ΕΙΝΑΙ ένα σενάριο, το οποίο τρομάζει και ανησυχεί όλους. Κυρίως γιατί φαντάζει πραγματικό. Το βλέπουμε όλοι, το αντιλαμβανόμαστε μέσα από την καθημερινότητά μας. Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει στην Κύπρο. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια  αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους μήνες. Η ακρίβεια, όπως εύστοχα αναφέρθηκε σε ρεπορτάζ του «Φιλελεύθερου», σχεδόν «τσιμεντώθηκε».

ΕΙΝΑΙ προφανές πως οι τιμές  δύσκολα θα επιστρέψουν πέντε χρόνια πίσω, όταν στην οικονομία υπήρχε αποπληθωρισμός. Από τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, που αφορούν την περίοδο από το Μάιο του 2020 μέχρι το 2025, προκύπτει ότι οι ανατιμήσεις είναι πολύ σοβαρές και έχουν ενσωματωθεί για τα καλά στις τιμές των πλείστων προϊόντων, τα οποία παραμένουν πανάκριβα.

Ο «Φιλελεύθερος», στο πλαίσιο έρευνας του, αξιοποιώντας τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, έκανε τη σύγκριση μεταξύ Μαΐου 2020 και Μαΐου 2025. Οι τιμές των πλείστων προϊόντων, τα οποία παραμένουν ψηλά, ανεξαρτήτως της σημαντικής μείωσης του ρυθμού αύξησης των τιμών, όπως δείχνει το επίπεδο σήμερα του πληθωρισμού. Αν συγκριθεί, λοιπόν, ο δείκτης τιμών καταναλωτή, αυτής της υπό εξέτασης περιόδου, το αποτέλεσμα δείχνει ότι ο μέσος όρος της ανόδου τιμών  την πενταετία ήταν 17,9%, ενώ την ίδια ώρα δυστυχώς,  ο δείκτης τιμών των τροφίμων αυξήθηκε κατά 19,7%.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ επηρεάζεται και η τιμή του ψωμιού, που θεωρείται ενός από τα βασικότερα προϊόντα, που αποτελούν το βασικό συστατικό στη διατροφή μας. Είναι εκπληκτικό ότι η αύξηση της τιμής του ψωμιού φθάνει στο 23% στην πενταετία, του ρυζιού κατά 21,3% ενώ οι τιμές στα προϊόντα φούρνου και ζαχαροπλαστείου κατέγραψαν άνοδο 21,3%. Στα πιο πάνω πρέπει να περιληφθεί και το γάλα και γενικά τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

ΓΙΝΟΝΤΑΙ πολλά για να περιορισθούν οι τιμές. Φαίνεται, όμως, ότι είναι σε μεγάλο είναι βαθμό χωρίς αποτέλεσμα. Κι αυτό, δυστυχώς, το «κουβαλούν» οι καταναλωτές. Ακόμη και να θέλει κάποιος να περιορίσει τα ψώνια, δεν μπορεί να αποφύγει την αγορά των προϊόντων πρώτης ανάγκης. Πολλές φορές οι τιμές είναι απαγορευτικές για μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να αφεθεί να γίνει κανονικότητα. Θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Κι αυτό είναι πρωτίστως ευθύνη των αρμοδίων.