Κάθε πρωί, σαν από ιεροτελεστία θαρρείς, άλλοι το λένε και μαζοχισμό, αρχίζω το ηλεκτρονικό μου σερφάρισμα πίνοντας τον πρώτο μου καφέ. Ο φόβος μου, ιδίως τώρα με την πανδημία, είναι να μην μάθω ότι έφυγε από τη ζωή κάποιο γνωστό μου πρόσωπο. Χθες, πολύ νωρίς, συνέβη ακριβώς αυτό, με την είδηση του θανάτου του Σωκράτη Χάσικου. Ενός ανθρώπου με τον οποίο συνεργάστηκα για ένα φεγγάρι 6 μηνών το 2016 ως διευθυντής της «Αλήθειας». Τον ήξερα κι από πριν ως πολιτικό και επιχειρηματία, αλλά στην εφημερίδα τον γνώρισα λίγο καλύτερα. 

  Παρά το γεγονός ότι είχε τη φήμη ενός δυναμικού αλλά και σκληρού ανδρός, στις πολλές συζητήσεις που είχαμε όχι μόνο για την ύλη της εφημερίδας, εγώ όλο και πιο έντονα ένοιωθα την παρουσία ενός ανθρώπου με δύο χαρακτηριστικά στοιχεία που προσπαθούσε, κατ’ εμέ, να κρύψει: Μελαγχολία και τρυφερότητα. Ήταν, νομίζω, και τα δύο αλληλένδετα. Και είχαν να κάνουν με σημαντικά γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Κάτι για την οποία δεν μιλούσε ποτέ.

  Το ένιωσα όμως πιο πολύ όταν μετά από λίγα χρόνια τον συνάντησα στη Κύπρο τον καιρό που είχε αρχίσει την θεραπευτική του αγωγή και πιάσαμε κουβέντα για αυτά που οι άνθρωποι δεν θέλουν να συζητούν. «Το καλύτερο φάρμακο», μου έλεγε, «είναι να βλέπεις μπροστά και να ζεις την κάθε σου μέρα στο φουλ». Τα πολιτικά τον ενδιέφεραν πάντα, αλλά έπαψαν να τον ενθουσιάζουν. Ήθελε άλλη κατάληξη της τελευταίας προσπάθειας για επίλυση του Κυπριακού. Και όταν οι συνομιλίες διακόπηκαν ήταν και θυμωμένος, και απαρηγόρητος. 

  Τον ρώτησα για τον θάνατο. Αν τον φοβάται. «Ναι», μου απάντησε. Αλλά με σιγουριά, και καθαρή φωνή. Περίμενα να απαντήσει «όχι». 

  Θα θυμάμαι πάντα έναν άνθρωπο που άξιζε να ζήσει πολύ περισσότερο. Αντίο, Σωκράτη…

  Το πιο καθάριο και μεστό μήνυμα απ’ όλα που διάβασα από το πρωί χτες για την απώλεια του Σωκράτη Χάσικου, ήταν στο Twitter από τον πρώην συνάδελφό του στην 1η κυβέρνηση Αναστασιάδη, τον τότε υπουργό Υγείας, Γιώργο Παμπορίδη: «Πολέμησες λεβέντικα τον καρκίνο, που αφού σου διέλυσε ό,τι αγαπούσες, σε πήρε κι εσένα. Αφήνεις πίσω τα Καμάρια σου να συνεχίσουν. Στο καλό αγαπημένε μου Φίλε. “Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε, από ψηλά… θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι”. Όπως τα έλεγες “χωρκάτη” μου. Ευχαριστώ για όλα!».

  Στα πεζά τώρα των ημερών. Χθες στην Ελλάδα άνοιξε πάλι, φοβισμένα και αποσπασματικά, το λιανικό εμπόριο, περισσότερο για ψυχολογικούς και οικονομικούς λόγους, παρά για απόδειξη ότι η πανδημία υποχωρεί και ότι πάμε καλά – κάτι που σίγουρα δεν συμβαίνει. Όμως ο όλο και πιο «ανοικτός» καιρός είναι σύμμαχός μας πλέον και το «βγείτε έξω από τα σπίτια σας», μας το λένε πλέον οι γιατροί, επαναλαμβάνοντας όμως κάπως πιο συμπονετικά πια, «φοράτε τη μάσκα ρε παιδιά, και κρατάτε αποστάσεις». 

  Το δημοσιογραφικό μάτι είναι εκπαιδευμένο να βλέπει τα στραβά και αυτά να αναδεικνύει. Ο υπογράφων δεν εξαιρείται του κανόνα. Η ζωή όμως μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης, και ιδίως των ειδήσεών της, δεν είναι πάντοτε συμβατή με αυτό που πράγματι συμβαίνει εκεί έξω. Ναι, υπάρχουν τα λεγόμενα «κορωνοπάρτι» και οι συνωστισμοί σε στέκια «μιλημένα». Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν προσέχουν και ζουν σαν να μην υπάρχει ιός στην ατμόσφαιρα. Αλλά, υπάρχουν και εικόνες που σου γλυκαίνουν την ψυχή. Οικογένειες με ποδήλατα στους δρόμους, στα πάρκα, στις πλατείες. Τόσα ποδήλατα που, όπως φωνάζει κι ο αγαπημένος μου παλιατζής κάθε Σάββατο πρωί που περνάει κάτω από το σπίτι μου, «παιδιά, όταν τελειώσει το λοκνταουν, φυλάξτε τα ποδήλατά σας για μένα!». Είναι σίγουρος ότι θα τα παρατήσουμε!

  Το χιούμορ χέρι-χέρι με την πραγματικότητα. Και είναι αυτό που τώρα, όσο ποτέ χρειαζόμαστε. Να εστιάσουμε στο καλό. Ακόμα κι αν είναι κουσούρι, που μέχρι τώρα μας θύμωνε!…

Εικονογράφηση: Τροφή για σκέψη…