Τίποτα λιγότερο από μια σκηνή θεάτρου του παραλόγου δεν ήταν το φιάσκο στον αυτοκινητόδρομο με τους κυνηγούς, τις φουκούδες και την κυβέρνηση να παρακολουθεί αμήχανα, μέχρι να αποφασίσει ο Πρόεδρος να σηκώσει το τηλέφωνο. Και το θέατρο αυτό συνεχίζεται. Σε μια από τις λίγες ουσιαστικές παρεμβάσεις του, που μας βρίσκουν σύμφωνους, ο Γενικός Εισαγγελέας άδειασε και τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως και τον Αρχηγό Αστυνομίας και την Κυβέρνηση στο σύνολό της. Στο τελευταίο χθεσινό σκηνικό, παρενέβη και ο Νίκος Χριστοδουλίδης. Αντί να απολογηθεί για το πρωτοφανές φιάσκο, επέλεξε να επιτεθεί στους επικριτές του, μιλώντας για προεκλογικές σκοπιμότητες. Φταίνε όλοι οι άλλοι, πλην της κυβέρνησης.
Μετά την παρέμβαση της Γενικής Εισαγγελίας, που άδειασε εν ψυχρώ τον Υπουργό Δικαιοσύνης και την ηγεσία της Αστυνομίας για τους χειρισμούς τους, υπήρχε μόνο μία λογική πολιτική πράξη: Η αυτόβουλη απολογία τους. Διότι αν μιλήσουμε για παραίτηση θα καταντήσουμε γραφικοί αφού είναι πλέον αντιληπτό από όλους, πως η εν λόγω έννοια, είναι παντελώς άγνωστη στο χώρο της κυπριακής πολιτικής σκηνής.
Όταν μια ανεξάρτητη αρχή, όπως η Νομική Υπηρεσία, αδειάζει δημόσια δύο κορυφαίους αξιωματούχους σε ζητήματα τήρησης της τάξης και της νομιμότητας, η προσπάθεια να επιρρίψουν οπουδήποτε αλλού την ευθύνη, συνιστά μέγιστη πρόκληση. Και όμως, ο Πρόεδρος όχι μόνο δεν απομάκρυνε οποιονδήποτε, όχι μόνο δεν επέπληξε οποιονδήποτε, όχι μόνο δεν βρήκε τη δύναμη να απολογηθεί για το φιάσκο αλλά επιχείρησε να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν τον λυτρωτή που «επενέβη» για να σταματήσει η ταλαιπωρία.
Πότε επενέβη όμως; Όχι πριν την εκδήλωση των κυνηγών και το κλείσιμο του αυτοκινητόδρομου, όταν υπήρχε χρόνος να προληφθούν οι αυθαιρεσίες. Επενέβη μόνο όταν το χάος έλαβε διαστάσεις. Και όμως, οι κυνηγοί είχαν ζητήσει προ καιρού συνάντηση μαζί του. Αν όντως ήθελε να αποτρέψει την ταλαιπωρία των πολιτών, θα τους είχε δεχθεί εγκαίρως. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση ανέχθηκε το κλείσιμο του αυτοκινητόδρομου, την παραβίαση του νόμου και των στοιχειωδών κανόνων δημόσιας ασφάλειας. Και όταν πια η κατάσταση ξέφυγε, ήρθε η «προεδρική παρέμβαση», σε ρόλο από μηχανής θεού.
Το άδειασμα εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας, όμως, δεν είναι απλώς ένα θεσμικό ράπισμα στην Αστυνομία και τον Υπουργό. Είναι άδειασμα ολόκληρης της Κυβέρνησης. Που σιώπησε, που κρύφτηκε, που συμμάχησε με την ανοχή. Το να υπονοεί ο Πρόεδρος ότι οι επικρίσεις έχουν προεκλογικό χρώμα, είναι επιχείρημα για εσωτερική κατανάλωση.
Δυστυχώς, ο καθένας δύναται να αντιληφθεί αν η δική του συμπεριφορά περιέχει εκλογικό χρώμα. Ο καθένας δύναται να αντιληφθεί ποιος ξοφλά προεκλογικά γραμμάτια του 2023 και ποιος μαζεύει καινούρια για το 2028. Όπως και τι ακριβώς σημαίνει το ότι σήκωσε το τηλέφωνο μόνο όταν η πίεση έγινε αφόρητη.
Κανένα επικοινωνιακό τέχνασμα δεν μπορεί να σβήσει τις εικόνες του αυτοκινητόδρομου, τις φουκούδες, την απραξία της Αστυνομίας και το θέαμα μιας Κυβέρνησης, που δείχνει αδύναμη να επιβάλει την τάξη. Αν ο Πρόεδρος πιστεύει ότι οι πολίτες ξεχνούν επειδή τους προσφέρθηκε λύση εκ των υστέρων, πλανάται.
Ο σεβασμός στους θεσμούς δεν αποδεικνύεται με διακηρύξεις, αλλά με πράξεις. Και οι πράξεις δείχνουν ότι μετά το δημόσιο ράπισμα του Γενικού Εισαγγελέα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο Αρχηγός της Αστυνομίας έπρεπε, τουλάχιστον, να είχαν απολογηθεί. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί συγκάλυψη και αδυναμία ανάληψης ευθύνης.
Η κοινωνία δεν αρκείται πλέον σε φωτογραφίες, χαμόγελα και επικοινωνιακή διαχείριση. Θέλει βαρβάτη διακυβέρνηση, θέλει θεσμική σοβαρότητα, θέλει λογοδοσία. Και η υπόθεση της διαμαρτυρίας των κυνηγών, με την αλαζονεία, την ανοχή της παρανομίας και την κυβερνητική ατολμία, αποκάλυψε ακριβώς το αντίθετο.
Αν λοιπόν ο Πρόεδρος σέβεται πραγματικά τους πολίτες, ας το αποδείξει. Με μια ξεκάθαρη (όπως συνηθίζει να λέει) απολογία για την πρωτοφανή ταλαιπωρία που υπέστη ο κόσμος. Με μια ουσιαστική ανάληψη ευθύνης. Γιατί για την εικόνα που παρουσίασε το κράτος, δεν φταίνε τα κόμματα. Φταίει μόνο η Κυβέρνηση. Από την κορυφή, μέχρι το τελευταίο εκτελεστικό της στέλεχος.
Δυστυχώς, η Πολιτεία γελοιοποιήθηκε μπροστά στα μάτια όλων. Με τους δρόμους κλειστούς, τις φουκούδες αναμμένες και την Αστυνομία απλό θεατή. Αν δεν μπορεί να αποδώσει ευθύνες, ας μη μιλά καν για σεβασμό στους θεσμούς. Γιατί όταν οι νόμοι παραβιάζονται και κανείς δεν τιμωρείται, η δημοκρατία δεν λειτουργεί. Υποκρίνεται. Και γελοιοποιείται. Το ίδιο και η ευνομία!