Εννέα μήνες μετά τότε που πρωτοεμφανίστηκε η πανδημία του νέου κορωνοϊού πολλά σημαντικά θέματα που αφορούν την ασθένεια παραμένουν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Σε όλο τον κόσμο, γιατροί, ειδικοί, εργαστήρια και πανεπιστήμια δίνουν αγώνα όχι μόνο για να βοηθήσουν όσους ασθενούν, αλλά για να αποκωδικοποιήσουν την COVID-19, προκειμένου να τη νικήσουν. 

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η έρευνα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Ανατολικής Αγγλίας (University of East Anglia, UEA) η οποία εξέτασε τη σχέση της αρτηριακής υπέρτασης και του νέου κορωνοϊού. Μιλώντας στον «Φιλελεύθερο», ο επικεφαλής των ερευνητών, δρ Βασίλης Βασιλείου, αναπληρωτής καθηγητής καρδιολογίας στο University of East Anglia και ειδικός καρδιολόγος στο νοσοκομείο Royal Brompton στο Λονδίνο, ανέφερε πως όλα ξεκίνησαν από μια επιστημονική δημοσίευση από την Ουχάν της Κίνας στην αρχή της πανδημίας. Η μελέτη αυτή ανέδειξε ένα θεωρητικό ρίσκο ευπάθειας και κινδύνου θανάτου σε ασθενείς με COVID-19 με υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση) και τη λήψη συγκεκριμένων αντιυπερτασικών φαρμάκων. Τα ευρέως διαδεδομένα αντιυπερτασικά αυτά φάρμακα είναι τα σκευάσματα αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (α-ΜΕΑ) όπως Ramipril, Lisinipril, Enalapril, Perindopril ή αποκλειστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ (σαρτάνες) όπως Losartan, Candesartan, Irbesartan, Olmesartan, Valsartan, Telmisartan.

Το θεωρητικό ρίσκο ήταν βασισμένο στον μηχανισμό δράσης και τον τρόπο που αλληλοεπιδρούν τα φάρμακα αυτά με τα κύτταρα του οργανισμού και την πιθανότητα να διευκολύνουν την είσοδο του ιού στον πνευμονικό ιστό. Αυτό προβλημάτισε τους ειδικούς και ιδιαίτερα τους καρδιολόγους, που ήθελαν να διερευνήσουν περαιτέρω την πιθανή συσχέτιση των πιο πάνω συνταγογραφούμενων αντιυπερτασικών φαρμάκων με την COVID-19.

Επιπρόσθετα, αφότου, ανακοινώθηκε η αρχική μελέτη, πολλοί ασθενείς σε θεραπεία με αυτά τα σκευάσματα ανησύχησαν και αρκετοί διέκοψαν την αγωγή από μόνοι τους. Έτσι, η ιατρική ομάδα γύρω από τον δρα Βασιλείου συγκέντρωσε στοιχεία ασθενών από πολλά νοσοκομεία και τα ανέλυσε, ώστε να παρέχουν ξεκάθαρες οδηγίες και συμβουλές στην ευπαθή ομάδα των ασθενών με υπέρταση.

Στο πλαίσιο της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό Current Atherosclerosis Reports αναλύθηκαν στοιχεία περισσότερων από 28.000 ασθενών, το μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείγμα που έχει μελετηθεί ως τώρα. Αυτό που έδειξε η έρευνα ήταν πως στα άτομα που υποφέρουν από υπέρταση και που λαμβάνουν σκευάσματα α-ΜΕΑ ή σαρτάνες όχι μόνο δεν αυξήθηκε ο κίνδυνος θανάτου, αλλά επιπλέον δεν νόσησαν τόσο βαριά. Συγκεκριμένα είχαν κατά ένα τρίτο (33% ) λιγότερη πιθανότητα νοσηλείας σε μονάδες εντατικής θεραπείας, διασωλήνωσης ή θανάτου σε σχέση με υπερτασικά άτομα που δεν λάμβαναν αυτά τα φάρμακα.

Ο λόγος που ξεκινήσαμε να ερευνούμε αυτό το θέμα ήταν οι ανησυχίες των ασθενών που φοβήθηκαν όταν δημοσιεύτηκε η πρώτη μελέτη και οι οποίοι δικαίως αναρωτιόντουσαν αν θα έπρεπε να σταματήσουν να παίρνουν τα φάρμακά τους για την πίεση, εξήγησε. «Έπρεπε να απαντήσουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και εμείς οι ίδιοι οι γιατροί οφείλαμε να ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει και αν αυτά τα φάρμακα που τόσο συχνά συνταγογραφούμε παραμένουν ασφαλή σε σχέση με την COVID-19. Η καλή ρύθμιση  της αρτηριακής πίεσης είναι πολύ σημαντική για την υγεία σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της COVID-19. Πλέον γνωρίζουμε πως άτομα με υπέρταση έχουν μεγαλύτερη ευπάθεια στο κορωνοϊο οπότε συμμόρφωση με την αντιυπερτασική αγωγή είναι εξαιρετικά σημαντική», επεσήμανε.

Ο αριθμός των ανθρώπων που πάσχουν από υψηλή αρτηριακή πίεση, ξεπερνά το 1,2 δισεκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, ενώ η υπέρταση εκτιμάται ότι προκαλεί περίπου 7,5 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Στη Αγγλία, επεσήμανε ο Βασίλης Βασιλείου παρατηρήθηκε αύξηση των ασθενών που σταμάτησαν να παίρνουν αντιυπερτασικά φάρμακα, ενώ τα χρειάζονταν. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές επιπλοκές της υπέρτασης γενικότερα και ειδικότερα σε σχέση με το κορωνοϊό, είναι σαφές πως η ανησυχία για τη διακοπή των φαρμάκων ήταν εύλογη. Η μελέτη αυτή έρχεται να καθησυχάσει τους ασθενείς και να τους πείσει να συνεχίσουν να παίρνουν τα φάρμακά τους.

Οι ειδικοί πιστεύουν πως αυτά τα φάρμακα βοηθούν τους ασθενείς να ελέγχουν την πίεσή τους κάτι που ενισχύει και τη μάχη όσων νοσήσουν από τον νέο κορωνοϊό. «Ανεξέλεγκτη πίεση και COVID-19 είναι ένας πολύ κακός συνδυασμός», σχολίασε ο Κύπριος ειδικός. Επίσης, τα φάρμακα για την αρτηριακή πίεση, έχουν κάποιου είδους αντιφλεγμονώδη δράση και αυτό βοηθά στην καταπολέμηση της ασθένειας. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως οι ερευνητές δεν μπορούν να απαντήσουν στο παρόν στάδιο, αν τα υπερτασικά φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της COVID-19 ασθενών που δεν πάσχουν από υπέρταση ή ανθρώπων που τα λαμβάνουν για άλλες ασθένειες, όπως ο διαβήτης. Αυτό είναι ίσως, κάτι που θα ερευνηθεί στο μέλλον.

Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τους ειδικούς είναι οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές της COVID-19 και οι πιθανές βλάβες που αφήνει στην καρδιά. Ένας στους δύο ασθενείς που απαιτούν νοσηλεία σε νοσοκομείο παρουσιάζουν καρδιακές επιπλοκές. Κάποιες από αυτές είναι βραχυπρόθεσμες χωρίς σοβαρές συνέπειες, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις ενδεχομένως πρόκειται και για μόνιμες βλάβες. «Σε ό,τι αφορά την καρδιά βλέπουμε ότι η COVID-19 δημιουργεί ίνωση του μυοκαρδίου ή ότι μπορεί να προκαλέσει μυοπερικαρδίτιδα. Επίσης, βλέπουμε προβλήματα με τους πνεύμονες, το δέρμα, τους νεφρούς, ενώ καταγράφεται ακόμη και αύξηση των εγκεφαλικών επεισοδίων. Η COVID-19 επηρεάζει τα πάντα». Πλέον γνωρίζουμε πολύ καλύτερα σε σχέση με την αρχή της πανδημίας πώς να αντιμετωπίσουμε τους πάσχοντες από κορωνοϊό στην οξεία φάση της ασθένειας. Αυτό που δεν ξέρουμε σε σχέση με τις χρόνιες επιπλοκές, ανέφερε είναι για πόσο καιρό θα διαρκέσουν και αν θα είναι μόνιμες.

Είναι γι’ αυτό το λόγο, υποστηρίζει ο δρ Βασίλης Βασιλείου, που με αφορμή τον νέο κορωνοϊό είναι ευκαιρία να εξετάσουμε γενικότερα το θέμα της υγείας. Επιβάλλεται να υιοθετήσουμε ένα υγιέστερο τρόπο ζωής με σωστή διατροφή, άσκηση και απώλεια υπερβολικού βάρους, που θα μας θωρακίσουν απέναντι σε απειλές όπως αυτές της COVID-19. Όσον αφορά την ασφάλεια των φαρμάκων σε σχέση με τη COVID-19 το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: τα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι ασφαλή και οι ασθενείς θα πρέπει να συνεχίσουν την αγωγή τους.

Είμαστε σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουμε την ασθένεια

Οι τελευταίοι εννέα μήνες ήταν εξαιρετικά δύσκολοι. Πλέον όμως η ιατρική κοινότητα είναι σε θέση να κατανοήσει πολύ καλύτερα την ασθένεια αυτή και να την καταπολεμήσει. Όταν άρχισε η εξάπλωση της πανδημίας πολλές αποφάσεις παίρνονταν στα τυφλά ή βασίζονταν σε ελλιπή στοιχεία. Σήμερα, το παζλ συμπληρώνεται και γι’ αυτό η ανθρωπότητα είναι σε καλύτερο σημείο από ό,τι στην αρχή. 

Κατ’ αρχήν είναι πολύ πιθανόν πως ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο θα ενισχύσει σύντομα τη μάχη κατά της COVID-19. Ακόμη κι αν είναι ένα εμβόλιο όπως αυτό της γρίπης που θα χρειαστεί να επαναλαμβάνεται κάθε εύλογο χρονικό διάστημα, εντούτοις θα βοηθήσει σημαντικά στο να σταματήσει η εξάπλωση της μόλυνσης. Επίσης, πλέον ξέρουμε περισσότερα και για τα αντιικά φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν την ίαση ανθρώπων που έχουν μολυνθεί και το κυριότερο να αυξήσουν τις πιθανότητες ίασης για αυτούς που έχουν νοσήσει πιο σοβαρά. Πολλές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη γύρω από τα φάρμακα και ίσως το επόμενο διάστημα έχουμε περισσότερα καλά νέα. «Σε σχέση με τον Μάρτη όταν ξεκινήσαμε και δεν είχαμε καθόλου ιδέα, σήμερα έχουμε περισσότερες γνώσεις για τα φάρμακα και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό», ανέφερε ο δρ Βασίλης Βασίλης.

Την ίδια στιγμή το ιατρικό προσωπικό έμαθε πώς να χειρίζεται τη νοσηλεία στις ΜΕΘ των ασθενών αυτών, οι οποίοι χρειάζονται μια ιδιαίτερη μεταχείριση και αυτό βοηθά στο να σώζονται περισσότερες ζωές. Αλλά και τα ίδια τα νοσοκομεία ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να προστατεύεται το προσωπικό του και ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μολύνονται ιατροί και νοσοκόμες. Αλλά η προσωπική υγιεινή είναι ένα δυνατό «όπλο» στη μάχη εναντίον της COVID-19. Καλό πλύσιμο το χεριών και τήρηση των αποστάσεων υγιεινής, απλά σημαίνει μικρότερες πιθανότητες να ασθενήσει κάποιος. Και τέλος η χρήση μάσκας δρα αποτρεπτικά και βοηθά στο να έχουμε λιγότερες μολύνσεις. 

Όλα αυτά μας βοηθούν να καταπολεμήσουμε την ασθένεια όσον το δυνατόν πιο αποτελεσματικά γίνεται. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα, αλλά όλοι εύχονται και αγωνίζονται πως τώρα που έρχεται ο χειμώνας δεν θα ξαναζήσουμε τις εφιαλτικές στιγμές του περασμένου Μαρτίου.

Στην κορύφωση της πανδημίας δουλέψαμε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες

Η Βρετανία ήταν από τις χώρες που επλήγησαν ιδιαίτερα από τον φονικό κορωνοϊό, εξαιτίας της επιλογής της κυβέρνησης να μην πάρει μέτρα εγκαίρως για να σταματήσει την εξάπλωση της πανδημίας. Η κατάσταση στα νοσοκομεία της χώρας, τους μήνες της κορύφωσης της υγειονομικής κρίσης ήταν τρομερή. Ο δρ Βασίλης Βασιλείου αναφέρθηκε στις πρωτόγνωρες συνθήκες που βίωσε αυτός και οι συνάδελφοί του, δηλώνοντας συγκλονισμένος από την εμπειρία που έζησε. Όταν ξεκίνησε η ασθένεια να εξαπλώνεται, υπήρχε μια ανησυχία για το αν θα υπάρχουν αρκετές κλίνες, κυρίως στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας για όσους θα τις χρειαστούν. Επομένως, οτιδήποτε μη απαραίτητο, για παράδειγμα επεμβάσεις για κοίλες ή εγχειρήσεις αρθρώσεων σταμάτησε να γίνεται. Υπήρχε συντονισμός ανάμεσα στα νοσοκομεία και καταρτίστηκε σχέδιο για το πώς θα διαχειριζόμασταν τους ασθενείς του νέου κορωνοϊού. Δόθηκε έμφαση πάντως στο να υπάρχουν διαθέσιμες μονάδες ΜΕΘ.

Αν και υπήρχε συνεργασία μεταξύ των νοσοκομείων, εντούτοις όταν άρχισε η εισαγωγή μεγάλου αριθμού ασθενών φάνηκε και πόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα. Οι ελλείψεις ήταν μεγάλες όχι μόνο σε εξοπλισμό αλλά και ιατρικό προσωπικό, το οποίο έφτασε τα όριά του. «Ενώ προηγουμένως σε κάθε μονάδα εντατικής παρακολούθησης υπήρχε, για παράδειγμα μια νοσοκόμα για κάθε ασθενή, με την κορύφωση της πανδημίας μια νοσοκόμα έπρεπε να επιβλέπει τρεις και τέσσερις ασθενείς. Έρχονταν νοσοκόμοι από άλλες μονάδες, γιατροί και φοιτητές που δεν είχαν καμία σχέση με τις ΜΕΘ επιστρατεύτηκαν για να βοηθήσουν», εξήγησε.

Ο προσωπικός εξοπλισμός προστασίας των γιατρών και των νοσοκόμων δεν ήταν αρκετός για να καλύψει τις ανάγκες τους. «Αρχικά δεν είχαμε αρκετό αριθμό στολών, αναγκαστήκαμε να τις φορούμε πάρα πολλές ώρες. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση να εργάζεται κάποιος κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, χωρίς να έχει τον απαραίτητο εξοπλισμό», δήλωσε ο Κύπριος γιατρός, τονίζοντας πως αυτό ήταν κάτι που το βίωσαν πολλοί γιατροί και νοσοκόμες σε ολόκληρη την Ευρώπη, φέροντας το παράδειγμα μιας Ιταλίδας νοσοκόμου, η οποία έγραψε ένα άρθρο, στο οποίο κατέγραφε τις εμπειρίες της, λέγοντας πως έφτασε στο σημείο να φορούν πάνες μιας χρήσης προκειμένου να μη χρειαστεί να πάνε τουαλέτα και να βγάλουν την ιατρική στολή και να χρειαστούν μια άλλη. 

Και μετά θυμάται, πόσο έντονα είχε καταβάλει όλους το συναίσθημα της κούρασης με ατέλειωτες βάρδιες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας. Οι ασθενείς με COVID-19 θέλουν πολύ περισσότερη προσοχή από ό,τι οι άλλοι ασθενείς. Δεν υπήρχε αρκετό προσωπικό για να καλύψει τις ανάγκες. Υπήρχαν γιατροί και νοσοκόμοι που δούλευαν για δώδεκα ώρες κάθε μέρα, χωρίς σταματημό.

Και το πιο δύσκολο ήταν, τονίζει, πως όλοι μέσα στα νοσοκομεία έκαναν ό,τι μπορούσαν, παρόλα αυτά όμως έχαναν πολλούς ασθενείς. «Ήταν ένα πολύ άσχημο συναίσθημα. Συνήθως, παίρνοντας ασθενείς στις ΜΕΘ ελπίζουμε πως θα τους δούμε να αναρρώνουν και να γίνονται καλά. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τους ασθενείς με COVID-19. Ένας στους δύο που νοσηλεύτηκε σε μονάδες εντατικής παρακολούθησης έχασε τη ζωή του και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Βρετανία οι γιατροί δεν προχωρούσαν σε εισαγωγή ΜΕΘ αν δεν πίστευαν πως ο ασθενής είχε πιθανότητες να τα καταφέρει. Τα άτομα αυτά ήταν ασθενείς χωρίς πολλά προβλήματα υγείας και ωστόσο πολλά δεν επιβίωσαν. Αποκαρδιωτική κατάσταση», επεσήμανε. Δεν είναι εύκολο για ένα γιατρό, τόνισε, να βλέπει τους ασθενείς του να υποφέρουν αβοήθητοι. Ασθενείς που πριν ήταν καθόλα υγιείς αλλά και νεαροί που υπέφεραν για μέρες ή και που έχαναν στο τέλος τη ζωή τους. 

Και επιπλέον υπήρχε ο φόβος της επαφής με τις οικογένειες. «Πήγαινες σπίτι και φοβόσουν να έρθεις κοντά με αυτούς που αγαπάς περισσότερο. Είχα συναδέλφους που κοιμόντουσαν τις μέρες εκείνες στους ξενώνες των νοσοκομείων όπου εργάζονταν, προκειμένου να προστατέψουν τα ευάλωτα μέλη των οικογενειών τους ή άλλους που πήγαιναν στο σπίτι τους και απομονώνονταν σε ένα δωμάτιο για να μην δουν κανένα».

Πέθαναν μόνοι και αβοήθητοι 

Το άλλο το οποίο ήταν δύσκολο και για τους ασθενείς αλλά και για το ιατρικό προσωπικό ήταν το πόσο μόνοι τους ήταν μέσα στα νοσοκομεία όσοι είχαν νοσήσει. Ήταν μια τρομακτική κατάσταση για τους ασθενείς, περιέγραψε ο δρ Βασιλείου. «Σκέψου να έχεις μολυνθεί από μια νέα ασθένεια, για την οποία δεν γνωρίζεις πολλά. Να είσαι στο νοσοκομείο να υποφέρεις με έντονα συμπτώματα και να είσαι μόνος σου, αφού οι επισκέψεις συγγενών και φίλων απαγορεύονταν. Ούτε καν ένας γιατρός ή μια νοσοκόμα δεν μπορούσε να σου προσφέρει ένα χάδι, μια αγκαλιά να σου μιλήσει έστω, μια ενθαρρυντική κουβέντα». Και το χειρότερο αυτοί που δεν τα κατάφερναν και τελικά πέθαναν. Μακριά από τις οικογένειές τους, χωρίς κανένα δίπλα τους να τους κρατάει το χέρι, να τους πει μια ενθαρρυντική κουβέντα. Εξίσου, τραυματική θα πρέπει να ήταν η εμπειρία και για τους συγγενείς. Πώς να καταφέρεις, άλλωστε να χωνέψεις ότι ο δικός σου απεβίωσε, υποφέροντας μόνος του στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου;