Τα αποτελέσματα των φετινών Παγκύπριων Εξετάσεων ήρθαν να επαναφέρουν, για ακόμη μια χρονιά, τον συνήθη προβληματισμό γύρω από την ποιότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια και –τελικά– το τι σημαίνει «επιτυχία» για έναν μαθητή σήμερα.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, παρακολουθούμε τις βαθμολογίες εισδοχής ανά σχολή και τμήμα να προκαλούν αντιδράσεις, σχόλια, και –κυρίως– ερωτήματα. Ερωτήματα που ξεπερνούν τα όρια των αριθμών και των στατιστικών, και φτάνουν στην καρδιά ενός συστήματος που φαίνεται, σε πολλές περιπτώσεις, να μην υπηρετεί τον σκοπό του.
Το χθεσινό ρεπορτάζ του «Φιλελεύθερου» ανέδειξε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο: Το έντονο βαθμολογικό χάσμα μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου επιτυχόντα σε ορισμένα πανεπιστημιακά τμήματα. Για παράδειγμα, στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο πρώτος πέρασε με βαθμολογία 17,75, ενώ ο τελευταίος με μόλις 9,65. Στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, η απόκλιση ήταν επίσης μεγάλη: από 17,53 έως 8,70. Σε άλλα τμήματα, όπως αυτό της Φιλοσοφίας, η ψαλίδα άγγιξε τα 7 μόρια.
Την ίδια ώρα, σε πιο ανταγωνιστικά τμήματα, οι διαφορές μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου είναι οριακές, με τις θέσεις να κρίνονται κυριολεκτικά στο δεκαδικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου ο πρώτος πέτυχε το απόλυτο 20 και ο τελευταίος είχε βαθμολογία 19,25. Αντίστοιχα, στην Πληροφορική, η διακύμανση ήταν μεταξύ 20 και 19,00, ενώ στην Αρχιτεκτονική από 19,51 έως 19,08. Στο Τμήμα Ψυχολογίας, η διαφορά περιορίστηκε στις 0,86 μονάδες, ενώ στα Μαθηματικά και τη Στατιστική, η απόκλιση ήταν μόλις 1,4 μονάδες.
Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν δύο παράλληλες πραγματικότητες: Από τη μία, υπάρχουν σχολές που έλκουν το ενδιαφέρον των μαθητών, με έντονο ανταγωνισμό και υψηλές επιδόσεις. Από την άλλη, υπάρχουν τμήματα όπου η εισδοχή γίνεται με βαθμολογίες που προβληματίζουν, καθώς μοιάζουν να υπονομεύουν το ακαδημαϊκό επίπεδο που υποτίθεται πως υπηρετούν.
Και το ερώτημα αναδύεται αβίαστα: Μήπως τελικά κάτι πάει λάθος με την εκπαίδευσή μας;
Είναι προφανές πως το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στον τρόπο που διεξάγονται οι εξετάσεις, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο που διαμορφώνει τις επιλογές των μαθητών. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Η απαξίωση ορισμένων τμημάτων από τους ίδιους τους μαθητές αντανακλά είτε έλλειψη ενδιαφέροντος, είτε αδυναμία να αντιληφθούν την αξία των συγκεκριμένων σπουδών. Και αυτό δεν είναι ευθύνη των παιδιών. Είναι ευθύνη ενός συστήματος που αποτυγχάνει να καλλιεργήσει ενδιαφέροντα, να εμπνεύσει, να δώσει προοπτικές.
Η επαγγελματική καθοδήγηση στα σχολεία παραμένει επιφανειακή, συχνά τυπική, χωρίς να αγγίζει την ουσία των ατομικών κλίσεων και των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας. Οι μαθητές επιλέγουν σχολές με βάση τη φήμη, το κύρος ή την επαγγελματική εξασφάλιση, χωρίς να έχουν κατανοήσει το αντικείμενο των σπουδών ή να έχουν εκτεθεί σε επαγγελματικές εμπειρίες.
Ένα από τα βασικά σημεία που περιλαμβάνει το πρόγραμμα διακυβέρνησης του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη είναι η ενίσχυση του θεσμού του επαγγελματικού προσανατολισμού, από μικρής ηλικίας. Κι αυτό πρέπει να γίνει πράξη, όχι ως ευχολόγιο, αλλά ως άμεση πολιτική προτεραιότητα.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αλλαγές ύλης και ονομασίες μαθημάτων. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το «γιατί» της εκπαίδευσης. Να χτίσουμε μια κουλτούρα Παιδείας που ενθαρρύνει την προσωπική εξέλιξη, την υπευθυνότητα και τον δημιουργικό στοχασμό. Μια Παιδεία που θα προετοιμάζει πολίτες, όχι απλώς υποψηφίους για μια θέση στο πανεπιστήμιο.
Γιατί, αν κάθε χρόνο τα ίδια ερωτήματα επανέρχονται, ίσως δεν είναι οι μαθητές που φταίνε.
Ίσως, τελικά, κάτι πάει λάθος με την εκπαίδευσή μας.