Αυτός είναι ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου της εικονιζόμενης βραβευμένης Τουρκο-Βρετανίδας συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ, 53, στην οποία η αγγλική Γκάρντιαν αφιερώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κομμάτι.

Είναι μια αληθινή ιστορία έρωτα και πολιτικής που εκτυλίσσεται μεταξύ Κύπρου και Λονδίνου. Ενέχει πολλά. Εκ πρώτης άποψης, αταξινόμητα και ασύνδετα.

Όχι! Μια τέτοια εντύπωση είναι λανθασμένη.

Ενέχει και καλύπτει πολλά. Από το γενεαλογικό τραύμα, το φαγητό στην εξορία, και την χέβι-μέταλ μουσική, που λέει η συγγραφές ότι την βοηθά πολύ στο γράψιμο!

Σε μια ανάρτηση της στο facebook, εξηγεί γιατί ακόμα χρειαζόμαστε μυθιστορήματα:

«Ζούμε σε μια εποχή όπου υπάρχει υπερβολικά μεγάλη πληροφορία αλλά όχι αρκετή γνώση, και ακόμη λιγότερη σοφία. Αυτή η υπερβολική πληροφορία μας κάνει αλαζόνες και μας παραλύει. Πρέπει να αλλάξουμε αυτήν την συνθήκη και να επικεντρωθούμε περισσότερο στη γνώση και τη σοφία. Για τη γνώση χρειαζόμαστε βιβλία, αργή δημοσιογραφία*, podcasts, εις βάθος αναλύσεις και πολιτιστικές αναφορές. Και για τη σοφία, μεταξύ άλλων, χρειαζόμαστε την τέχνη της αφήγησης. Του πνεύματος. Χρειαζόμαστε πιο μακρές φόρμες.».

(*) Με την έννοια «αργή δημοσιογραφία», η συγγραφέας εννοεί ένα άλλο, ευρύτερο  τοπίο των μέσων ενημέρωσης, που να δίνει έμφαση στην στοχαστική, στην εις βάθος δημοσιογραφία και αφήγηση, συχνά δίνοντας προτεραιότητα στην ποιότητα αντί της ταχύτητας και της ποσότητας. Πρέπει να αντιδράσουμε, λέει, στους γρήγορους ρυθμούς και στην … επιβαλλόμενη ανάγκη να «βγάζουμε» την είδηση στον «αέρα» όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Λες και, αν την δώσουμε με λίγη καθυστέρηση και μας προλάβει κάποιο άλλο Μέσο, θα αλλάξει η είδηση. Αντίθετα, θα έχουμε χρόνο να την «ψάξουμε» καλύτερα. Και να είμαστε πιο ακριβείς…

Από το νησί με τα Δέντρα που Λείπουν, που είναι η Κύπρος, οι γονείς της αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αναζητώντας μια καινούργια ζωή μετά τον πόλεμο του 1974.

Το δέντρο, καλλιεργημένο από ένα μόσχευμα που μεταφέρθηκε λαθραία από την Κύπρο στο Λονδίνο από τον ιδιοκτήτη του, τον Κώστα, μαζί με  απαγορευμένη αγάπη του, την τουρκοκύπρια Ντεφνέ, εξακολουθεί να έχει ζωή. Και λέγεται «ζωντανή μνήμη».

Και, κοίτα να δεις τώρα! Πάνω που είχα χαθεί, κάπου στο σερφάρισμα, στην ανάρτηση στο facebook για αυτό το βιβλίο, και σ’αυτήν την συγγραφέα, νάσου και πέφτω επάνω σε μίαν άλλη, απολύτως συναφή, ανάρτηση της φίλης και συνεργάτιδός μου στην εκπομπή Καθρέφτης στην ΕΡΤ, της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη –  στατιστικό και συγγραφέα, πρόσφυγα από την Αμμόχωστο στην Κύπρο, τώρα ζει στην Τσεχία, εν αναμονή της επιστροφής στα μέρη απ’ όπου διώχτηκε.

«Πώς είδε η διάσημη Τουρκάλα συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ το Βαρώσι πριν και μετά την εισβολή του 1974;», αναρωτιέται η Βίβιαν. Και λέει:

Διαβάζουμε στο μυθιστόρημα της με τίτλο «The Island of Missing Trees» (Κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός}. Εδώ ένα απόσπασμα από την αγγλική έκδοση, με δική μας, «αυθαίρετη μετάφραση»:

ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ:

«Λαμπερά καταστήματα, φανταχτερά καζίνο, αποκλειστικές και επώνυμες μάρκες, ό,τι ήταν της μόδας, εδώ. Μουσική ξεχείλιζε από πολύχρωμα κάμπριο καθώς γλιστρούσαν κατά μήκος των κεντρικών λεωφόρων. Πολυτελή γιοτ και σκάφη αναψυχής, χόρευαν πάνω στο κύμα, στην προκυμαία. Κάτω από το φεγγάρι, η θάλασσα έλαμπε, λικνιζόμενη στον ήχο από τις ντισκοτέκ, και στο βάθος, τα σκοτεινά της νερά λικνίζοντας στον ήχο της μουσικής,  στη λάμψη του φεγγαριού…

Τουρίστες κατέφθαναν στο Βαρώσι από όλο τον κόσμο για να γιορτάσουν τους γάμους, τις αποφοιτήσεις τους, κάθε τους επέτειο χαράς. Έκαναν οικονομίες για να μπορέσουν να περάσουν μερικές μέρες σε αυτό το διάσημο θέρετρο. Έπιναν κοκτέιλ με ρούμι και δειπνούσαν σε πλούσιους  μπουφέδες. Έκαναν σερφ και σκι. Κολυμπούσαν και λιάζονταν σε αμμώδεις παραλίες, που άλλες τέτοιες δεν υπάρχουν πουθενά στην Κύπρο, πασχίζοντας να πετύχουν το τέλειο μαύρισμα.

Όμως, αν αυτός ήταν παράδεισος, ήξεραν από τα ρεπορτάζ ότι υπήρχε πρόβλημα στα όριά του, αναφορές για διακοινοτικές εντάσεις μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Αλλά μέσα στα όρια του θέρετρου, το φάσμα του εμφυλίου πολέμου ήταν αόρατο και η ζωή έμοιαζε φρέσκια, αιώνια και νέα.»

ΚΑΙ ΜΕΤΑ:

«Οι παραλίες των Βαρωσίων αποκλεισμένες με συρματόπλεγμα, τσιμεντένια φράγματα και πινακίδες που διέταζαν τους επισκέπτες να μείνουν μακριά. Σιγά σιγά τα ξενοδοχεία διαλύθηκαν σε πλέγματα από ατσάλινα καλώδια και τσιμεντένιους πυλώνες. Οι παμπ έγιναν υγρές και έρημες, οι ντισκοτέκ κατέρρευσαν. Τα σπίτια με γλάστρες στα περβάζια των παραθύρων τους διαλύθηκαν στη λήθη. Αυτό το παγκόσμιο θέρετρο, κάποτε πολυτελές και μοντέρνο, έγινε μια πόλη-φάντασμα.»