Ήταν πολύ σκληρό εκείνο το καλοκαίρι του 1974. Παντού φωτιά. Τρυπούσε τους τοίχους. Σκορπούσε καταστροφή. Και πόνο. Γέμιζαν τα ρυάκια με αίμα. Τα άσπλαχνα μέταλλα κροτάλιζαν ανελέητα. Μαυρισμένα κορμιά παντού. Οι δρόμοι γέμισαν φέρετρα. Μάταια οι άνθρωποι, αιματοβαμμένοι κι αυτοί, πάσχιζαν να ανοίξουν τάφους. Ήταν πολλά τα φέρετρα. Η Κερύνεια έπεσε. Τα πολυβόλα στην κορφή του παλληκαρόβουνου είχαν σιγήσει. Παραδόθηκαν στην προδοσία. Τα παρέδωσαν στην προδοσία.

Μπήκαν με μπουλντόζες οι βάρβαροι. Έσκαψαν κρατήρες. Πέταξαν μέσα τα άψυχα κορμιά. Τα σκέπασαν με χώμα. Από πάνω έκτισαν ξενοδοχεία, πολυκατοικίες. Μαζί έθαψαν και την Ιστορία. Για να μην ακουστεί. Να μη φωνάξει. Να μην ουρλιάξει από φρίκη. Την τρέμουν αυτή την κραυγή. Γι’ αυτό την καταπλακώνουν με τόνους ψέματος και υποκρισίας.

Το αίμα, όμως, δεν χάθηκε. Το ρούφηξε το παλληκαρόβουνο. Ήταν αίμα ηρώων που ξέφυγαν από τα δίκτυα της προδοσίας. Εκείνων που πάλεψαν. Εκείνων που άφησαν την ψυχή τους πάνω στους βράχους. Με το βλέμμα στραμμένο στη βιασθείσα Ελευθερία. Αυτό το αίμα το φυλάει στις χαρακιές της ράχης του ο Πενταδάκτυλος. Κάθε 20η Ιουλίου αφήνει λίγο να τρέξει. Για να οσφραινόμαστε τιμή και αξιοπρέπεια.

Ο σπουδαίος Κώστας Μόντης θλίβεται: Και τις νύχτες βογγά στις πλαγιές του/ το αίμα των σκοτωμένων παιδιών/ και κυλά στις κρεβατοκάμαρές μας/ και καταβρέχει τα βιβλία μας/ και καταβρέχει τους στίχους μας/ και καταβρέχει την αναπνοή μας.

Και οι άνθρωποι που έδιωξαν; Βρέθηκαν ξαφνικά σε άλλη πόλη. Με μια αλλαξιά ρούχα. Σαν ανώνυμοι ταξιδιώτες σε μονοπάτια του πόνου. Και με μια νέα ταυτότητα στην τσέπη. Πρόσφυγας αναγράφει. Απέμειναν με τα κλειδιά των σπιτιών τους στα χέρια.

Πολλοί έφυγαν πια. Πήραν και τα κλειδιά μαζί τους… Κάποιοι τα άφησαν στα παιδιά τους. Η ελπίδα βλέπετε… Κάποιοι πηγαίνουν στα κατεχόμενα (τι όρος κι αυτός, τείνει να εκλείψει, κάποιοι πασχίζουν να τον διαγράψουν από τα λεξικά) και δοκιμάζουν τα κλειδιά. Οποία απογοήτευση. Δεν ταιριάζουν πια… Τους άλλαξαν τις κλειδαριές…

Ο σπουδαίος Μόντης εύστοχα περιέγραφε αυτό που ερχόταν: Και τώρα τι θα γίνει μ’ εκείνο τον γέρο πρόσφυγα/ που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση/ να περιμένει το λεωφορείο για του Μόρφου/ και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα/ και που σήμερα δεν ήταν εκεί/ και που χτες δεν ήταν εκεί/ και που δε θάν’ ξανά εκεί;

Βιασμός της Ιστορίας λέγεται. Τι τραγικό. Βιαστές υπάρχουν ένθεν και ένθεν. Οι εκφραστές της ερυθράς ημισελήνου έχουν το λόγο τους. Οι άλλοι όμως; Από την από δω μεριά; Συμβιβάστηκαν με το έγκλημα. Οι τραγικοί. Πουλάνε συνθήματα στα υπόλοιπα θύματα. Αποδέχονται το βιασμό της Ιστορίας που τους επιβάλλουν οι βάρβαροι. Και κάποιοι ξένοι έμποροι των εθνών. Ανακαλύπτουν κατά καιρούς και γλωσσάρια. Τα πλασάρουν σαν χαπάκια για τη χώνεψη οι αφιλότιμοι.

Εύστοχα προειδοποιούσε και πάλι πριν από χρόνια ο Μόντης: Ανησυχούμε που αρχίσαμε να μην ανησυχούμε/ ανησυχούμε που αρχίσαμε να μη μένουμε πια άγρυπνοι τις νύχτες. 

Πενήντα ένα χρόνια μετά… Και πού βρισκόμαστε; Έγινε άτυπη πενταμερής στα Ηνωμένα Έθνη. Συζήτησαν για το άνοιγμα οδοφραγμάτων. Για τη διευκόλυνση της διέλευσης. Ο Γκουτέρες κρατούσε χάρτη. Όχι για να δείξει την κατοχή. Όχι για να εντοπίσει τα τουρκικά στρατεύματα. Για να δείξει ένα δρόμο. Αυτή είναι η σημερινή κατάντια στο Κυπριακό. Εστιάζουν σε ένα δρόμο…

Έχουν σχέδιο. Πάντοτε είχαν. Τώρα δεν το κρύβουν πια. Θέλουν να φθείρουν τον λαό. Να κουράσουν τους ανθρώπους. Περιμένουν να φύγουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Να μείνουν μόνο όσοι δεν έζησαν, για να μη θυμούνται. Όσοι δεν θυμούνται, δεν έχουν πολλές διεκδικήσεις.

Το χρέος είναι πια πολύ βαρύ. Να μη χαθεί η μνήμη. Να μη σβήσει η Ιστορία. Να μη σωπάσουν οι φωνές. Να μάθουν οι νέοι την αλήθεια. Όχι την «εξισορροπημένη». Όχι αυτή που γράφουν γλωσσάρια και συνταγολόγια συμφιλίωσης. Την αληθινή. Αυτή που μυρίζει καμένο χώμα. Αυτή που έζησαν οι μανάδες στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Όλοι εμπαίζουν το λαό. Όλοι ποντάρουν στη λήθη. Όλοι περιμένουν να αλλάξει ακόμη μια γενιά. Να γίνουν οι πληγές μουσειακό έκθεμα. Να γίνουν τα κατεχόμενα… απλά «βόρεια». Να περάσει η μνήμη στο ντουλάπι. Όσο το σχέδιο τους εφαρμόζεται χρόνο με το χρόνο, η κατεχόμενη πατρίδα αλλάζει. Ξενοδοχεία, βίλες, καζίνο, επιχειρήσεις ξεπηδούν σε κάθε σπιθαμή γης. Τι θα απομείνει να επιστρέψουν; Ο σφετερισμός είναι το δόγμα τους!

Έχουμε καθήκον ιερό. Να εμπνεύσουμε τη γενιά που έρχεται. Να μη λησμονήσει. Να σηκώσει ανάστημα. Να πορευτεί με την αλήθεια της πατρίδας, όχι με το ψέμα των ισορροπιών. Να βρει μέσα από τη μνήμη τη δύναμη για αξιοπρέπεια.

Να κρατήσουμε την Ιστορία ζωντανή. Να σπείρουμε στους νέους την αλήθεια. Όχι με φανατισμό. Μα με αξιοπρέπεια. Να μάθουν ότι δεν είναι φυσιολογικό να μην μπορείς να επιστρέψεις σπίτι σου. Δεν είναι φυσιολογικό, αντί να συζητάς τη λύση, να διαφημίζεις το άνοιγμα οδοφραγμάτων.

Ευτυχώς, που υπάρχουν και οι ποιητές. Για να θυμίζουν την πραγματική Ιστορία. Στους κατακτητές. Και στους δικούς μας τους ταγούς. Αυτούς, που επί 51 χρόνια, εμφανίζονται άψυχοι. Σκύβουν το κεφάλι. Και υποχωρούν, υποχωρούν, υποχωρούν…

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ποιητές να οριοθετούν τις αντοχές του λαού με τους στίχους τους: Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες/ τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους/ εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές/ πάνω στον ρότσον τους.

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ποιητές! Κλείστε τ’ αφτιά στους ταγούς. Ακούστε μόνο τους ποιητές. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να κρατηθούμε από την Ιστορία! Την πραγματική Ιστορία! Όχι τη βιασθείσα!

*Οι φωτογραφίες είναι τοιχογραφίες του ζωγράφου Φίκου στην παλιά Λευκωσία. Η δεξιά, τιτλοφορείται «Κερύνεια Μου» και είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Νταλάρα και τους στίχους: «Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί, με μουσική λυπητερή, Κερύνεια μου». Η αριστερά, παρουσιάζει την προσωποποιημένη Ειρήνη και είναι εμπνευσμένη από τους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου «Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος· κι ο ήλιος ψυχή μες στον άνθρωπο.»