«Αφήστε το βιβλίο∙ απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω.» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Όσα θυμάται ο Σκιαθίτης απ’ όξω, θα ήθελα να τα μνημονεύσουμε απόψε μαζί, κατά προτίμηση μέσα μας. Τον παρακούω, λοιπόν, και πιάνω το βιβλίο, σαν να πιάνω ένα μαντήλι χορού, ή μιαν εσθήτα από χιόνι. Αυτή είναι το ένδυμα της γιορτής: κοπιάστε. Κάντε, εννοώ, έναν κόπο, κι ανοίξτε το κυτίο της μνήμης, για να μπούμε συναγμένοι στο ρεβεγιόν, επί τη δύση του τρομερού και λυπημένου έτους 2020.
Άραγε μπορούμε ακόμα να ρεμβάσουμε στα συντρίμμια, με έναν εορταστικό στοχασμό; Έτσι πιστεύω. Στα συντρίμμια, εξάλλου, γεννιέται η ρέμβη, όταν η σκόνη καθίζει και το χιόνι στολίζεται με ίχνη πτηνών, γραφές στην άσπρη σελίδα, νότες της μουσικής, ψαλμούς και τροπάρια. Στον ρεμβασμό το ρεβεγιόν μας φωτίζεται.
Η γαλλική λέξη réveillon ξέρουμε ότι σημαίνει αγρυπνία. Η αποψινή τελείται οπωσδήποτε στα συντρίμμια, σε ζείδωρα ερείπια, συγκεκριμένα στον ναό του Αγίου Ελισσαίου των Αθηνών. Εκεί, πριν από 110 χρόνια, μετά την αγρυπνία για τον Άγιο Βασίλειο, έγινε και παράκληση υπέρ υγείας του Σκιαθίτη, του μεγάλου απόντος. Οι ευχές εισακούστηκαν, αν και όχι όπως θα το περιμέναμε. Στην επόμενη αγρυπνία, των Φώτων, η νύχτα ήταν σκοτεινή: «Έκλαιον όλοι όταν ο ιερεύς τον εμνημόνευσε».
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, / όπου και να θολώνει ο νου σας…
Να τον μνημονεύουμε πάντοτε, προ πάντων απόψε: «Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα». Το θυμάστε, αδελφοί; «Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…∙ έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας». Μακάρι να το θυμάστε.
«Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτον έρημος εις τον κόσμον».
Αίφνης, σ’ αυτόν τον κόσμο χιονίζει και η νύχτα λευκαίνεται. Ακούστε τώρα πώς τρίζει το χιόνι: «Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας».
Φαίνεται ότι η νύχτα είναι λευκή από αγιότητα. Εκείνος σηκώνεται, στα άγια μεσάνυχτα, να υπάγει εις το παντοπωλείο, δίπλα στο πατρικό του, στη Σκιάθο – στον ίσκιο του Άθω∙ στη σκιά των Αθώων.
Αλλά εκλονίζετο, και τον καθίσαμε εις την καρέκλαν, και ήρχισε να κλαίη σα μικρό παιδί. Τι να έλεγε; Ίσως αυτό: «Κι εγώ σοκάκι είμαι… ζωντανό σοκάκι».
Επιτρέψτε μου να ρεμβάσω σα μικρό παιδί, και να διακρίνω στη λέξη σοκάκι έναν χαριτωμένο υποκορισμό για το σοκ. Σου έχω, αδελφέ, μια μικρή έκπληξη.
Μα εκείνος εκλονήσθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Και όταν ζήτησε το βιβλίο, και τα κορίτσια τού το έφεραν, δεν μπορούσε ούτε να το κρατήσει. Αφήστε, είπε. Θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ’ όξω. Ήταν μέσα στα θαύματα. Τα θυμόταν όλα.
Έτσι έπεσε χιών, και εστοιβάχθη, εσωρεύθη, εκορυφώθη, και η χιών έγινε σινδών, σάβανον, και εκείνος άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, εκείνος και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.
Στη σινδόνη, τότε, ίχνη πουλιών κέντησαν τον τελευταίο στεναγμό του, τον αποχαιρετισμό προς εμάς, το καλό κατευόδιο∙ ήταν το δοξαστικό της Θ΄ Ώρας των Θεοφανίων: Την χείρα σου την αψαμένην, την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου…
Το δοξαστικό αυτό απευθύνεται στον Άη Γιάννη τον Πρόδρομο – ας πούμε: στον μπάρμπα Γιαννιό τον Έρωντα.
Ύστερα: «Έκλεισε μόνος τα μάτια, χωρίς να τα πιάση άλλος. Την Δευτέρα τον θάψαμε και χάσαμε την τελευταίαν ελπίδαν μας, 3 Ιανουαρίου 1911».
Για σκέψου, σκέφτομαι τώρα. Στο σκοτάδι της απογνώσεως, ο έσχατος λόγος του ανθρώπου αυτού, του παπαδόπαιδου, ήταν ένας ύμνος στο Φως. Ακόμα είναι. Η απόγνωση σκόρπισε. Μετά το αποψινό ρεβεγιόν, το μνημόσυνο του Αλέξανδρου θα συμπληρώσει 110 έτη ζωής μετά θάνατον. Κι εξακολουθεί: στοιβάζεται, σωρεύεται, κορυφώνεται, ως σεντόνι και σάβανο, σπάργανο για το νέο Παιδί, λευκότατη έκταση, άκρα γαλήνη, μεγάλη εγκαρδίωση. Μια μικρή έκπληξη: το μέγιστο θάμβος.
Το διασχίζω (το σοκάκι) μαζί σας, για να δω το γαλάζιο στο Ξάνεμο. Και ιδού όλες, εσμός αγγέλων, η Σοφία, η Χαρίκλεια, η Κυρατσούλα, η Αχτίτσα, η Σκεύω, η Σεραϊνώ, η κυρά Δέσποινα η Χαρμολίνα: ο Παρθενώνας με τ’ ανοξείδωτα μάρμαρα.
Ησυχάστε∙ ν’ ακούσουμε το Φουλιώ: «Σ’ αγαπούμε∙ να μας αγαπάς μπάρμπ’ Αλέξανδρε». Υπό την εσθήτα χιόνος, η παραμυθία ευοδώνεται: «Έτρεφον προς εμέ στοργήν ανωτέραν της συγγενείας». Είναι η στοργή του ενός ανθρώπινου γένους, η απόλυτη και απέραντη, χιονισμένη εντολή της Αγάπης: κοπιάστε. Δεν γίνεται αλλιώς.
* Τα στοιχεία για τις δύο αγρυπνίες στον Άγιο Ελισσαίο και τις τελευταίες στιγμές του Παπαδιαμάντη τα αλιεύω από τις επιστολές των: Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (7 Ιανουαρίου 1911) Σοφίας, Χαρίκλειας και Κυρατσούλας (14 Οκτωβρίου 1911) και Γ. Ρήγα (7 Μαρτίου 1912). Τα υπόλοιπα παραθέματα (και ορισμένα ελαφρώς διασκευασμένα αποσπάσματα) ασφαλώς είναι από τον «Έρωτα στα χιόνια». Η φράση της Φουλιώς είναι από τα «Νεκράνθεμα εις την μνήμην των». Οι επιστολές και τα διηγήματα περιέχονται στους οικείους τόμους των Απάντων (Αλληλογραφία και τόμοι 3 & 4 αντιστοίχως), στην κριτική έκδοση του Δόμου, σε επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
** Στη φωτογραφία το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.