει ότι θα μπορούσε να ψηφιοποιηθεί ολόκληρο. «Πολλές ηχογραφήσεις του έμειναν κλεισμένες σε συρτάρια και οι ερευνητές δεν έχουν ακόμα αξιολογήσει τις συνθέσεις του. Τα λίγα έργα του που κυκλοφόρησαν είναι καλό ν’ αρχίσουν να παίζονται κι από τους φοιτητές μας κι από τις ορχήστρες μας».

Τα παιδικά χρόνια

Ο Νικόλας δέκα ετών διευθύνει τη μαθητική ορχήστρα της Ελληνικής Μουσικής Ακαδημίας, 1963.

»Ο Νικόλας Οικονόμου γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1953. Ήταν το πρώτο παιδί της Χαρίκλειας Φυλακτού και του Γιώργου Οικονόμου. […] Παρόλο που ο Γιώργος και η Χαρίκλεια Οικονόμου ήταν αυτοδημιούργητοι, αγαπούσαν τόσο πολύ τη μουσική, που φρόντισαν ώστε τα παιδιά τους να έχουν μουσική παιδεία. Εκτός από τον Νικόλα απέκτησαν ακόμα δυο παιδιά, τον Πανίκο (1955), μηχανικό ακουστικής και ντράμερ και την Τάνια Οικονόμου (1958-2022), πιανίστρια και μουσικοπαιδαγωγό.

» Ο μικρός Νικόλας ήταν ένα παιδί όλο ζωντάνια, έξυπνο και χαρούμενο. Οι γονείς του, μέσα από την καθημερινή του έκθεση στον όμορφο κόσμο της μουσικής, ευτύχησαν, από την κούνια του ακόμη, να παρακολουθούν τις αντιδράσεις του που ξεκινούσαν από χαρά και κάλυπταν όλο το φάσμα της συγκινησιακής κλίμακας μέχρι και το κλάμα. Ήταν γεννημένος ακροατής εκείνων των μελωδικών ήχων. Η μητέρα του έλεγε συχνά, πως από βρέφος ταραζόταν με τις συγκινητικές μελωδίες. Ο πατέρας αγόραζε δίσκους και τους άκουγαν στο γραμμόφωνο. Όταν η τεχνολογία προόδευσε, ο Γιώργος έσπευσε και αγόρασε τον δισκοφόρο, το λεγόμενο τότε πικάπ.

» Σε ηλικία πέντε χρόνων, ο Νικόλας άρχισε μαθήματα πιάνου με τη μητέρα μου Ρίτσα Αντωνιάδου- Οικονόμου, η οποία καταγόταν από το Κτήμα της Πάφου. Το παράδοξο είναι πως στην αρχή δεν ήθελε να μάθει πιάνο. Ήθελε να μάθει βιολί ή ακορντεόν. Οι γονείς του τον είχαν συμβουλέψει ν’ αρχίσει πρώτα με το πιάνο και μετά να αποφασίσει σε ποιο όργανο θα ειδικευόταν. Μάθαινε με μεγάλη ευκολία και συχνά έλεγε: ‘Μάθαινα πιάνο χωρίς πιάνο’. Ό,τι άκουγε, το έπαιζε και μετέτρεπε τα κομμάτια του αυτόματα σε άλλη κλίμακα. Ήταν πασιφανές πως αυτό το παιδί είχε μεγάλο ταλέντο. Ευτυχώς, οι γονείς του το κατάλαβαν από νωρίς και αμέσως διευθέτησαν μια συνάντηση με τον μουσουργό και φίλο της οικογένειας, Σόλωνα Μιχαηλίδη. […] Μένοντας κατάπληκτος, ο Σόλων είπε στους γονείς του: ‘Αυτό το παιδί είναι μια ευλογία. Είναι καλά να προχωρήσει με καθηγητή τον Γιώργο Αρβανιτάκη’.

» Με την εγγραφή του στην τάξη του Γιώργου Αρβανιτάκη, η πρόοδός του υπήρξε αλματώδης. Παράλληλα έκανε μαθήματα θεωρητικών με τον καθηγητή μουσικής Λέανδρο Σίταρο (1927-1984), μαέστρο της χορωδίας του συλλόγου ‘Μότσαρτ’ και κατόπιν ιδρυτή της χορωδίας ‘Πνευματική Στέγη’. […] Από την άλλη, ο Αρβανιτάκης είδε κι εκτίμησε το ταλέντο του Νικόλα και συναισθανόμενος τη μεγάλη του ευθύνη απέναντι σε τέτοιο μαθητή, έκανε το παν για να αντιμετωπίσει με σωστό τρόπο την πιανιστική τέχνη, ώστε να καλλιεργηθεί ο σεβασμός και η σοβαρότητα προς τη μελέτη του πιάνου. Τον αγαπούσε τόσο, που του έδωσε την απαιτούμενη προσοχή και φροντίδα ως παιδαγωγός, αλλά και ως πατέρας.

Ο Νικόλας Οικονόμου, 11 ετών, δέχεται το Α΄ βραβείο του Πανελλήνιου διαγωνισμού πιάνου Καίτης Παπαϊωάννου, Αθήνα, 1964.

» Όταν ο Νικόλας προχώρησε αρκετά, το πιάνο έγινε παιγνιδάκι στα χέρια του. Ο ένας αυτοσχεδιασμός μετά τον άλλον. Μέσα σε λίγο χρόνο έστηνε σωστές παραστάσεις. Μέχρι και την ηλικία των 13 ετών υποκαθιστούσε όλα τα παιδικά παιγνίδια παίζοντας πιάνο. Όχι γιατί δεν μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο με τους συμμαθητές του, αφού του άρεσε πολύ, αλλά γιατί το ηχόχρωμα του πιάνου και το θεατρικό του ταλέντο, απέδιδαν θαυμάσια ό,τι θα βίωνε εμπειρικά με τα παιγνίδια. […] Ο Νικόλας ήταν εξωστρεφής, ζωηρός, με πολλή φαντασία και είχε πολλή αυτοπεποίθηση. Ήταν και το κέντρο προσοχής, όχι μόνο από τους γονείς του, αλλά και από όλη την οικογένεια. Όταν επρόκειτο να φύγει για σπουδές στη Ρωσία, μας είχε αφιερώσει εμένα και της αδελφής μου μια φωτογραφία που έγραφε: ’για να θυμάστε τον γόη Νικόλα Οικονόμου’.

Ο Νικόλας, 11 ετών, πριν φύγει για τη Μόσχα, με την αφιέρωση που έγραψε ο ίδιος στις ξαδέλφες του Βάντα και Αριάννα (Ντορέττα).

Η μετάβαση στη Μόσχα

» Ο πατέρας του Νικόλα είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες, για να του εξασφαλίσει θέση στην Ειδική Μουσική Σχολή του Κονσερβατορίου Τσαϊκόφσκι. […] Επειδή ο ίδιος είχε στερηθεί το προνόμιο να σπουδάσει μουσική που ήταν η μεγάλη του αγάπη, κινητοποιήθηκε με ιδιαίτερη θέρμη για να πετύχει ο γιος του θέση σπουδών αντίστοιχη με την αξιολόγηση ειδικών όπως ο Σόλων Μιχαηλίδης. Ο Νικόλας πέτυχε τελικά θέση στην Ειδική Σχολή στη Μόσχα με υποστήριξη του αιτήματος από το ΑΚΕΛ και με τη μεσολάβηση του Αρχιεπισκόπου και τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακαρίου Γ’. […] Έτσι, την επόμενη σχολική χρονιά, τον Σεπτέμβρη του 1965, ο Νικόλας Οικονόμου παρουσιάστηκε στην Ειδική Μουσική Σχολή του Κονσερβατορίου Τσαϊκόφσκι της Μόσχας, και στα 16 του έγινε δεκτός στο ίδιο Κονσερβατόριο ως κανονικός φοιτητής. Εκεί μαθήτευσε σε ξεχωριστούς καθηγητές, όπως η Νίνα Εμελιάνοβα και η Ρίμα Χανάνινα. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σύνθεσης με τον Βλαντισλάφ Ζολοτάριοφ.

Ο Νικόλας στην ειδική σχολή του Κονσερβατορίου Τσαϊκόφσκι, π. 1966-67.

» Ως ο μικρότερος Κύπριος φοιτητής, οι Κύπριοι φοιτητές άλλων σχολών τον είχαν στην έγνοια τους. Για τον μικρό Νικόλα μεριμνούσε και ο Αντώνης Βάκης, Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Μόσχα, όταν Πρέσβης ήταν τότε ο Λεύκος Γεωργιάδης. […] Φεύγοντας από την πατρίδα και το σπίτι του δώδεκα ετών, ήταν αναγκασμένος να προσαρμοστεί σε συνθήκες που μόνο ένας ώριμος φοιτητής θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Παρόλ’ αυτά, ανάμεσα σε συνομήλικούς του προσαρμόστηκε εύκολα.

» Όποτε ερχόταν στην Κύπρο, έπαιζε το πρόγραμμα που ετοίμαζε στη Σχολή του. Ο θείος Γιώργος έκανε από προηγουμένως τα διαβήματα να κλείσει αίθουσα για το κάθε ρεσιτάλ του Νικόλα, που συνήθως δινόταν στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. […] Όλοι τρίβανε τα μάτια τους και δεν πιστεύανε στ’ αυτιά τους. Μια μεγάλη αλλαγή. Η Ρωσική Σχολή, με τις υψηλές απαιτήσεις της σε ταχύτητες, αλλά και σε ερμηνείες, έκαναν τον Νικόλα να αφήνει κάθε φορά τους πάντες άναυδους. […] Έπαιζε με όλο του το είναι. Η μουσική ανέβλυζε από μέσα του. Είχε όλα τα χαρίσματα ενός μεγάλου μουσικού- πιανίστα: τέλειο αυτί, καταπληκτική μνήμη, αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία.

Η εγκατάσταση στο Μόναχο

» Ήθελε να αισθάνεται ελεύθερος και να είναι ο εαυτός του. Δεν προσποιήθηκε ποτέ του και όταν κατάλαβε ότι κάποιοι προσπαθούσαν να τον ελέγχουν και να τον κατευθύνουν όπου ήθελαν αυτοί, τόλμησε κι έκανε ριζοσπαστικές αλλαγές, γνωρίζοντας ότι κάποιους θα στενοχωρούσε. Όταν ένιωσε ότι τον παρακολουθούσαν, αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του και να εγκαταλείψει το κονσερβατόριο και τη Μόσχα. Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε το καλοκαίρι του 1972. Όλοι που ακούσαμε αυτό το νέο, στενοχωρηθήκαμε, ιδιαίτερα η οικογένειά του. Κανείς όμως δεν τόλμησε να τον αποτρέψει. Έτσι έφυγε και πήγε, αρχικά σε μια φιλική οικογένεια που έμενε στο Ντίσελντορφ. Πολύ σύντομα έκανε το επόμενο βήμα και πήγε στο Μόναχο. Χρειαζόταν όμως άδεια παραμονής κι έτσι αναγκάστηκε να γραφτεί ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στο Μόναχο είχαν αρχίσει σιγά- σιγά να πληθαίνουν οι γνωριμίες του καθώς και οι συναυλίες του στον κόσμο της βαυαρικής κοινωνίας. Πολλοί άρχισαν να επιζητούν την παρέα του, τον προσκαλούσαν σε συγκεντρώσεις, ενώ πολλοί φοιτητές, αλλά και πιανίστες πήγαιναν κοντά του για μαθήματα. Τον είχαν γνωρίσει φτασμένοι και μεγάλοι πιανίστες, όπως η Μάρτα Άρχεριτς (γ. 1941), η γνωριμία της οποίας τον ανέβασε στα ύψη της επιτυχίας.

Εξώφυλλο Ψηφιακού δίσκου με την Μάρτα Άρχεριτς με την εταιρία Deutsche Grammofon. DG  410 616 2, 1983.

» Μετά γνώρισε την Ελληνοαμερικανίδα Μαρίτσα Σιρίγκος, την οποία νυμφεύθηκε το 1975. Η απόφασή του να δημιουργήσει οικογένεια πριν ακόμη βρει τα πόδια του, προκάλεσε και πάλι κάποια ανησυχία στην οικογένεια. Σκέφτονταν όλοι μήπως αυτή του η απόφαση έμπαινε εμπόδιο στην καριέρα του και τα παρατούσε. Η Μαρίτσα ήταν πολύ καλή κοπέλα και τον αγάπησε πραγματικά. Εγκαταστάθηκαν στο Μόναχο και σε λίγο καιρό, τον Απρίλη του 1976, γεννήθηκε η κόρη τους η Σεμέλη. Την ίδια χρονιά, με μια μεγάλη του επιτυχία στην αίθουσα Herkulessaal του Μονάχου, ο Νικόλας έκανε τον κόσμο να μιλά γι’ αυτόν. Μόλις είχε γίνει πατέρας και ανοιγόταν μπροστά του ο δρόμος των επιτυχιών και της σταδιοδρομίας του. Χωρίς τη στήριξη και τη συμπαράσταση της συζύγου του, θα δυσκολευόταν κάπως να τα φέρει βόλτα με την οικογένεια και συγχρόνως με την καριέρα του.

Η Σεμέλη Οικονόμου με τη μητέρα της, Μαρίτσα, 1984.

» Το 1982, μαζί με την Μάρτα Άρχεριτς (1941-) και τον Τσικ Κορία (1941–2021) ίδρυσαν το Klaviersommer, το Καλοκαιρινό Φεστιβάλ Μονάχου. Θεώρησα πολύ τυχερό τον εαυτό μου, που το 1984 παρακολούθησα αυτό το Φεστιβάλ. Όταν έμαθα πως προσκεκλημένος καλλιτέχνης θα ήταν ο πιανίστας Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, ενθουσιάστηκα τόσο, που άρχισα να κάνω όνειρα και σχέδια να πάω στο Μόναχο για να τον ακούσω.[…] Το να βρεθείς σε ένα τέτοιο μεγάλο πνευματικό κέντρο, όπως το Μόναχο και ιδιαίτερα κοντά στο Νικόλα που άρχισε να γίνεται γνωστός στη Γερμανία με την τόση δραστηριότητα που είχε αναπτύξει, ήταν κάτι το ασύλληπτο για μένα. […] Πέραν από τις επαγγελματικές ασχολίες του, στις λίγες μέρες που έζησα στο σπίτι του, είχα την ευκαιρία να ζήσω από κοντά την καθημερινότητά, τη ζωή του καλλιτέχνη, συζύγου και πατέρα Νικόλα Οικονόμου.

Τα αδέλφια Νικόλας και Πάνος Οικονόμου στο Μόναχο το 1981-2 όταν γυριζόταν το ντοκιμαντέρ «Kreisleriana» του Klaus Voswinkel, στο ελληνικό εστιατόριο του Δημήτρη.

» Το διαμέρισμα της οικογένειας βρισκόταν στην Lindwurm Strasse. […] Από μακριά μπορούσα να ξεχωρίσω το παίξιμό του. Η μουσική του σαν χείμαρρος. Τα χρώματα που έβγαζε με το παίξιμό του, πλημμύριζαν τις ψυχές με συναισθήματα. Με το άγγιγμα των δακτύλων του στα πλήκτρα του πιάνου, έβγαιναν οι πιο βελούδινοι ήχοι, αλλά και οι πιο ρωμαλέοι. Με τη ‘χερούκλα’ του, με τα χοντρά δάκτυλα και τα ‘ψωμάκια’ στην παλάμη και με τον ευαίσθητο τρόπο που άγγιζε τα πλήκτρα και με τον τρόπο που ένωνε τις μουσικές φράσεις, με τις μεταπτώσεις και τη μαγική σιωπή στις παύσεις, σου έκοβαν την ανάσα. […] Παρόλα αυτά παρέμενε ένα παιδί, χωρίς να συνειδητοποιεί το καλλιτεχνικό του ανάστημα. Επικοινωνούσε με ανεπανάληπτο αυθορμητισμό, πάντα θερμό και γεμάτο αγάπη, με χαμόγελο και ξεχωριστό χιούμορ. Την ημέρα όμως που θα είχε συναυλία, χαλούσαν τα κέφια του. Ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος σε αυτό που θα έκανε. Ένιωθε μεγάλη ευθύνη.

Ο Νικόλας μαζί με τους Ρόντιον Σιεντρίν και Τσικ Κορέα, 1983.

O χαρακτήρας και η προσωπικότητά του

» Ήταν ένας αυθεντικός αγωνιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης. […] Άνθρωπος ευαίσθητος με παιδική ψυχή, αυθόρμητος, ευθύς και ειλικρινής. Είχε μια ωριμότητα ασυνήθιστη σε νέους της ηλικίας του. Δεν άντεχε τα ‘πρέπει’ και τον καθωσπρεπισμό. Προσπαθούσε με τη λογική να φέρει σε ισορροπία και αρμονία τον χείμαρρο των συναισθημάτων μέσα του. Ζούσε έντονα την κάθε στιγμή. Αγαπούσε τη ζωή και δεν φοβόταν τον θάνατο. Ήθελε να ζήσει περισσότερες ζωές μέσα σε μία, και το κατάφερε. Ήθελε να μελετήσει φυσική, αστρονομία και όλα τα φαινόμενα. Ήθελε να δημιουργήσει και σε άλλους τομείς εκτός της μουσικής, όπως την επιστήμη, τη φιλοσοφία.

» Μιλούσε με όλους, είτε ήταν επώνυμοι είτε ανώνυμοι. Απλός και καταδεχτικός, δεν σνόμπαρε κανένα. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Κύπρο, έπαιζε με το ίδιο ενδιαφέρον και με την ίδια σοβαρότητα, όπως όταν θα έπαιζε στις μεγάλες αίθουσες μουσικών μεγάρων του κόσμου. Για εκείνον, πάνω απ’ όλα ήταν η τέχνη, που έχει ως στόχο και σκοπό την επικοινωνία. Η τέχνη είναι προσφορά, είναι αγάπη και δεν χωράνε ζήλειες και πάθη. Όποιος ζηλεύει, βάζει φραγμό στην πρόοδο του και στην ευτυχία του! Η μουσική είναι επίσης επιστήμη και όλες οι επιστήμες, μαζί με τη θρησκεία, ερευνούν την Αλήθεια.

Διπλωματικές εξετάσεις πιάνου Νικόλα Κωσταντίνου. Τάνια Οικονόμου, Γιώργος Αρβανιτάκης, Νικόλας Οικονόμου, Βάντα Οικονόμου- Κωνσταντίνου.

» Είχε πολλά ακόμη κατά νουν να κάνει ο Νικόλας, αλλά δεν πρόλαβε να τα υλοποιήσει. Σχεδόν όλες τις πρωτότυπες ιδέες του τις έχουν αντιγράψει σε όλο τον κόσμο. Έφερε καινοτομίες στον τομέα της μουσικής. Κατόρθωσε να σμίξει την κλασική με τη σύγχρονη και τη μοντέρνα. Επιθυμία του ήταν να κάνει τη μουσική πιο προσιτή στον απλό κόσμο. […] Στο Μόναχο, για να κάνει τους νέους ν’ αγαπήσουν την κλασική μουσική, έκανε μαραθώνιες συναυλίες, που ξεκινούσαν από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, και σ’ αυτές λάμβαναν μέρος καλλιτέχνες της ποπ, της τζαζ και της κλασικής μουσικής. Παρουσιαζόταν απλά ντυμένος με το τζιν και τη φανελίτσα που είχε πάνω τη μοιρασμένη Κύπρο και το ‘Δεν ξεχνώ’. Είχε αναιρέσει τις τυπικότητες, απλοποίησε τα πράγματα κι’ έστελνε το μήνυμα ότι όλοι μπορούν να καταλάβουν τη μουσική, φτάνει ν’ ανοίξουν την καρδιά τους. […] «Δεν είναι το τι παίζεις, αλλά το πώς το παίζεις!», έλεγε.

» Τον Νικόλα, αν και έξι χρόνια μικρότερο μου, τον έβλεπα ως καθηγητή μου. Κάθε επαφή μαζί του προσλάμβανε διαστάσεις διδασκαλίας με χαρακτήρα συμβουλευτικό. Τον χρόνο που ετοιμαζόμουν να δώσω τις διπλωματικές μου εξετάσεις στο πιάνο, βρέθηκε στο σπίτι μου. Ήταν τέλη Ιανουαρίου του 1969, καιρός των διακοπών του στην Κύπρο, και με την ευκαιρία που βρεθήκαμε, του έπαιξα αρκετά κομμάτια από το πρόγραμμά μου. Μετά την ακρόαση μού έδωσε τις συμβουλές του: ‘Όταν παίζεις να απολαμβάνεις και να χαίρεσαι τη μουσική. Να ακούς και να προσέχεις τον ήχο και να οδηγείς τον ακροατή. Αν δεν ακούς και δεν χαίρεσαι τη μουσική, τότε την ίδια στιγμή δεν θα σε ακούει, ούτε θα χαίρεται ο ακροατής. Θα βαρεθεί, θα σκέφτεται άλλα πράγματα. Όταν πατάς το χέρι σου στο πιάνο, άφηνε το πλήκτρο να κατεβαίνει καλά ως κάτω και να ενώνεις τον ήχο όπως όταν ζυμώνεις. Να πατάς με το βάρος του χεριού, με τον καρπό του χεριού…’

Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του Νικόλα Οικονόμου με τον Νικόλα Κωσταντίνου στην οικία της Βάντας Οικονόμου- Κωνσταντίνου.

Με δικά του λόγια

«Οι τέχνες βασικά είναι το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας. Η μουσική είναι η ανώτερη των τεχνών, η μουσική είναι η φωνή του Θεού, διότι υπάρχουν τρισεκατομμύρια στοιχεία, τα οποία τριγυρνούν το ένα γύρω από το άλλο, χωρίς ποτέ να κτυπούν, όπως ακριβώς συμβαίνει στο σύμπαν. Όποιος καταλάβει τη μουσική, καταλαβαίνει πολλά. Όταν καταλαβαίνεις πολλά και νοιώθεις αυτή την αγάπη, δεν μπορείς παρά να υποφέρεις με τη δυσαρμονία που βλέπεις τριγύρω σου.» (Ο Φιλελεύθερος, 7 Νοεμβρίου 1993).

«Να σας πω ειλικρινά. Όταν παίζω σε παραστάσεις, ο Νικόλας Οικονόμου δεν υπάρχει. Δηλαδή όταν μελετώ είναι διαφορετικά, διότι όταν μελετάς ένα κομμάτι, πρέπει να το αναλύεις. Φυσικά συνδέεσαι με αυτό το πράγμα, αλλά πρέπει να το δουλέψεις κιόλας και αυτός που το δουλεύει, είσαι εσύ ο ίδιος. Αλλά στην παράσταση και είναι όλα έτοιμα, από τη στιγμή που θ’ αρχίσω να παίζω τη μουσική, είναι σαν να μην υπάρχω, δηλαδή δεν υπάρχω… πραγματικά δεν υπάρχω! Δεν ξέρω, υπάρχει αυτή η μουσική που μπαίνει μέσα και μεταδίδεται πάρα κάτω». (ΡΙΚ, Νοέμβριος 1993)

Ελεύθερα, 12.1.2025