Η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ μιλά εκ πείρας για το ενδεχόμενο δημιουργίας μουσείου σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο και προτρέπει: «Μην κάνετε κάτι τόσο μεγάλο που δεν θα μπορείτε να το διαχειριστείτε.»

Η φιλοξενία στη Λευκωσία από τη Λεβέντειο Πινακοθήκη διάλεξης μιας εκ των κεντρικών φυσιογνωμιών του ευρωπαϊκού επιμελητικού και μουσειολογικού πεδίου με θέμα τον ρόλο των μουσείων σε μια εποχή κρίσεων, ανοίγει μια συζήτηση με ξεχωριστή βαρύτητα για το μέλλον της μουσειακής πολιτικής στο νησί. Έχοντας ζήσει και εργαστεί για χρόνια στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, ανέλαβε το 2021 την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο μέσα σε τρία μόλις χρόνια έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο ζωντανά και εξωστρεφή της Μεσογείου, γεμάτο από επισκέπτες. Η σχέση της με την Κύπρο έγινε πιο στενή όταν συνεπιμελήθηκε με τον Τούρκο θεωρητικό Έρντεν Κόσοβα το πρότζεκτ «Leaps of Faith», που κατέλαβε για λίγο την Πράσινη Γραμμή κι «ένωσε» καλλιτεχνικά τη διαιρεμένη πρωτεύουσα. Όπως λέει, τότε συνειδητοποίησε πόσα λίγα γνώριζε για την Κύπρο. Στο περιθώριο της επίσκεψής της, βρήκαμε την ευκαιρία για μια κατ’ ιδίαν συνέντευξη, όπου μιλά για τη σημασία της ιστορικής αυτογνωσίας, για τη βιωσιμότητα των μουσείων και απευθύνει συγκεκριμένες προτροπές για το πώς- και το γιατί- της δημιουργίας μιας κρατικής υποδομής στην Κύπρο που θα είναι σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη τέχνη.

Δυσκολεύεται η σύγχρονη ελληνική τέχνη να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως μέρος του βαλκανικού πολιτιστικού τοπίου; Ίσως έχει μια δυσκολία ταύτισης με τη βαλκανική της συγγένεια. Οι συμπεριφορές μας και οι πολιτιστικές μας καταβολές έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Απλώς η ελληνική συνείδηση, λόγω του ότι η Ελλάδα δεν πέρασε στη συνθήκη του σοσιαλισμού, είχε πάντα στραμμένο το βλέμμα προς τη Δύση, αγνοώντας ή και υποτιμώντας τους γειτόνους μας. Αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, η οικοδόμηση του οποίου έγινε με βάση το ευρωπαϊκό ιδεώδες. Η συγκρότησή του έγινε υπό την επιρροή των ξένων δυνάμεων και Βαυαρών αρχιτεκτόνων, επιχειρηματιών κ.ο.κ. Αυτοί είχαν κατά νου μία μυθική ιδέα της Ελλάδας, με τις ρίζες βαθιά στην κλασική αρχαιότητα. Σαν να μη μεσολάβησε Βυζάντιο, Μεσαίωνας, Οθωμανική Εποχή. Αυτό έχει να κάνει και με την κατασκευή των κυρίαρχων ιστοριών. Δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Η κυρίαρχη ιστορία προβάλλει το αφήγημα που την εκάστοτε στιγμή συμφέρει την ατζέντα που συνόδευε τους ανθρώπους που είχαν την οποιαδήποτε εξουσία. 

Χρειαζόμαστε μια νέα «γεωγραφία» αναφοράς για να κατανοήσουμε πού βρισκόμαστε; Στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο, μάς έχουν προβάλει μια άποψη της ιστορίας η οποία δεν είναι απόλυτα αληθής σε σχέση με το πού βρισκόμαστε σήμερα. Είναι μονομερής. Αυτή η έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας, περνά και στα καλλιτεχνικά και δη στα εικαστικά. Πολλοί καλλιτέχνες ασχολούνται με το τι συμβαίνει στον έξω κόσμο (πράγμα όχι απαραίτητα κατακριτέο), μα αγνοούν όσα συμβαίνουν στο ίδιο τους το κατώφλι. Κρίνοντας από το τι γίνεται στον κόσμο με την παγκοσμιοποίηση, την ομογενοποίηση των πολιτισμών και των ταυτοτήτων κι επίσης με την ισοπέδωση των εμπειριών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ίσως έχει περισσότερο ενδιαφέρον για ένα μουσείο όπως το ΕΜΣΤ να κοιτάξει πρώτα τι γίνεται στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται και μετά τι συμβαίνει στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Βερολίνο. Είναι πολλά τα ανεξερεύνητα αφηγήματα της νεότερης ιστορίας μας και ο σύγχρονος πολιτισμός δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Αυτό περιλαμβάνει και τα Βαλκάνια, που μέχρι σχετικά πρόσφατα συνυπήρχαν και αλληλοεπιδρούσαν άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων, μια πλουραλιστική πραγματικότητα που σήμερα έχουμε σχεδόν λησμονήσει.

Ποια θεωρείτε τη βαθύτερη κρίση του 21ου αιώνα για τα μουσεία; Πρώτιστα, είναι μια κρίση ταυτότητας. Υπάρχει μια σύγχυση γενικά στον κόσμο, η οποία φυσικά μεταφέρεται και στον χώρο της τέχνης. Υπάρχει μια δυστοκία στο να ανταποκριθούν τα μουσεία στους πολλαπλούς ρόλους που καλούνται να παίξουν. Από εκεί που το μουσείο ήταν ένα μέρος φροντίδας και φύλαξης συλλογών και διενεργούσε επιστημονική εργασία, τώρα καλείται να επιτελέσει πολλαπλούς ρόλους εκτός από τη διοργάνωση εκθέσεων: από δημόσια προγράμματα και κοινοτικές δράσεις, πολλαπλές εκδηλώσεις. Υπάρχουν μουσεία που κάνουν μέχρι και συνεδρίες γιόγκα, επιδιώκουν με κάθε τρόπο να συμπεριλάβουν όλο τον κόσμο για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Σαν να μην είναι αρκετό για ένα μουσείο να λειτουργεί ως θεματοφύλακας και προστάτης του πολιτισμού. Δεν έχω απαραίτητα αντίρρηση μ’ αυτό, το θέμα είναι υπό ποιες συνθήκες συμβαίνει και πού πέφτει το βάρος. Δεν μπορεί το μουσείο να γίνει μόνο χώρος ψυχαγωγίας, ούτε να υποκαταστήσει κοινωνικούς ρόλους που επωμίζονταν άλλα ιδρύματα, τα οποία εξέλιπαν με τη σταδιακή κατάλυση του κοινωνικού κράτους.

Ανησυχείτε ότι, στην προσπάθειά τους να είναι πιο δημοφιλή και συμπεριληπτικά, τα μουσεία κινδυνεύουν να χάσουν τον προσανατολισμό τους; Σαφέστατα τα μουσεία έπρεπε να γίνουν πιο συμπεριληπτικά, γιατί το πρότυπο του Δυτικού Μουσείου ήταν όντως κάπως ελιτίστικο. Όμως, υπάρχει μια λεπτή γραμμή στο πώς διατηρείς την ποιότητα χωρίς να υποπίπτεις σε λαϊκισμούς κι εύκολους εντυπωσιασμούς. Υπάρχει και κρίση στη χρηματοδότηση, ειδικά τη δημόσια. Πολλά κράτη που παραδοσιακά επένδυαν χρήματα- όπως η Γερμανία- έχουν αρχίσει να μειώνουν τους προϋπολογισμούς. Η Βρετανία είναι επίσης ένα παράδειγμα όπου τα μουσεία έχουν κατατροπωθεί από τις συνεχείς περικοπές. Έτσι, σιγά-σιγά, αρχίζουν να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από ιδιωτικές χορηγίες και εταιρική χρηματοδότηση. Αυτό δεν είναι απαραίτητα επιλήψιμο, αλλά εγείρει ερωτήματα για τα κριτήρια και τα ανταλλάγματα. Η ιδιωτική βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην προσπαθεί να χειραγωγήσει τη λειτουργία και το περιεχόμενο.

Τα μουσεία, στην εποχή της υπερεικόνας και των κοινωνικών δικτύων, φαίνεται πως αγωνίζονται ανάμεσα στην ουσία και στη θεαματικότητα… Μια άλλη πρόκληση είναι όντως ο ανταγωνισμός του πληθωρισμού και της ταχύτητας της εικόνας. Έχουμε πια συνηθίσει να βομβαρδιζόμαστε παντού από οθόνες και εικόνες. Το μουσείο καλείται να μας διδάξει να βλέπουμε την εικόνα, αλλά και να στοχαζόμαστε πάνω της κι όχι απλώς να την καταναλώνουμε παθητικά. Να επαναφέρει τη σκέψη μέσα στην πράξη της θέασης. Οι εικαστικές τέχνες μάς μαθαίνουν να αποκωδικοποιούμε τις εικόνες. Κι αυτό είναι καθοριστικό στην εποχή μας. 

Από τι υποφέρουν τα μουσεία σήμερα; Υπάρχουν μουσεία που διαλέγουν τον εύκολο δρόμο του εντυπωσιασμού, αλλά δεν θα το γενίκευα. Νομίζω ότι αυτό από το οποίο υποφέρουν σήμερα πολλά μουσεία είναι η τάση προς μια επιβεβλημένη συναίνεση- το λεγόμενο «consensus». Είναι μια μορφή συλλογικής «ομοφωνίας» που υπαγορεύει τι θεωρείται αποδεκτό ή πολιτικά ορθό να ειπωθεί. Ακόμη κι αν τα αιτήματα είναι απολύτως δίκαια, όπως το αίτημα για συμπερίληψη, για περισσότερους ιθαγενείς, μαύρους ή queer καλλιτέχνες -ακριβώς γιατί η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων ήταν περιθωριοποιημένοι- βλέπουμε ότι έχουν μετατραπεί σ’ ένα είδος «mantra», σε ρητορικό καθήκον, σε μια νέα «κανονικότητα» που λειτουργεί σχεδόν μηχανικά. Έτσι, πολλά μουσεία μένουν εγκλωβισμένα σ’ αυτό το πλαίσιο και παραμελούν να ασχοληθούν με άλλα, εξίσου κρίσιμα ζητήματα. Ένα παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ, όπου το θέμα της φυλής και της ταυτότητας είναι από τα ελάχιστα που συζητιέται, γεγονός που έδωσε πάτημα στον Τραμπ να ξεκινήσει μια αντιδραστική εκστρατεία, καθώς ο δημόσιος διάλογος είχε ξαφνικά περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτό το ζήτημα. Ένα μουσείο, ωστόσο, οφείλει να ασχολείται με το σύνολο των θεμάτων που αφορούν τις ανισότητες και τα πραγματικά προβλήματα.

Ποιο θεωρείτε σήμερα το κρίσιμο ζήτημα με το οποίο θα έπρεπε τα μουσεία ν’ ασχοληθούν περισσότερο; Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης είναι η περιβαλλοντική κρίση. Εκεί είναι που έχω μία μικρή ένσταση απέναντι στα λεγόμενα «identity politics». Όχι επειδή τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι σημαντικά, αλλά γιατί, αν το περιβάλλον καταρρεύσει, δεν θα έχει πια σημασία η εθνικότητα, το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα του καθενός. Όλοι θα βρεθούμε στην ίδια ευάλωτη θέση και θα υποφέρουμε μαζί. Αυτή είναι, νομίζω, η παγίδα στην οποία αρχίζουν να υποκύπτουν ορισμένα μουσεία: υιοθετούν άκριτα ένα κυρίαρχο consensus και χάνουν αυτό που θα έπρεπε να τα χαρακτηρίζει, δηλαδή την ανεξάρτητη, οικουμενική σκέψη, απαλλαγμένη από πολιτικές ή ιδεολογικές επιρροές που καθορίζουν τη λειτουργία τους.

Μπορεί η επιμέλεια να λειτουργήσει ως εργαλείο πολιτικής σκέψης κι όχι απλώς ως αντίδραση σε γεγονότα; Προφανώς μπορεί και τα δύο. Συχνά η επιμέλεια προκύπτει ως αντίδραση σε πολιτικές ή κοινωνικές κρίσεις κι εκεί ακριβώς εμφανίζεται αυτό που θα ονόμαζα «οπορτουνισμό της επικαιρότητας». Δηλαδή, κάθε φορά που ένα ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο, παρατηρείται μαζική κινητοποίηση γύρω του. Βλέπουμε τώρα, λ.χ., το Παλαιστινιακό. Φυσικά, δεν τίθεται ζήτημα ότι μιλάμε για γενοκτονία, για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας σήμερα. Όμως, γύρω απ’ αυτό αναπτύσσεται κι ένας μηχανισμός «εξαργύρωσης συμβολικού κεφαλαίου». Όταν κάποιος συντάσσεται δημόσια με μια συγκεκριμένη θέση, αποκτά αυτομάτως ένα είδος ηθικής σφραγίδας. Όμως, δεν είναι απλώς υπόθεση «μόδας», αλλά διαχείρισης κύρους και ταυτότητας μέσα στο πολιτιστικό πεδίο. Πάντως, η επιμέλεια δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί- και οφείλει- να παράγει πολιτική σκέψη, όχι ως αντίδραση, αλλά ως τοποθέτηση. Για παράδειγμα, η έκθεση που επιμελούμαι τώρα στο ΕΜΣΤ (σ.σ. «Why look at animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή») ξεκινά από μια θέση για να προκαλέσει αντίδραση.

Το έργο του Ουσάμα Ταμπτί «Homo- Carduelis» (2022) στην περιοδική έκθεση του ΕΜΣΤ «Why look at animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή».

Μπορεί ένα μουσείο να είναι ριζοσπαστικό χωρίς να γίνεται διδακτικό; Εξαρτάται πάντα από το τι και πώς το παρουσιάζεις, καθώς και από τη μορφή της τέχνης που διαπραγματεύεσαι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ στρατευμένης τέχνης, διδακτικής τέχνης και μιας πιο πολυεπίπεδης και λεπταίσθητης τέχνης που αφήνει χώρο στη σκέψη. Το κλειδί είναι η διαμεσολάβηση: ποια γλώσσα χρησιμοποιείς για να μεταφέρεις το έργο στον θεατή. Θεωρώ ότι ένα δημόσιο μουσείο έχει ευθύνη να προάγει αξίες που βοηθούν την κοινωνία να προχωρήσει. Λειτουργεί ως όχημα για τη διαμόρφωση σωστά σκεπτόμενων πολιτών, όχι κουνώντας το δάχτυλο, αλλά θέτοντας ερωτήματα που ο θεατής μπορεί να επεξεργαστεί και να απαντήσει με κριτικό τρόπο. Με άλλα λόγια, να δημιουργεί χώρο για σκέψη, προβληματισμό και ουσιαστική συμμετοχή.

Η Κύπρος είναι μια χώρα χωρίς λειτουργικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Αυτή η απουσία συνιστά πολιτιστικό κενό ή ευκαιρία επανεφεύρεσης του ίδιου του μοντέλου του μουσείου; Και τα δύο, θα έλεγα. Δεν έχω βαθιά γνώση της κυπριακής πραγματικότητας. Παρακολουθώ φυσικά το τι γίνεται στην Κύπρο, είμαστε γείτονες, μιλάμε την ίδια γλώσσα κι έχω κι ένα προσωπικό ενδιαφέρον διότι δούλεψα εδώ πριν από 20 χρόνια σ’ ένα πολύ κομβικό πρότζεκτ, το «Leaps of Faith». Τότε είχα συνειδητοποιήσει την άγνοιά μου σε σχέση με ό,τι συμβαίνει. Αγαπώ ιδιαίτερα τη Λευκωσία και τώρα που είμαι στο ΕΜΣΤ θέλω να αναθερμάνω τις σχέσεις με το εικαστικό πεδίο και μ’ ενδιαφέρει πολύ τι συμβαίνει εδώ.

Συζητείται η παραχώρηση περιπτέρου στην Κρατική Έκθεση για τη δημιουργία Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Πώς βρίσκετε αυτό το σενάριο; Υπάρχουν πολλά σενάρια και μοντέλα για να δημιουργηθεί ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Μπορούν να αξιοποιηθούν παλαιότερα κτήρια, ή να ανεγερθεί ένα νέο. Αν μιλάμε για βιωσιμότητα, πιστεύω ότι προτιμότερο είναι να χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχουσες υποδομές. Το μοντέλο του mega museum, με κάποιον σταρ- αρχιτέκτονα και με προϋπολογισμό που εκτοξεύεται κατά τη διάρκεια του έργου, συχνά οδηγεί σε εγκαταστάσεις εχθρικές προς τους καλλιτέχνες και την ανάγκη τους για λειτουργικούς χώρους έκθεσης, γιατί η αρχιτεκτονική υπερτερεί της λειτουργικότητας. Ό,τι και να γίνει, υπάρχουν βασικές προϋποθέσεις. Τα μουσεία δεν γίνονται με κοπανιστό αέρα. Συχνά υπάρχει πολιτική βούληση να εξαργυρώσουμε την επιτυχία της ίδρυσης η δημιουργίας ενός μουσείου, να «κοπεί η κορδέλα», χωρίς να εξετάζονται βασικά και κρίσιμα ζητήματα: πώς θα επιβιώσει, υπό ποιες συνθήκες, ποιο είναι το όραμα, η πολιτική και η αποστολή του, ποιους θα εξυπηρετεί, πώς θα λειτουργεί θεσμικά, ποιο προσωπικό θα το επανδρώσει και με τι προσόντα, πώς θα έχει διάρκεια στον χρόνο και πώς θα είναι ανταγωνιστικό και βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Πριν καν ξεκινήσει κανείς οποιονδήποτε οργανισμό, πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα όπως: από πού θα έρχονται τα χρήματα και πώς θα εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα; Τι αντιπροσωπεύει το μουσείο σε σχέση με τα ήδη υπάρχοντα; Τι έχει να προσθέσει στην υφιστάμενη κατάσταση και τι κενά καλείται να καλύψει;

Νομίζω ότι η ανάγκη ύπαρξης είναι δεδομένη… Υπάρχουν χώρες που είναι ήδη κορεσμένες από μουσεία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι πράγματι ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης θα είχε νόημα εδώ, τόσο λόγω της έντονης πολιτιστικής δραστηριότητας όσο κι επειδή η Κύπρος βρίσκεται σε φορτισμένο γεωπολιτικά σημείο, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν γέφυρα και ν’ ανοίξει δρόμους για δημιουργικές συνεργασίες με γειτονικές χώρες. Με μια ιστορία τόσο τραυματική και πολύπλευρη, θεωρώ ότι ένα μουσείο θα είχε λόγο ύπαρξης και φωνή να αρθρώσει. Εντούτοις, πριν ανοίξει η υπόθεση ενός νέου κρατικού μουσείου καλό είναι να εξεταστεί πρώτα κατά πόσο υποστηρίζονται και αξιοποιούνται οι υφιστάμενες δομές και αίθουσες τέχνης. Βλέπουμε λ.χ. τώρα στις Βρυξέλλες, όπου έζησα 17 χρόνια, τα υπάρχοντα μουσεία και κέντρα τέχνης να αγκομαχούν να επιβιώσουν και ξαφνικά να καταφθάνει το KANAL–Pompidoυ μ’ ένα πρότζεκτ εκατομμυρίων (αποτέλεσμα μεγαλεπήβολου σχεδίου συγκεκριμένου πολιτικού της πόλης), τη στιγμή που το Παρίσι με το τρένο δεν απέχει ούτε 1,5 ώρα. Αυτές είναι τρομερές αντιφάσεις και συνήθως πολιτικά υποκινούμενες όπως σ’ αυτή την περίπτωση. 

Μακάρι να είχαμε κι εδώ τέτοια προβλήματα, δηλαδή περισσότερα μουσεία από ό,τι χρειαζόμαστε… Σύμφωνοι, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει πρώτα να διασφαλιστούν τα υφιστάμενα. Επιμένω ότι ο γιγαντισμός είναι ξεπερασμένος και δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα της εποχής μας, όπου μιλάμε πια για degrowth, ανακύκλωση, βιωσιμότητα. Αν φανταζόμουνα μουσείο στη Λευκωσία, θα συνεργαζόμουν με μια αρχιτεκτονική ομάδα ή αρχιτέκτονα που δουλεύουν με υπάρχουσες κατασκευές· όχι απλώς για ανακαίνιση, αλλά για επαναδημιουργία.

Μπορεί μια σκηνή να αναπτυχθεί επαρκώς χωρίς έναν τέτοιο θεσμικό πυρήνα; Ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα μιας ολόκληρης εικαστικής σκηνής. Και δεν είναι και η δουλειά του κιόλας. Χρειάζονται κι άλλες δομές. Αυτό είναι βασική αποστολή φορέων και οργανισμών όπως το Mondrian Fund στην Ολλανδία, το IASPIS στη Σουηδία, το OCA στη Νορβηγία, το Acción Cultural Española στην Ισπανία κ.ά. Είναι αυτοτελείς οργανισμοί, συνήθως παραρτήματα δημόσιων φορέων, που σκοπό έχουν την ενίσχυση και προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού και των καλλιτεχνών. Εμείς στο ΕΜΣΤ κάνουμε αυτή τη δουλειά μόνο και μόνο λόγω έλλειψης τέτοιων δομών στην Ελλάδα. Εάν δεν υπάρχει από πίσω ένα οργανωμένο σύστημα υποστήριξης, ένα μουσείο από μόνο του δεν μπορεί να κάνει θαύματα. Θα διευρύνει κάποιους ορίζοντες, θα φέρει κόσμο, θα διευκολύνει ανταλλαγές, αλλά δεν θα λύσει λ.χ. το πρόβλημα της έλλειψης κινητικότητας και ορατότητας των Κυπρίων δημιουργών.

Τι μαθήματα από την εμπειρία του ΕΜΣΤ θα ήταν χρήσιμα στην περίπτωση της Κύπρου; Μην κάνετε κάτι τόσο μεγάλο που δεν θα μπορείτε να το διαχειριστείτε. Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα στην εποχή του «think big» και του «build big». Δεν επενδύουμε μόνο στα τούβλα, το κέλυφος, αλλά και στα υπόλοιπα που είναι πιο σημαντικά. Όχι μόνο στο hardware, αλλά και στο software. Η επένδυση πρέπει να είναι στο ανθρώπινο δυναμικό, και στο brain power. Πέρα από το κτήριο πρέπει να έχεις τους ανθρώπους με τις ιδέες και το όραμα να το αξιοποιήσουν και να έχεις διασφαλίσει την ελευθερία από οποιαδήποτε κυβερνητική ή πολιτική παρέμβαση. Από αυτή τη σκοπιά, οφείλω να πω ότι το ελλαδικό παράδειγμα αυτή τη στιγμή είναι καλό. Δεν υπάρχει χειραγώγηση, μόνο υποστήριξη. Η πολιτεία εμπιστεύεται τους επιστήμονες και τους γνώστες να κάνουν τη δουλειά τους. Μόνο έτσι επιβιώνουν μακροπρόθεσμα τέτοιοι οργανισμοί και χτίζουν μια φήμη αξιοπιστίας. Η ανεξαρτησία είναι βασική προϋπόθεση.

Αν εξασφαλιστούν αυτά, πώς ένα μουσείο μπορεί να λειτουργήσει και ως γεωπολιτικό πεδίο διαλόγου σε τόπους όπως η Κύπρος; Σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου σαφέστατα θα είχε ρόλο. Όμως, πρέπει πάντα να είναι ανοιχτό προς τον κόσμο κι όχι μόνο με τα μάτια στραμμένα στον εαυτό του ή στον πλησίον περιβάλλον. Νομίζω ότι προκύπτει μια εξαιρετική ευκαιρία να ξαναδείτε τη σύγχρονη ιστορία σας μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών. Της ευρύτερης περιοχής. Συχνά μιλάμε για τη συνθήκη του μετα-αποικιακού φαντασιακού σε άλλες ηπείρους, αλλά κι εδώ το αποικιακό παρελθόν και οι μετα-αποικιακές συνάψεις παραμένουν ενεργές και υπό εξερεύνηση.

Πώς βλέπετε την καλλιτεχνική σκηνή της Κύπρου μέσα από το πρίσμα της εμπειρίας σας; Δεν γνωρίζω τη σκηνή τόσο καλά. Αυτό που με εντυπωσίασε όμως από μερικές επισκέψεις που πρόλαβα να κάνω αυτές τις μέρες είναι ότι οι καλλιτέχνες έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εντοπιότητα και μια κριτική αντιμετώπιση σε σχέση με την πρόσφατη ιστορία. Αυτό στην Ελλάδα μάς λείπει λίγο, θα μπορούσε να συμβαίνει περισσότερο.

Ελεύθερα, 26.10.2025