Δημήτρης Στρατής: «Αιρετική αφήγηση»,  εκδόσεις Αριστοτέλους 2019.
 
Ευαίσθητος δέκτης κοινωνικών πεπραγμένων αλλά και δραστήριος πομπός ουμανιστικών μηνυμάτων. Αυτές είναι, κατά την άποψή μου, δυο βασικές προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί όποιος επιθυμεί να ονομάζει εαυτόν ποιητή. Ο Δημήτρης Στρατής, με την πρώτη κιόλας ποιητική κατάθεσή του υπό μορφή εκδομένου έργου, πιστεύω πως έχει υπερβεί επιτυχώς τον πήχη των συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Κι άμα οι στοχεύσεις είναι σωστές, δύσκολα ξεστρατίζει κανείς.
 
Το πρώτο εισαγωγικό ποίημα της συλλογής, «Αιρετική αφήγηση», στο οποίο οφείλει τον τίτλο του όλο το βιβλίο, αποτελεί διακήρυξη αρχών, αξιών και θέσεων, δημοσιολογικού κυρίως περιεχομένου, αλλά και κοινωνικής ευαισθησίας. Ο Δ.Σ. προετοιμάζει, προϊδεάζει, εισαγάγει τον αναγνώστη του στα όσα θα ακολουθήσουν: «Στο βιβλίο τίποτα νέο δεν θα βρεις / μόνο μια αφήγηση αιρετική / που τεχνηέντως περιπλανάται / με ανθρώπους και λέξεις του περιθωρίου / θα βρεις όσα επιμελώς καταχωνιάζονται / ή κείτονται σκονισμένα στο ράφι / εκτός δημόσιας σφαίρας / ζουν στην πίσω τσέπη των ποιητών». (σελ. 11)
 
Κατά την άποψή μου, ο νέος ποιητής προσλαμβάνει σωστά την πνευματική ανάταση που η ποίηση οφείλει να προσφέρει στον αναγνώστη της, πέραν της αισθητικής τέρψης. Έτσι, μ’ έναν αστικό λυρισμό και με εικόνες διαυγείς και μονοσήμαντες, μιλά για την ελπίδα. Μια ελπίδα με σαφές κοινωνικό υπογάστριο: «Ένας στρατιώτης βγάζει το χακί / η  Ειρήνη για ζωή κραυγάζει / Μια κόρη γίνεται μητέρα για πρώτη φορά / φέρνει στον κόσμο ένα χαμόγελο / Ένα γιασεμί μοσχοβολά στη γειτονιά / κι ο γέρο χρόνος καπνίζει στη γωνιά». (σελ. 16)
 

Ο Δ.Σ. γράφει ποίηση με σαφείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Ποίηση υπέρ φτωχών, αδύνατων και καταφρονημένων. Και ενεργεί τοιουτοτρόπως με ωριμότητα, πίκρα και πόνο για το ατελέσφορο των κοινωνικών αγώνων, αλλά και για τη θέληση για πάλεμα που με τον καιρό ατονεί: «…με χέρια ενωμένα… πορευτήκαμε / στης ματωμένης Κυριακής τα εγερτήρια… / …πέρασαν χρόνια από τότε και ξεχαστήκαμε / σαν μνημόσυνα Κυριακής, συλλυπητήρια». (σελ. 21)

 
Ο νέος ποιητής αντιμάχεται τον κομφορμισμό, τη συμβατικότητα, την προσαρμογή, τον καθωσπρεπισμό, τη συμμόρφωση με όρους και κανόνες απαράβατους της καθεστηκυίας τάξης: «Κάπου ανάμεσα στο αφήγημα της συνήθειας / σε καλοβαλμένα γραφεία / είναι οι λίγοι ανισόρροποι στοχαστές / που βουλεύονται μόνο με σφυρί και δοξάρι / Κάπου ανάμεσα στις υπαγορεύσεις / με σχέδιο ίδιο και σταθερά αρχιτεκτονικό / είναι κι αυτοί που αρνούνται πεισματικά / καλούπια και κλουβιά». (σελ. 22)
 
Ακόμη ένα συναφές θέμα που απασχολεί τον Δ.Σ. είναι η αλήθεια και πώς αυτή προσλαμβάνεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Σ’ ένα μάλλον φιλοσοφικής πνοής ποίημά του ο νέος δημιουργός πραγματεύεται τις διάφορες αποχρώσεις της αλήθειας, εντρυφώντας κριτικά σε διάφορους ανθρώπινους χαρακτήρες. Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; «Είναι για τους δειλούς / βαγόνι άπιαστο κι ακίνητο / Είναι για τους τρελούς / γυμνό ξωτικό κι αμίμητο / Είναι για τους φελλούς / βουνό προσωπείων αναρίθμητο». (σελ. 15)
 
Ο νέος ποιητής όμως δεν κοιτάζει μόνο τον έξω κόσμο, το φυσικό, κοινωνικό και αστικό περιβάλλον, κοιτάζει και εντός του. Στα ενδοσκοπικά ποιήματά του αναμετράται με τα συνειδησιακά του αναχώματα. Είναι έντονα αυτοκριτικός και αυστηρά κριτικός για τα όσα κοινωνικά περιβάλλουν τον καθένα από εμάς, αλλά πρωτίστως τον ίδιο μας τον εαυτό, τον εαυτό του Δ.Σ. στην προκειμένη περίπτωση: «Αλλάζει χρώματα ο βούρκος με νέες λέξεις / οθόνες πάνε κι έρχονται αναμεταδίδοντας την πλάση / σπασμένα νερά, καθρέφτες που γυαλίζουν / να’ τος πάλι ο εαυτός σου». (σελ. 20)
 
Σε ένα από τα πιο εκτενή αλλά και πιο εύστοχα ποιήματα της συλλογής ο Δ.Σ. υμνεί τη βροχή, κυριολεκτικά, μεταφορικά, αλληγορικά αλλά πάντοτε ευφάνταστα και μεθοδικά. Κυρίως στέκεται στις εξαγνιστικές, καθαρτικές ιδιότητες της βροχής: «Βροχή μου εφέτος αθρόα εξ ουρανών κατέβηκες / υπερχείλισες τα φράγματα του νου…» ή «Απόψε όμως βροχή μου λίγο περισσότερο / να κατέβεις θα ‘θελα και να ανοίξεις λεωφόρους / Σαν άγριος ποταμός να τα σκεπάσεις όλα…» (σελ. 28) Η βροχή του Δ.Σ. πίπτει θεραπευτικά και επί των κοινωνικών στρεβλώσεων, επί της αδικίας, της αναλγησίας, της υποκρισίας, του δόλου: «…Χείμαρρος ορμητικός μονάχα αν ξεχυθείς / άγκυρα θα ρίξουμε θαρρώ στο νιο μας κόσμο». (σελ. 29)
 
Όταν ο Δ.Σ. επιτυγχάνει να συνδυάσει τη δύναμη της απλότητας με την ισχύ της παραστατικότητας, ο στίχος του γίνεται ιδιαίτερα ευθύβολος, εύστοχος και ευφυής. Να πως αντιπαραβάλλει τον έρωτα με την πολιτική, παρουσιάζοντας τους ως αντίπαλους παίκτες. Η πολιτική υπερισχύει με την καπατσοσύνη της, αλλά μόνο φαινομενικά. Στην πραγματικότητα νικητής είναι ο έρωτας, με τη δύναμη της ταπεινότητας του. Παραθέτω ολόκληρο το ολιγόστιχο ποίημα: «Ο έρωτας και η πολιτική / μια μέρα βρέθηκαν απέναντι / σε μια παρτίδα σκάκι / Σε τρεις κινήσεις η πολιτική / η έξυπνη έκανε ρουά ματ / μα ο έρως με μειδίαμα αναφώνησε… / ‘τα πιόνια εγώ τα κερδίζω’». (σελ. 41)
 
Ο Δ.Σ. ακόμα κι όταν προσεγγίζει την ερωτική θεματική, δεν εγκαταλείπει τη φιλοσοφική, σκωπτική του διάθεση και τον κοινωνικό του προβληματισμό, συνδυάζοντας όλα τα πιο πάνω και με μια λυρική έφεση. Πάντοτε επιχειρεί, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ευστοχία, να εισχωρήσει στο μεδούλι των πραγμάτων: «Οι κρυφοί έρωτες ας φανερωθούν τιμής ένεκεν / στα εκατομμύρια ερώτων / που ποτέ τους δεν ειπώθηκαν / δεν λυτρώθηκαν κι έγιναν στίχοι και τραγούδια». (σελ. 43)