Μια υπόθεση άγριας εκμετάλλευσης εκατοντάδων μεταναστών από το Μπαγκλαντές, θυμάτων εργασιακού trafficking στην κατεχόμενη Μόρφου, από την «κρατική» εταιρία εξαγωγών εσπεριδοειδών Cypfruvex, περιλαμβάνεται στην κοινή έκθεση που συνέγραψαν το καλοκαίρι 2025 οι ερευνήτριες Χριστίνα Καϊλή (MIGS) και Mine Yucel (Prologue Consulting), στο πλαίσιο προγράμματος κατά της Εμπορίας Ανθρώπων στην Κύπρο, χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση εγκληματικής στρατολόγησης ευάλωτων ανθρώπων σε απλήρωτη εργασία, κάτω από συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, με δράστες αξιωματούχους και συνεργάτες του κατοχικού καθεστώτος, που πλουτίζουν από το σωματεμπόριο, χωρίς να λογοδοτούν σε κανένα, μέσα σ’ ένα σύστημα ασυδοσίας και ατιμωρησίας.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «τελικά η υπόθεση, δεν αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα εμπορίας ανθρώπων, αλλά ως εργατική διαφορά και τα θύματα δεν έλαβαν καμία νομική αποκατάσταση. Μετατέθηκαν σε άλλους εργοδότες και δεν ασκήθηκε δίωξη». Σημειώνω ότι την υπόθεση αποκάλυψε τον Αύγουστο 2024 η τουρκοκυπριακή μη «κυβερνητική» οργάνωση «The Human Rights Platform», που είχε καλέσει τις «Αρχές» να διασφαλίσουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα θύματα, ενώ υπήρξαν δημοσιεύματα σε εφημερίδες στα κατεχόμενα.
Σχετική ανακοίνωση εξέδωσε μάλιστα πριν λίγες μέρες (Σεπτέμβρη 2025) και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Human Rights Council) που εδρεύει στη Γενεύη, σύμφωνα με την οποία, «οι εργαζόμενοι ταξίδευαν στο νησί, με την υπόσχεση εργασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία και αλλού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αντ’ αυτού, μεταφέρονταν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Μόλις έφτασαν, οι υπάλληλοι της Cypfruvex, τους πήραν τα διαβατήρια, τους τοποθέτησαν σε στρατόπεδα εργασίας και τους ανάγκασαν να εργάζονται επτά ημέρες την εβδομάδα και 12-13 ώρες την ημέρα, συχνά χωρίς αμοιβή και υπό απάνθρωπες συνθήκες».
Η δημοσιογράφος Pinar Barut της τουρκοκυπριακής εφημερίδας «Ozgur Gazete», που πήγε στη Μόρφου και συνάντησε τα θύματα τον Αύγουστο 2024, έγραψε ότι πολλοί άλλοι εργάτες από το Μπαγκλαντές, «είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2024, παρά το γεγονός ότι η περίοδος συγκομιδής εσπεριδοειδών, είχε τελειώσει, όταν έφτασαν. Ως αποτέλεσμα, έμειναν χωρίς δουλειά και επομένως χωρίς εισόδημα, ζώντας σε άθλιες συνθήκες, σε παράγκες κοντά στη Μόρφου.
Οι εργάτες με τους οποίους μιλήσαμε, προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα στρατόπεδο σκλάβων, βρώμικοι, άνεργοι, άφραγκοι, χωρίς νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, υγιεινή, τουαλέτες ή μπάνια, ενώ κανείς δεν τους έχει επισκεφθεί εδώ και μήνες». Σημειώνω εδώ, ότι εμπορία ανδρών και γυναικών στην εργασία και σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών, συμβαίνει και στις ελεύθερες περιοχές, που όπως καλά γνωρίζετε, δεν κατοικούνται μόνο από…αγγέλους. Όμως η έκθεση της Χριστίνας Καϊλή και της Mine Yucel, μας υποδεικνύει να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, αφού όπως διαπιστώνει, «η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει σημαντικά βήματα στην ενίσχυση των μηχανισμών καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων».
Τα προηγούμενα χρόνια, παρακολούθησα αρκετές δίκες και καταδίκες σωματεμπόρων. Όπως εκείνου του κτηνοτρόφου από χωριό της Πάφου, που παραπέμφθηκε στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, σε σχέση με την εργασιακή εκμετάλλευση 25χρονου εργοδοτούμενου του, επίσης από το Μπαγκλαντές. Αναφερόταν μεταξύ άλλων στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, ότι «η επαναλαμβανόμενη φράση που ο εργοδότης, απηύθυνε στον υπάλληλό του, ήταν «Mπαγκλαντέσιη έλα, μαύρος έλα»…Για τρεις ολόκληρους μήνες, τον κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά, δεν τον πλήρωσε ποτέ για την εξαντλητική, καθημερινή, 15ωρη εργασία του και τον υποχρέωνε να διαμένει σε ένα κοτέτσι(!), «υπό συνθήκες που ούτε τα ζώα δεν θα μπορούσαν να διαβιώσουν, πόσο μάλλον οι άνθρωποι», σύμφωνα με το Δικαστήριο, που τον καταδίκασε σε ένα χρόνο φυλάκιση χωρίς αναστολή.