Κάθεται στη βεράντα όπως κάθε αυγουστιάτικο δειλινό περιμένοντας την ώρα που ο ήλιος θα ακολουθήσει τη συνηθισμένη πορεία του, δύοντας πίσω από τα δέντρα της αυλής, γυμνά από φύλλα τέτοια εποχή. Εδώ στη Νότιο Αφρική ο Αύγουστος είναι ο τελευταίος μήνας του χειμώνα, που σημαίνει πως τελειώνει το κρύο. Ποιο κρύο; Στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο χειμώνας μοιάζει με τον δικό μας Οκτώβρη ή Απρίλη. Στο τραπεζάκι δίπλα της, μαζί με τις εφημερίδες και το ανοιχτό βιβλίο, ένα βάζο με κίτρινα χρυσάνθεμα. «Οι οκτωβρούδες, δαμαί στην Αφρική βλαστούν Ιούλιο-Αύγουστο» μας λέει γελώντας.

Στο νότιο ημισφαίριο θα μπει όπου να ’ναι η άνοιξη και θ’ ανθίσουν οι τζακαράντες με τα μωβ τους λουλούδια, μετατρέποντας την πόλη σε «μενεξεδένια πολιτεία». Μωβ οι λεωφόροι, τα πάρκα και η αυλή της κυρίας Χρυστάλλας που στα 92 της χρόνια κάθεται στην πολυθρόνα της, αναπολώντας ανατολές και δύσεις του ήλιου, μέσα στη θάλασσα, τότε που ζούσε στο νησί. Εδώ στη δεύτερη της πατρίδα, οι δυο ορμητικοί ωκεανοί που σμίγουν και αγκαλιάζουν τις ακτές και τα ακρωτήρια της Νοτίου Αφρικής βρίσκονται μακριά από την πόλη της. Δεν θυμίζουν την ήρεμη και οικεία θάλασσα της Μεσογείου που περιβάλλει το νησί.

Στην Κύπρο τέτοια ώρα κάθονταν μες στην κουφόβραση, αδελφές και γειτόνισσες, κρατώντας ένα φυσερό στο χέρι και τρώγοντας μαχαλλεπί με τριαντάφυλλο για να δροσιστούν. Ήταν η ώρα που άνοιγαν τα γιασεμιά. Έφυγαν ένας-ένας τα αδέλφια και οι φίλες οι παλιές. Μόνη πια καλημερίζει και αποχαιρετά την κάθε νέα μέρα, τον ήλιο που ανατέλλει και δύει μέσα από τα δέντρα του κήπου της. Ευτυχώς έχει τον γιό της τον Κώστα που της κάνει παρέα, πότε στον πρωινό καφέ, πότε την αγαπημένη της ώρα του δειλινού.

Οι Μικρασιάτες γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες στο νησί αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Γι’ αυτό και επέτρεψαν στην κόρη τους να σπουδάσει στην Παιδαγωγική Ακαδημία για να γίνει δασκάλα, εφόσον η μόρφωση είναι το μόνο εφόδιο που κουβαλάς μαζί σου και που δεν μπορεί κανείς να σου το πάρει, τους είχε διδάξει η ζωή.

Ακολούθησε τον σύζυγό της στη Νότιο Αφρική όπως και πολλοί Κύπριοι τις δεκαετίες του ’50 και ’60 αφού υπήρχαν πολλές θέσεις εργασίας και προοπτικές. Θα δούλευαν κάποια χρόνια, μαζεύοντας χρήματα και έπειτα θα επέστρεφαν πίσω στον τόπο τους. Μα η τουρκική εισβολή του 1974 ανέτρεψε τις ζωές και τα όνειρα των κατοίκων του νησιού και πολλών αποδήμων όπως της οικογένειας του Θεράποντος και της Χρυστάλλας που αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στην Αφρική, ώσπου «να σάσουν τα πράματα» και να βρεθεί μια λύση. «Εν μπορεί εν έτει 1974 ν’ αφήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Ευρώπη να καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα» έλεγαν.

Τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούσαν, το κεφαλόβρυσο του χωριού της, της Κυθραίας, στέρεψε ενώ το νησί τελεί ακόμη υπό τουρκική κατοχή. Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, έκτισαν την καριέρα τους και τη δική τους οικογένεια στο Γιοχάνεσμπουργκ. Γάμοι και βαφτίσεις, στον καθεδρικό ναό Κωνσταντίνου και Ελένης, γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα πάντα με την ευλογία του κρητικού ιερέα Παπαγιώργη, μια σεβάσμια σχεδόν ασκητική μορφή που μοιάζει να βγήκε από πίνακα του συμπατριώτη του, Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Η ορθόδοξη πίστη, η γλώσσα και η ευλάβεια με την οποία τιμούσαν τις εθιμοτυπίες του τόπου τους, κράτησαν ατόφιους τους απόδημους, στον ξένο τόπο.

Η κυρία Χρυστάλλα μάθαινε τα ελληνικά στα παιδιά του σχολείου και στα δικά της, έπειτα στα εγγόνια της που μεγάλωναν με τη φροντίδα της. Έμαθε και τη γλώσσα των πουλιών που τη συντροφεύουν όλα αυτά τα χρόνια. Τα αποδημητικά πουλιά που διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, Κύπρος-Αφρική, για να ξεχειμωνιάσουν τους κρύους μήνες στο νότιο ημισφαίριο, επιστρέφοντας στο νησί της Μεσογείου, κάθε άνοιξη.

Ποια είναι στ’ αλήθεια η πατρίδα των πουλιών αυτών; H Αφρική ή η Ευρώπη; Γεννιούνται και ζουν μεταξύ δύο ηπείρων, όπως και οι απόδημοί μας που έχουν το ένα πόδι στη Νότιο Αφρική και το άλλο στην Κύπρο. Έτσι το έφερε η ζωή, να έχουν δυο πατρίδες και να νοσταλγούν εκείνη από την οποία βρίσκονται μακριά. Η κυρία Χρυστάλλα χαίρεται ιδιαίτερα σήμερα που ο γιος της έρχεται με επισκέπτες απ’ το νησί, οι οποίοι μιλάνε τη γλώσσα της. «Καλώς τους, ήρτετε την καλλύττερην ώρα, που τραγουδούν τα πουλιά τζαι συνάουνται στα δέντρα. Εν χαρά θεού. Όπου να ’σαι εν ν’ ανάψουν τζαι τα φώτα».

Ο ήλιος δύει πίσω από τις αντένες των παραγκουπόλεων, τις πολυτελείς συνοικίες με τις επαύλεις με τα ψηλά τείχη και τα ηλεκτροφόρα καλώδια, τις πολυκατοικίες, τα κυβερνητικά κτίρια και τους ατέλειωτους αυτοκινητόδρομους. Ο ήλιος έδυσε και η πόλη έγινε χρυσή. Διακρίνω δυο χρυσές στάλες στα μάτια της κυρίας Χρυστάλλας. Δεν είναι δάκρυα λύπης αλλά ευγνωμοσύνης, μας λέει, που αξιώθηκε να ζήσει κι αυτή τη μέρα και να μιλήσει στη γλώσσα της. Όταν φεύγουμε μας δίνει βολβούς από άνθη της αυλής της για να φυτέψουμε στην Κύπρο. Ας ευχηθούμε πως θα πιάσουν στο δικό μας χώμα.

dena.toumazi@gmail.com