Τι είναι αυτό που ωθεί τους ανθρώπους στην εκδίκηση, στα φονικά, στις βεντέτες που «φορούν» τον μανδύα του ηθικού άλλοθι, της θεσμικής ανεπάρκειας, της διασαλευμένης τιμής; Στα Βορίζια σήμερα ή στη Λεμεσό κάποτε, αυτός ο αιματοβαμμένος αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος φονικών, ποτέ δεν αποκατέστησε την «ισορροπία», ποτέ δεν έφερε σασμό.

Διαβάζοντας την προηγούμενη Κυριακή ένα, σχετικά πρόσφατο, βιβλίο του Αδάμου Κόμπου για τις παλιές Βεντέτες της Λεμεσού που, υποτίθεται, πως σταμάτησαν οριστικά το 1962 με τους τελευταίους απαγχονισμούς που είχαν γίνει επί Κυπριακής Δημοκρατίας -αυτές τις πράξεις αντεκδίκησης και «τιμής» που οι πρωταγωνιστές των δύο μεγάλων φατριών όχι μόνο σκότωναν αλλά κατακρεουργούσαν τους ήδη νεκρούς κόβοντας και εκθέτοντας μέλη των σωμάτων τους σε κοινή θέα στα καφενεία των χωριών «για παραδειγματισμό», όπως κάνουν, ακόμη και σήμερα, κάποιοι στα Βορίζια της Κρήτης, γινόμενοι «πρώτη είδηση» στα ελλαδικά media- αντιλήφθηκα ξανά πώς η άγνοια της πραγματικής έννοιας του θανάτου, του οριστικού τέλους που διαθέτει μόνο κόλαση και πιθανότητες περιύβρισης νεκρού εσαεί για το κακό που σκόρπισε, μας μεταβάλλει στο χειρότερο, στο πιο αδίστακτο εν ζωή ον που δεν συνειδητοποιεί πως κοντοζυγώνει κι η σειρά του όπου να ‘ναι μπροστά στις δολοφονίες που ενδύονται τον μανδύα της δικαιοσύνης– με φυσικό ή αφύσικο τρόπο, αφού «όλα είναι κάρμα»· δεν έχει και τόση σημασία ο τρόπος.

Άλλωστε, τι, τελικά, θ’ αφήσεις; Τη ρετσινιά ή την προσφορά, τη συμφιλίωση ή την αλληλεγγύη; Το κακό; Ή τη συγχώρεση και την αγάπη;

Τόσα χρόνια μετά, κι ακόμη προσπαθούν κάποιοι να «πείσουν» τις αντίπαλες φαμίλιες στα Βορίζια για το δρόμο του σασμού που πρέπει να ακολουθηθεί– αλλά, φαίνεται, πως τα αρχέγονα ένστικτα της τιμής (;) της υπόληψης (;) και σίγουρα μιας τεθλασμένης αντίληψης περί «δικαίου» διαφεντεύει το μυαλό κατοικοεδρεύοντας στον παραλογισμό και όχι στον κοινό νου.

3/11/2025. Το (μισό) χωριό των Βοριζίων συνοδεύει μαυροντυμένο την πομπή της κηδείας ενός 39χρονου, θύμα της Βεντέτας του χωριού.

Υπάρχει, λοιπόν, μία επιστολή, την οποία δημοσιεύει στο βιβλίο του ο συγγραφέας Αδάμος Κόμπος (σ.σ. «Ζαχαρίες & Κολοσσιάτες», Εκδόσεις Ηλίας Επιφανίου) η οποία προέρχεται από τον μελλοθάνατο του 1962, Μιχάλη Χειλέτικο, η οποία γράφτηκε λίγες ώρες -ή και λεπτά, δεν διευκρινίζεται-, προτού οδηγηθεί στην αγχόνη, μαζί με τους Παμπή Ζαχαρία και Λαζαρή Δημητρίου (καταγεγραμμένα τα ονόματά τους από τις ιστορικές δικαστικές αποφάσεις της περιόδου) τα ξημερώματα της 13ης Ιουνίου 1962, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, αφότου καταδικάστηκαν και οι τρεις «εις θάνατον» από το Κακουργιοδικείο -και με την επικύρωση του τότε προεδρεύοντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, λόγω ταξιδιού του Μακαρίου στις Η.Π.Α., Γλαύκου Κληρίδη-, για τους φόνους που διέπραξαν και το κακό που σκόρπισαν, μαζί με δεκάδες άλλα μέλη φατριών, σε χωριά της Λεμεσού– γιατί έπρεπε πια, και με «απαίτηση» της κυπριακής κοινής γνώμης, το κακό να λουφάξει οριστικά· για τον κόσμο που υπέφερε επί 25 χρόνια τα ιδιότυπα κέρφιου και τους αλλεπάλληλους σκοτωμούς, δεν αρκούσε «απλώς» μία ισόβια φυλάκιση, αλλά «το κακό να κοπεί στη ρίζα του, με τον πιο ακραίο τρόπο».

Είναι αυτή η συγκλονιστική στιγμή του πώς συνειδητοποιεί κάποιος αποδεδειγμένα φονιάς μιας ατέρμονης αντεκδίκησης το αληθινό εύρους του τέλους και τη ματαιότητα ενός σπιράλ θανατικής μανίας χωρίς τελεία – λίγο πριν από την απόλυτη βεβαιότητά του θανάτου, όταν το σκοινί θα του έκοβε την αναπνοή. «Αγαπητοί μου και αξέχαστοι μου γονείς, ελπίζω να πάρετε την επιστολή μου. Είναι η τελευταία που σας γράφω, σας γράφω με δάκρυα στα μάτια. Αλλά δεν πειράζη. Ο Θεός ας τους συγχωρέσει όπως θα συγχωρέση και εμέ {…} Σας παρακαλώ να προστατεύσετε το μωρόν μου, ώστε όταν μεγαλώση να γίνει ένας τίμιος άνθρωπος. Να του πείτε να μην ενοχλήση κανένα. Και αν καμιά φοράν, κάποιος τον ενοχλήση να μην θυμώση. Να στρέψη και την άλλην του παρειά και να δεχθή ήσυχα και άλλον μπάτσον, αν δεν θέλη να καταλήξη όπως ο πατέρας του. Σας δηλώνω ειλικρινώς, ότι είμαι χαρούμενος, διότι είμαι κοντά στις αγκάλες του Θεού. Ο Θεός είναι μεγαλόψυχος. Θα με συγχωρήση και θα ζήσω την αιώνιαν βασιλείαν. Θα σας βλέπω από μακρυά και θα σας παρακολουθώ με το δικό μου βλέμμα. Να με μνημονεύετε τακτικά και να προσεύχεσθε για να με συγχωρήση ο Θεός…».

Τα κείμενα που δημοσίευε σε συνέχειες κάποτε ο «Αγώνας» του Νίκου Κόσιη, τρεις δεκαετίες μετά το τέλος της Λεμεσιανής βεντέτας (με ονόματα, χωριά, δρώντες, αφορμές κι αιτίες) έξυναν τις νωπές ακόμη, θυμάμαι, πληγές, αλλά ταυτόχρονα -με κάποιον ιδιότυπο τρόπο- τις γιάτρευαν κιόλας (σ.σ. ένα μακροσκελές κείμενο δημοσιεύεται στο σημερινό τεύχος του Down Town, με βάση τις ιστορικές πηγές και την ονοματολογία στις δικαστικές αποφάσεις της εποχής) ωθώντας τελικά, κάποια χρόνια μετά -ειδικά όσους υπέμειναν τα φρικτά εγκλήματα-, στη συγχώρεση ως «λύση».

Το βέβαιο, ωστόσο, είναι πως καμία βεντέτα -είτε εξελίσσεται στο Σικάγο, είτε στη Σικελία, είτε σε ένα χωριουδάκι της Κρήτης- δεν αφήνει χώρο για προσωπική κρίση· ορίζει ρόλους, πράξεις και «υποχρεώσεις», ενώ το «θύμα» μιας αρχικής αδικίας παύει να είναι άτομο, αλλά γίνεται ένα ιδιότυπο σύμβολο. Κατ’ επέκταση, ο «εχθρός» παύει να είναι άνθρωπος (με σάρκα, οστά και συναισθήματα), αλλά φορέας της προσβολής και απειλή για την τιμή, που εξαφανίζει κάθε ηθική αναστολή – είναι τότε που η βία, αυτή που παραμένει και σήμερα πρώτη είδηση στα Βορίζια, γίνεται επιτρεπτή -ακόμη και επιβεβλημένη!-, αφού η βεντέτα αποτελεί μέρος του ντόπιου πολιτισμικού κώδικα· η μη ανταπόδοση μιας προσβολής εκλαμβάνεται ως «αδυναμία». Σα να υπόσχεται μια μορφή «δικαιοσύνης», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας ατέρμονος κύκλος αναπαραγωγής της αδικίας που, για τους εμπλεκόμενους, φαίνεται, ωστόσο, ως ο μοναδικός τρόπος «αποκατάστασης» και «λύτρωσης».

Γι’ αυτό και οι βεντέτες δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός εκδίκησης· είναι μια παγίδα σκέψης που μεταμορφώνει το ανθρώπινο πρόσωπο σε απάνθρωπο σύμβολο, «γεννώντας» μια ηθική όπου η τιμή υπερβαίνει τη ζωή. Κι έτσι, οι πράξεις βίας, κάτι που είναι σαφές και στις δηλώσεις ανθρώπων που κατοικούν σήμερα στα Βορίζια, αποκτά -ακόμη και στις μέρες μας- μια ανώμαλη, μια περίεργη «ηθική», με τους συμμετέχοντες να δικαιολογούν τα ανοσιουργήματά τους ως «αναγκαία» για την αποκατάσταση ενός ρου που θεωρούν ότι έχει «διασαλευθεί».

Δημοσίευμα του 1953 για το πρώτο φονικό στα Βορίζια, τότε που ξεκίνησε και η βεντέτα στο χωριό.

Αυτή η ηθική βάση, ακόμη και σύγχρονων ανθρώπων, έστω και στρεβλή, λειτουργεί βεβαίως ως άλλοθι που απελευθερώνει από την ενοχή και που κάνει τον εν δυνάμει μελλοντικό φονιά να στραφεί πια σ’ αυτή την «ιδιωτική δικαιοσύνη», καθώς η συσκότιση της κρίσης τον ωθεί να δράσει με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο· η πίεση της κοινωνίας, η συλλογική ευθύνη, ο φόβος της ταπείνωσης, η ψευδαίσθηση δικαίου και πρωτίστως η απανθρωποποίηση του αντιπάλου, συμβάλλουν σε αυτό. Ίσως και αποφασιστικά.

Αυτό δε που, τελικά, αντιλαμβάνομαι, μέσα από τα αρχεία μιας «σκοτεινής» και για τον τόπο μας περιόδου των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50, είναι πως κάθε βεντέτα -είτε συνέβαινε στην Κύπρο, είτε συμβαίνει σήμερα στην Κρήτη- είναι μια ιστορία συνεχούς αιματοκυλίσματος κι ένας ατέρμονος κύκλος (η επιθετικότητα προκαλεί επιθετικότητα, και η πράξη εκδίκησης γεννά την ανάγκη νέας ανταπόδοσης) όπου όλοι πλέον γίνονται «τα τέλεια θύματα» – ακόμη και εκείνοι που νομίζουν πως εκδικούνται αφού, κάθε βεντέτα, όσο «δίκαιη» και αν μοιάζει στα μάτια των εμπλεκομένων, καταλήγει τελικά να παράγει μόνο ηττημένους: Τόσο εκείνους που πέφτουν νεκροί όσο και εκείνους που αναλώνονται από την ίδια τους τη δίψα για εκδίκηση, παγιδευμένοι σε έναν μηχανισμό που επιβραβεύει τη βία και τιμωρεί τη συμφιλίωση, παίρνοντας χαρακτήρα κανόνα εν είδει «ιδιωτικής δικαιοσύνης» και όχι εξαίρεσης. Ως ένας κύκλος αίματος που δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ, εν μέσω του άκρατου παραλογισμού.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 16.11.2025