Ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει ακόμα και σήμερα να κυριαρχεί (περισσότερο στην αμερικανική παρά στην παγκόσμια) επικαιρότητα για όλους τους λάθος λόγους. Η έρευνα και τα έγγραφα που εντοπίστηκαν στην οικία του στο Μαρ-α-Λάγκο ενδεχομένως να έχουν μεγαλύτερη σημασία τόσο για τον Τραμπ όσο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, πολιτικά, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τις πολιτικές συζητήσεις στις ΗΠΑ είναι οι εσωκομματικές διαδικασίες των Ρεπουμπλικάνων, μέσω των οποίων ο Τραμπ έχει καταφέρει να «καθαρίσει» σχεδόν όλους εκείνους που είχαν ταχθεί εναντίον του και συμμετείχαν σε επιτροπές για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021.

Ελάχιστοι μπορεί να γνωρίζουν ποια είναι η Λιζ Τσέινι, ίσως κάποιοι να θυμούνται τον Ντικ Τσέινι όταν ήταν αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Μπους, που τυγχάνει να είναι ο πατέρας της. Η Λ. Τσέινι, είναι ένα ισχυρό στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων στο Καπιτώλιο και μία ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ, στηρίζοντας σχεδόν όλες τις αποφάσεις του. Μέχρι τη στιγμή που… για κάποιους επέλεξε τη λάθος πλευρά και για άλλους τήρησε πατριωτική στάση. Η Λιζ Τσέινι ήταν εξ εκείνων που κατηγόρησαν τον Τραμπ ως υπεύθυνο για την ανατροπή της αμερικανικής δημοκρατίας και την υποκίνηση της επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου. Ενώ κάθισε στη θέση της αντιπροέδρου της αρμόδιας επιτροπής που εξέτασε την επίθεση κατά του Καπιτωλίου. 

Αποτέλεσμα, πρώτα να χάσει την ηγετική της θέση στη Βουλή και την Τρίτη έχασε και στις εσωκομματικές εκλογές και βγήκε εκτός μάχης για επαναδιεκδίκηση της θέσης στο αμερικανικό κοινοβούλιο. Έχασε από την Χάριετ Χάγκμαν με 66,3% έναντι 28,9% των ψήφων. Η Χάγκμαν, από επικριτής του Τραμπ βρέθηκε να τον υποστηρίζει, κάτι που της προσφέρει κέρδος μέχρι στιγμής, αφού θα είναι η εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Ουσιαστικά ακολούθησε μια αντίθετη πορεία απ’ εκείνη της Τσέινι με το ανάλογο κέρδος. 

Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σε κύριο άρθρο τους στις 15 Αυγούστου 2022, μια μέρα πριν από τις προκριματικές εκλογές σε Γουαϊόμινγκ και Αλάσκα, αναφέρονταν στην «πολιτική γενναιότητα που είναι τόσο βραχεία στην Αμερική». Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου αναφερόταν στη Λιζ Τσέινι αλλά και στην Λίζα Μαρκόβσκι, η οποία έδινε τη δική της μάχη επιβίωσης στην Αλάσκα, μια κι αυτή στάθηκε απέναντι στον Τραμπ. 

Το άρθρο των Τάιμς ξεκινούσε ως εξής: «Όταν οι εκλεγμένοι ηγέτες βάζουν το κόμμα πάνω από τη χώρα οι Αμερικανοί μειώνονται ως κοινωνία: Γινόμαστε κυνικοί, πιστεύουμε λιγότερο, ψηφίζουμε λιγότερο. Κάθε τόσο, ωστόσο γινόμαστε μάρτυρες ενός ηγέτη που παίρνει μια θέση αρχών, σε αντίθεση με τους ηγέτες ή τους υποστηρικτές των κομμάτων (ή και τους δύο) και εν τέλει κατά το δικό του προσωπικό συμφέρον. Στην εποχή του κομματικού πολέμου, αυτές οι πράξεις αρχών ισοδυναμούν με πολιτική γενναιότητα και είναι απαραίτητες για τη δημοκρατία –συμβάλλουν στη συμπλήρωση της πίστης μας στην ηγεσία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην εμπιστοσύνης μας στο κράτος δικαίου». 

Και συνεχίζοντας στο άρθρο τους οι Τάιμς αναφέρουν: «Αυτές οι πράξεις πολιτικής γενναιότητας είναι επίσης μια ισχυρή υπενθύμιση ότι τα δομικά ελαττώματα του πολιτικού μας συστήματος μειώνουν το κίνητρο να είμαστε γενναίοι. Οι ηγέτες που ακολούθησαν τις αρχές τους κινδυνεύουν να αποξενώσουν τους δωρητές, τους αρχηγούς των κομμάτων και τους ψηφοφόρους, οι οποίοι αρχίζουν να φωνάζουν για προδοσία, αντί να  αναζητήσουν να βρουν κατανόηση». 

Το άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης θα μπορούσε να αναπαραχθεί σχεδόν καθημερινά ανά το παγκόσμιο εκεί και όπου λειτουργεί η δημοκρατία. Γιατί δεν είναι μόνο στην περίπτωση της Αμερικής που ο πολιτικός πατριωτισμός είναι έχει πολύ σύντομη ζωή. Αυτό που μένει είναι το αποτέλεσμα αυτών των πράξεων, ένα αποτέλεσμα που μόνο μέσα από ανάλογες ενέργειες μπορεί κανείς να το μάθει.