Αγαπημένε μου πατέρα,

Στις 10 του Μάη συνέβη αυτό που όλοι φοβόμασταν. Εγκατέλειψες για πάντα τα εγκόσμια μετά από 51 μαρτυρικές μέρες νοσηλείας στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου. Κι όσο προετοιμασμένος κι αν νομίζει κανείς ότι είναι για να δεχθεί τον θάνατο, τελικά αυτός πάντα τον πιάνει απροετοίμαστο. Πολύ περισσότερο όταν αυτός που αποχαιρετάς είναι ο γονιός σου. Τότε και μόνο τότε νιώθεις πόσο αμετάκλητα οριστική και τελεσίδικη είναι η απώλεια. Τότε και μόνο τότε αισθάνεσαι αυτή τη βίαιη αποκοπή από τη ρίζα σου.

Σήμερα, σε μένα έλαχε το θλιβερό προνόμιο να πω δυο λόγια για σένα παπά μου. Εσύ τα λες καλύτερα, μου είπαν. Μα εγώ έγραφα και έσβηνα όλο το βράδυ, πασχίζοντας να ταιριάξω τις ρημάδες τις λέξεις μεταξύ τους. Βλέπεις, όσες χιλιάδες κείμενα κι αν έχεις γράψει στη ζωή σου, είναι και κάποια που απλά δεν έχεις τη δύναμη.

Οι τελευταίοι μήνες ήταν πολύ δύσκολοι για όλους μας, μα κυρίως για σένα. Περνούσες όμως τη δοκιμασία σου αγόγγυστα, δίχως μεμψιμοιρίες, χωρίς παράπονα. Θα είμαι ειλικρινής: το τελευταίο διάστημα μείωσα τον χρόνο των καθημερινών μου επισκέψεων. Η αδερφή μου ήταν πολύ πιο δυνατή από μένα. Δεν άντεχα να βλέπω αυτή την εικόνα. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν ότι δεν σου άξιζε αυτό που περνούσες και ευχόμουν να λυτρωθείς το συντομότερο δυνατό. Ήταν από την αρχή της διάγνωσης ένας άνισος αγώνας. Μια ψυχοφθόρα διαδικασία αντίστροφης μέτρησης. Αργή και βασανιστική, δίχως γυρισμό, χωρίς την παραμικρή ελπίδα. Με σίγουρη κατάληξη τον θάνατο. Ο οποίος ήρθε σαν λύτρωση από το μαρτύριο πιο γρήγορα ακόμη και από τις ιατρικές προβλέψεις. Κι ας πάλεψες παλικαρίσια μέχρι τέλους με απαράμιλλη δύναμη και σθένος, με αξιοθαύμαστη γενναιότητα, κόντρα σε όλα τα σε βάρος σου προγνωστικά.

Σήμερα παπά μου, εμείς, η οικογένειά σου, βρισκόμαστε μπροστά στην πιο άβολη και δύσκολη μέρα της ζωής μας. Πώς να αποχαιρετίσεις για πάντα τον επί 54 χρόνια σύντροφό σου; Πώς να αποχαιρετίσεις αλήθεια τον πατέρα σου; Αυτόν που σε μεγάλωσε και σου έδωσε ζωή.

Παπά μου, έζησες μια απλή και νήνεμη ζωή. Δούλεψες σκληρά, ήξερες όμως να περνάς όμορφα και να απολαμβάνεις τις χαρές της ζωής και παρά την προσφυγιά και το ξεκίνημα από το μηδέν δε στερηθήκαμε τίποτα. Στο πέρασμά σου μόνο φιλίες, εκτίμηση και σεβασμός. Λάτρευες τη θάλασσα και το ποδόσφαιρο, ταξιδεύατε με τη μάμα και μέχρι λίγο πριν σε εγκαταλείψουν οριστικά οι δυνάμεις σου φρόντιζες το περιβόλι σου και ήσουν περήφανος για τη σοδειά σου. Είδες την πρωτότοκη κόρη σου και μένα να μεγαλώνουμε χαρούμενες και να ζούμε ευτυχισμένες, η Μαρία δίπλα στον Τρύφωνα και εγώ πλάι στον Κωνσταντίνο. Τα εγγόνια σου Χρίστο και Αντριάνα που σε λάτρευαν και τον Βενιαμίν της οικογένειας, τον Οδυσσέα μας, που θα φροντίσουμε να σε μάθει ακόμη καλύτερα μέσα από τις αναμνήσεις και τις διηγήσεις μας. Υπέροχος σύζυγος, υποδειγματικός πατέρας, πάντα δίκαιος και πάντα κοντά μας. Αθόρυβος και αποτελεσματικός. Λιτός στον λόγο σου, αλλά πάντα ξεκάθαρος. Στήριγμα και οδηγός για τους φίλους σου, συνοδοιπόρος στις επιλογές των παιδιών σου. Λένε ότι «αν τα παιδιά σου τα καταφέρνουν και χωρίς εσένα, τότε έχεις πετύχει ως γονιός». Και εσύ πέτυχες παπά μου.

Κουράστηκες όμως. Οι τελευταίες μέρες της επίγειας ζωή σου ήταν εφιαλτικές. Και εύχομαι κανένα παιδί να μη δει τον πατέρα του ή κάποιο δικό του άνθρωπο σε αυτή την άθλια και τραγική κατάσταση. Διότι κανένας άνθρωπος δεν αξίζει αυτό το τέλος. Πολύ περισσότερο εσύ.

Παπά μου, βιώνουμε όλοι σήμερα μες τη βουβή οδύνη μία ακόμη επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης «οι καλοί φεύγουν νωρίς». Πίσω από τα βαρύγδουπα λόγια των αποχαιρετισμών, μια αλήθεια κρύβεται που εμείς τα παιδιά σου αισθανόμαστε μπροστά στο φέρετρό σου: πως όταν πεθαίνει ο γονιός μας, μαζί πεθαίνει και ένα κομμάτι του εαυτού μας, ένα κομμάτι της παιδικότητας, της εφηβείας, της νιότης μας. Διότι τίποτα και κανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία του γονιού. Αν είναι όμως κάτι που μας παρηγορεί είναι ότι εσύ λυτρώθηκες πια. Πλέον πονάμε μόνο εμείς.

Αγαπημένε μας, τούτη τη δύσκολη και επώδυνη ώρα του οριστικού μας αποχωρισμού σου απευθύνουμε ένα ολόψυχο και εγκάρδιο ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μας και σου υποσχόμαστε πως θα εξακολουθείς να αποτελείς τον φωτεινό οδοδείκτη στον δρόμο της ζωής μας.

Παπά μου, φεύγεις όπως ήρθες. Με τα χέρια καθαρά. Έντιμος, αγνός, αξιοπρεπής και ακέραιος ως το τέλος. Κι αυτή είναι η ακριβή μας κληρονομιά. Να πας στο καλό παπά μου. Να ξεκουραστείς, να ησυχάσεις και να μην έχεις έγνοια για κανένα. Καλό ταξίδι στο απροσμέτρητο φως, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός.

[Εις μνήμη του πατέρα μου, Κυριάκου Χαραλάμπους, 24.11.1947 – 10.5.2024]