Τα σχολεία όλων των βαθμίδων ήταν από τα πρώτα θύματα των απαγορεύσεων του κορωνοϊού. Έκλεισαν εν μία νυκτί, την επομένη οι καθηγητές κλήθηκαν να επιστρέψουν ξανά, ωστόσο τελικά επικράτησε η λογική με αποτέλεσμα να αρθεί η επιστροφή των εκπαιδευτικών.  Κανείς δεν εξέφρασε αμφιβολίες για την εν λόγω απόφαση: Το κράτος όφειλε να προστατεύσει τόσο τους μαθητές όσο και τους γονείς και συγγενείς τους και εν γένει την κοινωνία από την διασπορά της νέας πανδημίας.
Σήμερα, αντιθέτως, οι νέες εξαγγελίες για την άρση των περιοριστικών μέτρων, τοποθετούν τα σχολεία (ξεκινώντας από τους μαθητές της Γ΄ λυκείου) ως τα πλέον αναγκαία για άμεση επαναφορά στην κανονικότητα. Οι μαθητές εμφανίζονται τώρα έτοιμοι να επιστρέψουν στην «κανονικότητα» και προφανώς κρίνονται υπεύθυνοι να κρατήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις, έπειτα από σχεδόν δύο μηνών εγκλεισμού τους. Τα σχολεία πρέπει να επαναλειτουργήσουν πριν ακόμη και από εμπορικά καταστήματα με πολύ λιγότερο κόσμο. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την απόφαση; Ποια είναι τα δεδομένα που έχουν αλλάξει;
Όλοι γνωρίζουμε ότι το σχολείο προσφέρει κυρίως σε δύο τομείς, τον γνωσιακό και αυτόν της κοινωνικοποίησης. Στην παρούσα φάση, με τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί ότι θα παρθούν για τη λειτουργία των σχολείων, είναι γεγονός ότι αδυνατεί να προσφέρει κάτι στον δεύτερο τομέα (αυτόν της κοινωνικοποίησης), τη στιγμή που θα απαγορεύουμε στους μαθητές να συγχρωτίζονται.
Άρα καλό θα είναι η συζήτηση να εστιαστεί στον πρώτο (και κυριότερο) τομέα υπηρεσίας που είναι ο γνωσιακός. Ως εκπαιδευτικός που διδάσκει στην Γ’ λυκείου, συμφωνώ απόλυτα με την επιστροφή των τελειοφοίτων, προκειμένου να προετοιμαστούν για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ωστόσο, θα ήθελα να διευκρινίσω, σε όλους όσοι δεν εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, από την πρώτη κιόλας μέρα της αναστολής λειτουργίας, συνεχίσαμε μέσα από την τηλεκπαίδευση τα μαθήματα και, σε αρκετές περιπτώσεις αφιερώσαμε πολύ περισσότερο χρόνο για να φτιάξουμε νέο υλικό για να αντεπεξέλθουμε στην πρόκληση της εξ αποστάσεων εκπαίδευσης, να καταρτιστούμε σε νέα προγράμματα (TEAMS), να διορθώσουμε εργασίες και να κάνουμε και βιντεοδιασκέψεις για ζωντανά μαθήματα. Κανείς από εμάς δεν ζήτησε τα εύσημα, απλώς αξίζει να αναφερθεί σε περίπτωση που κάποιοι δεν το γνωρίζουν και οδηγούνται σε απόψεις ξεκινώντας από λάθος δεδομένα.
Κατ΄ αρχάς, κρίνω αναγκαίο να επιστρέψουν οι τελειόφοιτοι και παράλληλα να καθοριστεί η ύλη και οι ημερομηνίες των εξετάσεων, ώστε να μπορέσουμε μαζί να τους προετοιμάσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Σε ένα σχολείο που θα έχει μόνο τους μαθητές της Γ’ λυκείου είναι εύκολο να τηρηθούν όλα τα μέτρα προστασίας και οι (περισσότεροι) μαθητές-τριες των 18 ετών έχουν την απαραίτητη ωριμότητα να τα ακολουθήσουν.
Εδώ λοιπόν θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας και να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς θέλουμε από την επιστροφή των μικρότερων τάξεων. Προτού όμως προχωρήσουμε στη συζήτηση θα πρέπει να ξεκαθαριστεί από το Υπουργείο αν αυτές οι τάξεις οδηγηθούν τελικά σε εξετάσεις ή όχι.
Επειδή το τοπίο είναι ακόμη θολό θα εξετάσω και τις δύο πιθανότητες:
Πιθανό σενάριο χωρίς τελικές εξετάσεις.
Θα έρθουν λοιπόν οι μαθητές-τριες στο σχολείο στις 18/5, ημερομηνία κατά την οποία τα λύκεια της Κύπρου σταματούσαν τα μαθήματα και ξεκινούσαν τις εξετάσεις, για να διδαχθούν θέματα στα οποία δεν θα εξεταστούν. Υπάρχει λογικός άνθρωπος που νομίζει ότι αυτή η διαδικασία θα έχει κάποιο όφελος, ή θέλουμε απλώς να φύγουν τα παιδιά από τα σπίτια για να πάνε οι γονείς στις δουλειές τους; Αν πράγματι θέλουμε το δεύτερο, θα πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα και να μην κοροϊδεύουμε μαθητές, γονείς και την κοινωνία. Επομένως, μπορούμε να τους έχουμε σε ανοικτούς χώρους (αυλές, γήπεδα) και να συζητούμε μαζί τους, άλλοι να ακούνε τη μουσική τους, άλλοι να αθλούνται και κάποιο να παρακολουθούν μαθήματα υπολογιστών ώστε να μπορούν να στέλνουν μια αξιοπρεπή εργασία ή να παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα. Δεν πιστεύω ότι όσοι εκπαιδευτικοί είναι επιφυλακτικοί για το άνοιγμα των σχολείων προτιμούν τον εγκλεισμό τους στο σπίτι (που για όλους μας έχει γίνει πλέον ενοχλητικός). Μια Ευρωπαϊκή χώρα ανοίγει τα σχολεία σε εθελοντική βάση και θα μπορούσαν πράγματι οι μαθητές-τριες των μικρότερων τάξεων να έρχονται υπό αυτό το καθεστώς. Να τονίσω ότι εκπαιδευτικά συστήματα με παγκόσμια εμβέλεια (Bacalaureat – GCE) ανακοίνωσαν ότι δεν θα κάνουν εξετάσεις. Σε αυτή την περίπτωση, για να μην ανησυχούν γονείς και μαθητές, θα προαχθούν όλοι στην επόμενη τάξη με Υπουργική απόφαση με βαθμολογίες που θα αποφασιστούν.
Πιθανό σενάριο με τελικές εξετάσεις
Θα έρθουν λοιπόν (σε αυτό το σενάριο) οι μαθητές-τριες των μικρότερων τάξεων στις 18/5 για να τους διδάξουμε παρακάτω θέματα ή να τους κάνουμε επανάληψη για τις εξετάσεις που φυσιολογικά θα ξεκινούσαν αυτές τις ημερομηνίες; Και στις δύο περιπτώσεις πιστεύω ότι αυτή η δουλειά έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό μέσα στον 1,5 μήνα που γίνονταν τα μαθήματα στο σπίτι. Δεν μένω όμως εδώ και ό,τι και να αποφασιστεί είμαστε έτοιμοι να το ακολουθήσουμε. Το δικό μου ερώτημα είναι, αν γίνουν πράγματι εξετάσεις και υπάρχουν αποτυχόντες μαθητές-τριες νομίζει κανείς ότι αυτοί θα χάσουν την τάξη, ακόμα και σε κραυγαλέες περιπτώσεις; Για όσους δεν γνωρίζουν την εκπαιδευτική πρακτική των τελευταίων χρόνων θέλω να τους πληροφορήσω ότι για να χάσει κανείς την τάξη θα πρέπει να το προσπαθήσει πολύ. Μετά λοιπόν τον εγκλεισμό και την πανδημία (που συνεχίζεται) θα υπάρχουν πολλές δικαιολογίες για τους αποτυχόντες, επομένως δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα στασιμότητας. Τώρα αν κάποιος γονιός επιμένει ότι πρέπει όλο το Γυμνάσιο και Λύκειο να παρακαθίσει σε εξετάσεις για να πιστοποιήσει το αριστείο του γιου-κόρης του (ή την πιθανή σημαία) αυτό νομίζω δεν χρήζει ιδιαίτερης συζήτησης.
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις διευκρινίζω ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές για αποστάσεις και προφυλάξεις, όπως περιγράφονται από τις αντίστοιχες ανακοινώσεις των Υπουργείων. Έτσι λοιπόν να τονίσω στους φίλους των οποίων το επιχείρημα είναι «εγώ που πηγαίνω τόσο καιρό στη δουλειά μου δεν έχω τα ίδια δικαιώματα με τους εκπαιδευτικούς;», ότι δεν είναι η προσωπική υγεία μας που πάμε να προφυλάξουμε (τουλάχιστον όσοι δεν ανήκουμε σε ευπαθείς ομάδες).
Πρέπει να αντιληφθούμε και να το κάνουμε ξεκάθαρο τι είναι αυτό που θέλουμε από την επιστροφή στο σχολείο. Πρέπει να καταλάβουμε τι θα χάσουν και τι θα κερδίσουν οι μαθητές-τριες και όλη η κοινωνία και με βάση αυτό να αποφασίσουμε το καλύτερο. Δεν προτείνω να μην επιστρέψουν οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία αλλά ρωτώ τι ακριβώς περιμένουμε από την όλη διαδικασία. Για τα δημοτικά και νηπιαγωγεία δεν έχουμε ακόμη ανακοινώσεις και γι’ αυτό δεν τοποθετούμαι.
Υπάρχουν χώρες που αποφάσισαν το άνοιγμα και βλέπουν εστίες εξάπλωσης, όπως υπάρχουν χώρες που αποφάσισαν να επανέλθουν τον Σεπτέμβριο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει η συζήτηση να γίνεται με νηφαλιότητα και σοβαρότητα και να σταθμίζονται τα οφέλη και οι πιθανοί κίνδυνοι από την προτεινόμενη διαδικασία. 
 
*Ο Βασίλης Τενεκετζίδης είναι Καθηγητής Φυσικής.