Οι ήσυχες φωνές χάνονται μέσα στο εκκωφαντικό βουητό της ανοησίας. Αναμασημένες αντιλήψεις (Copy–paste), εύπεπτα συνθήματα και η αποθέωση μιας επιδερμικής, δήθεν ευφάνταστης σκέψης. Η άγνοια μεταμφιέζεται σε άποψη, το κουτσομπολιό σε ιδεολογία και η ευθύνη αρνείται να κοιταχτεί στα μάτια.
Οι «αστέρες» των social media -όπως εύστοχα λέει η ίδια η φράση- άνθρωποι που «δεν ξέρουν καν να βγάλουν τα μάτια τους», αυτοαναγορεύονται σε ειδήμονες επί παντός επιστητού, ανακαλύπτοντας το «νόημα» μέσα από τον τρόπο που προσπαθούν, τάχα, να βγάλουν τα μάτια των άλλων. Η ευθιξία, η ειλικρίνεια, η ηθική, ο πατριωτισμός και το αδιάφθορο γίνονται εργαλεία κατ’ επίκληση της κριτικής και της λαϊκής καταδίκης των πάντων -εκτός, βεβαίως, από τον εαυτό τους. Γιατί η αυτοκριτική, δεν φέρνει αναγνώριση και η λάμψη του αστεριού σβήνει.
Το λαϊκίζειν εστί πίσκαλα -πίσκαλα από τους αδαείς και αφελείς και, χλευασμό από τους ορθολογιστές. Στην εποχή μας δεν έχει καταστεί μόνο συνήθεια, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος της δημόσιας σφαίρας. Και το δυστύχημα, οι πρώτοι, έχουν και την αίσθηση πως αποτελούν και τον κανόνα και όχι πως ο κανόνας είναι η περισσή άγνοια… που διακατέχει την πλειονότητα. Και όταν το πρόσκαιρο λαϊκίζειν καταπνίγεται στης λήθης το πηγάδι, ως χαμαιλέοντες ξεπετάγονται στην επιφάνεια. Και οι ανακόλουθοι, επιβεβαιώνουν ένα άλλο κανόνα, την χρησιμότητα της ηλιθιότητας τους. Το αφήγημα συνεχίζεται επαναλαμβανόμενο στην δίνη της καθημερινότητας. Και δεν είναι ένα φαινόμενο στιγμιαίο. Είναι ένας ιός που φωλιάζει στα βάθη της κοινωνίας, εκκολάπτεται και επιβιώνει ακόμη και όταν προσωρινά καταπνίγεται.
Το δυστύχημα είναι διπλό: αφενός η τεχνολογία, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έδωσε βήμα φωνής σε κάθε κουτσή Μαρία και αφετέρου η εποχή της πληροφορίας μετέτρεψε την αντιγραφή-επικόλληση (copy-past) σε πηγή «γνώσης» και η απουσία του φιλτραρίσματος και στοχασμού, τους ημιμαθείς σε αυθεντίες του τίποτα.
Καπάκι, το ΑΙ-GPT Chat, από το οποίο οι χρήστες βρήκαν την κότα με τα χρυσά αυγά. Αποκρύπτοντας κάτω από το χαλί τις αδυναμίες της αμάθειας, βάζουν φρένο στην βελτίωση του γραπτού λόγου, αλλά, συνάμα και της άμβλυνσης της φυσικής κατάστασης της νοητικής ικανότητας. Αυτή η εξέλιξη του ανθρώπου τρομάζει για την μελλοντική του υπόσταση. Γιατί άλλο να χρησιμοποιείται ως βοήθημα και άλλο από τεμπελιά.
Υπάρχει μόνο η ατάκα, το εύπεπτο σύνθημα, το επιφανειακό αφήγημα που αποθεώνεται γιατί αντανακλά το πιο πρωτόγονο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης: την ανάγκη για αποδοχή, για συμμετοχή στο «κύμα», έστω και αν αυτό το κύμα οδηγεί στον πάτο της πνευματικής ένδειας. Ακόμη και άνθρωποι που διαθέτουν γνώσεις, που κατέχουν στοιχεία της πραγματικότητας, συχνά σέρνονται από την ανάγκη να είναι αρεστοί και «μέσα στο κλίμα». Πουλούν την κρίση τους για λίγα likes, γίνονται φερέφωνα της λαϊκής μάζας, δέσμιοι της μόδας του αντιδραστικού λόγου.
Η κοινωνία έχει υιοθετήσει το κουτσομπολιό ως φιλοσοφία ζωής. Η εξαίρεση γίνεται κανόνας και το δράμα, η ανθρωποφαγία, το διαρκές «κατηγορώ», συντηρούνται ως μοναδική διέξοδος στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Λίγοι σταματούν να σκεφτούν: «Τι ξέρω πραγματικά;», «Σε τι στηρίζεται η γνώμη μου;», «Μήπως απλώς επαναλαμβάνω κάτι που ακούγεται όμορφο στα αυτιά;».
Ανίατος ο βραχνάς του λαϊκισμού
Ο λαϊκισμός αποδεικνύεται ανίατος και πολύ εθιστικός. Χαϊδεύει αυτιά, ταΐζει ψευδαισθήσεις, προσφέρει άμεση ικανοποίηση χωρίς κόπο. Η άποψη γίνεται εμπόρευμα και ο προβληματισμός περιττός. Μέσα σε αυτή τη δίνη, όποιος τολμήσει να σηκώσει το φλάμπουρο της λογικής, της σύνεσης, της ανάλυσης, κινδυνεύει να λιθοβοληθεί από τη μάζα των χρήσιμων ηλιθίων που βλέπουν παντού «επαναστάσεις» και «συνομωσίες».
Μεταθέτουν το επαναστατικό-συνωμοσιολογικό τους σύνδρομο στους άλλους, αλλά σπάνια βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό στον καθρέφτη. Κι όταν με τον καιρό ξεγυμνώνεται η τύφλωσή τους, φταίει ο καθρέφτης. Κι έτσι, με απίστευτη ελαφρότητα, συνεχίζουν αμετανόητοι, σαν να μην τρέχει τίποτα.»
Η μόνη λύση; Η επαναφορά της αξίας της σιωπής, της σκέψης, της αμφιβολίας. Γιατί το λαϊκίζειν είναι εύκολο· το να σκέφτεσαι, δύσκολο. Και δυστυχώς, οι εύκολες λύσεις έχουν πάντα περισσότερους οπαδούς.
Θα μπορούσα να παραθέσω αμέτρητα παραδείγματα από τα καθημερινά τεκταινόμενα. Δεν το κάνω όμως -όχι από αδυναμία, αλλά γιατί αρνούμαι να ταΐζω την ανθρωποφαγία και να προσφέρω φτηνή εκτόνωση στους χρήσιμους αδαείς και στους άβουλους ακόλουθούς τους, που περιφέρουν την άγνοιά τους χωρίς καν να αντιλαμβάνονται το κενό της ύπαρξής τους.