Ήταν άπονο εκείνο το καλοκαίρι. Παντού φωτιά. Τρυπούσε τους τοίχους. Σκορπούσε καταστροφή. Και πόνο. Γέμιζαν τα ρυάκια με αίμα. Τα άσπλαχνα μέταλλα κροτάλιζαν ανελεήτως. Μαυρισμένα κορμιά παντού. Οι δρόμοι γέμισαν φέρετρα. Μάταια οι άνθρωποι, αιματοβαμμένοι κι αυτοί, πάσχιζαν να ανοίξουν τάφους. Ήταν πολλά τα φέρετρα. Η Κερύνεια έπεσε. Τα πολυβόλα στην κορφή του παλληκαρόβουνου είχαν σιγήσει. Παραδόθηκαν στην προδοσία. Τα παρέδωσαν στην προδοσία.

 

Οι βάρβαροι έφεραν μπουλντόζες. Αντί για τάφους, άνοιγαν τεράστιους κρατήρες. Πέταξαν εκεί μέσα τα άψυχα κορμιά. Τα σκέπασαν με τόνους χώματος. Μαζί έθαψαν και την Ιστορία. Έτσι της έκλεισαν το στόμα. Για να μην ακουστεί η φοβερή κραυγή της. Από πάνω έκτισαν πολυκατοικίες. Και ξενοδοχεία. Μπας και βρει καμιά χαραμάδα και ξαναβγεί στο φως. Μήπως και ουρλιάξει από φρίκη. Την τρέμουν αυτή την κραυγή…

 

Το αίμα, όμως, δεν χάθηκε. Το περισσότερο το ρούφηξε το παλληκαρόβουνο. Ιδίως των ηρώων που ξέφυγαν από τα δίκτυα της προδοσίας. Εκείνους που πάλεψαν. Εκείνους που άφησαν την ψυχή τους πάνω στους βράχους. Με ένα πιστόλι στο χέρι. Και το βλέμμα στραμμένο στη βιασθείσα Ελευθερία. Αυτό το αίμα το φυλάει στη βασανισμένη ράχη του ο Πενταδάκτυλος. Τέτοιες μέρες αφήνει λίγο να τρέξει. Για να θυμίζει το χρέος μας. Για να οσφραινόμαστε τιμή και αξιοπρέπεια. Για όσους ακόμη διαθέτουν τέτοια όσφρηση…

 

Ήταν ανελέητο εκείνο το καλοκαίρι. Οι τρομακτικές ερπύστριες προκαλούσαν τόση θερμότητα που έκαιγε τα πάντα. Ό,τι υπήρχε μέσα από τους τοίχους. Ακόμη και τις φωτογραφίες των παιδικών χρόνων. Ο καυτός ήλιος δεν μπόρεσε να κάψει τις μνήμες. Οι φωτιές του ολέθρου θέλησαν να τον ντροπιάσουν. Ανέλαβαν να τις κάψουν εκείνες. Οι βάρβαροι λεηλάτησαν τα σπίτια. Οι βόμβες λεηλάτησαν τις ψυχές. Πέρασαν από το φως στο σκοτάδι.

 

Και οι άνθρωποι; Αυτοί που τους έδιωξαν; Βρέθηκαν ξαφνικά σε άλλη πόλη; Με μια βαλίτσα ρούχα. Σαν άγνωστοι ταξιδιώτες σε μονοπάτια του πόνου. Και μια ταυτότητα στην τσέπη. Πρόσφυγας αναγράφει. Απέμειναν με τα κλειδιά των σπιτιών τους στα χέρια. Οποίος εμπαιγμός. Έχουν τα κλειδιά. Όχι τις κλειδαριές όμως. Τις άλλαξαν βλέπετε. Τους τις άλλαξαν. Πολλοί έφυγαν πια. Κάποιοι πήραν τα κλειδιά μαζί τους. Κάποιοι άλλοι τα άφησαν στα παιδιά τους. Η ελπίδα βλέπετε… Κάποιοι πηγαίνουν στα κατεχόμενα (τι όρος κι αυτός, τείνει να εκλείψει, τείνουμε να τον διαγράψουμε από τα λεξικά μας) και δοκιμάζουν τα κλειδιά. Οποία απογοήτευση. Δεν ταιριάζουν πια…

 

Βιασμός της Ιστορίας λέγεται. Τι τραγικό. Βιαστές υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Ένθεν και ένθεν. Και καλά, οι βιαστές της ερυθράς ημισελήνου έχουν το λόγο τους. Οι άλλοι όμως; Από την από δω μεριά; Τι λόγο έχουν; Συμβιβάστηκαν τόσο γρήγορα με το έγκλημα; Μόλις 48 χρόνια είναι. Όχι 48 αιώνες! Οι τραγικοί. Πουλάνε συνθήματα στα θύματα. Και αποδέχονται το βιασμό της Ιστορίας που τους επιβάλλουν οι βάρβαροι. Και κάποιοι ξένοι έμποροι των εθνών. Ανακαλύπτουν κατά καιρούς και γλωσσάρια. Τα πλασάρουν σαν χαπάκια για τη χώνεψη οι αφιλότιμοι.

 

Ευτυχώς, που υπάρχουν και οι ποιητές. Για να θυμίζουν την πραγματική Ιστορία. Στους κατακτητές. Αλλά και στους δικούς μας τους ταγούς. Όλους αυτούς, που επί 48 χρόνια, εμφανίζονται άψυχοι. Δειλοί. Σκύβουν το κεφάλι. Και υποχωρούν, υποχωρούν, υποχωρούν…

 

Τους φωνάζει απεγνωσμένα ο Κώστας Μόντης:

Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή

που μας την κουβαλήσατε!

Αλήθεια πέστε μου,

μετρήσατε πόσοι άλλοι πέρασαν απ’ το νησί

πριν από εσάς πανίσχυροι κ’ επιφανείς

κι ούτε για δείγμα καν δεν έμεινε κανείς;

 

Και οριοθετεί τις αντοχές του λαού μας μ’ αυτούς τους στίχους:

 Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες

τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους

εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές

πάνω στον ρότσον τους.

 

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ποιητές! Κλείστε τ’ αφτιά στους ταγούς. Ακούστε μόνο τους ποιητές. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να κρατηθούμε από την Ιστορία! Την πραγματική Ιστορία! Όχι τη βιασθείσα!