Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που δεν ανήκουν στο παρελθόν. Ανήκουν στο μέλλον που θέλαμε να έχουμε. Εκείνο για το οποίο έπρεπε να ντρεπόμαστε επειδή δεν αξιωθήκαμε. Μια τέτοια στιγμή είναι η θυσία του Κυριάκου Μάτση. Επανέρχεται κάθε 19η Νοεμβρίου. Όχι ως μια σκονισμένη ημερομηνία σε σχολικό βιβλίο, αλλά ως ένας ζωντανός καθρέφτης που μας κοιτάζει. Και αν έχουμε την τόλμη θα το παραδεχθούμε, δεν δείχνει μια όμορφη εικόνα.
Η θυσία του Μάτση δεν είναι ένα απλό ιστορικό περιστατικό. Είναι ένα συγκλονιστικό μάθημα αξιοπρέπειας. Ο άνθρωπος που αρνήθηκε την προδοσία, ακόμη κι όταν του πρόσφεραν χρήματα και πλούσια ζωή. Ο άνθρωπος που απάντησε με εκείνη τη σχεδόν μεταφυσική φράση: «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα».
Και όταν η ζωή του κρεμόταν από μια ανάσα, επέλεξε την ελευθερία της ψυχής αντί για την παράδοση του σώματος: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να παραδοθώ». Υπάρχει κάτι τρομακτικά αξιακό σε αυτό. Κάτι που μας ξεβολεύει. Κάτι που μας ξεσκεπάζει.
Ο Μάτσης δεν έπεσε υπέρ κάποιου εθνικού ρομαντισμού. Έπεσε υπέρ μιας έννοιας, που σήμερα τείνει να καταστεί είδος προς εξαφάνιση: Της αξιοπρέπειας. Της ιδέας πως ο άνθρωπος αξίζει όσο το θάρρος του και όχι όσο το πορτοφόλι του. Της πίστης πως υπάρχουν αξίες που δεν μπαίνουν σε λογιστικά βιβλία. Του «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα», που το ‘πε όχι για να το χειροκροτήσουμε, αλλά για να το εφαρμόσουμε. Μα εμείς, ως συνήθως, προτιμήσαμε τα χειροκροτήματα από την εφαρμογή.
Σήμερα τον τιμούμε. Αύριο θα τον ξανατιμήσουμε. Και μεθαύριο, αν χρειαστεί, θα κάνουμε ακόμα μια τελετή. Θα καταθέσουμε στεφάνια. Θα φωτογραφηθούμε. Θα συγκινηθούμε λίγο. Και μετά θα επιστρέψουμε ανενόχλητοι στην καθημερινότητά μας. Όπου ο αγώνας είναι περί χρημάτων. Όπου το μέτρο του πολίτη είναι ο τραπεζικός λογαριασμός. Όπου η αξία του ανθρώπου μετριέται με «πόσα πιάνει».
Έτσι όμως, κάθε χρόνο, η απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τον Μάτση δεν μικραίνει. Μεγαλώνει. Ήδη φαντάζει χαοτική. Τόσο μεγαλώνει και η ψευδαίσθηση ότι τον τιμούμε.
Η 19η Νοεμβρίου επιστρέφει κάθε χρόνο βασανιστικά. Μας σπρώχνει να ανοίξουμε την αποθήκη όπου κλειδώσαμε τη συνείδησή μας. Μας καλεί να την αντικρίσουμε κατάματα, όσο κι αν τρέμουμε το βλέμμα της. Γιατί αυτό το βλέμμα είναι τόσο βλοσυρό. Παραπέμπει στον κατήφορο τον οποίο ακολουθούμε. Από την λαμπερή λεωφόρο της αξιοπρέπειας που μας έδειξε ο Μάτσης, στο βούρκο όπου βρεθήκαμε ως κοινωνία.
Μια κοινωνία που ακολουθεί ηγεσίες της ντροπής επί δεκαετίες. Χωρίς αντίδραση. Χωρίς προβληματισμό. Χωρίς αντίσταση. Μια κοινωνία άβουλη. Μια κοινωνία που παραιτήθηκε από την έννοια της ευθύνης.
Η 19η Νοεμβρίου επιστρέφει για να μας υπενθυμίσει ότι δεν είναι μικρό πράγμα να μένεις μόνος σε ένα κρησφύγετο. Να περιμένεις την πολιορκία. Να γνωρίζεις πως δεν υπάρχει διέξοδος και να απαντάς «δεν παραδίδομαι, αν βγω, θα βγω πυροβολώντας». Αυτό δεν είναι παλικαριά. Είναι υπαρξιακή καθαρότητα. Η απόφαση ενός ανθρώπου να μη διαπραγματευτεί αυτό που είναι. Και να διατηρήσει μέχρι τέλους την αξία του εαυτού του. Όχι την κίβδηλη αξία που του πρόσφεραν σε μια βαλίτσα γεμάτη λίρες.
Κι εμείς; Τι διαπραγματευόμαστε σήμερα; Τι δεν διαπραγματευόμαστε; Πόσο εύκολα ξεπουλάμε τον ίδιο μας τον χαρακτήρα; Πόσο εύκολα προσαρμοζόμαστε, βολευόμαστε, κλείνουμε τα μάτια, δικαιολογούμε, συμβιβαζόμαστε, παρακάμπτουμε, «τα βρίσκουμε»; Πόσο γρήγορα γινόμαστε ό,τι ακριβώς ο Μάτσης αρνήθηκε να γίνει;
Εκείνος δεν είχε ανάγκη από χρυσά διαβατήρια, από παχιές χορηγίες, από ρουσφέτια, από προσωπικά συμφέροντα, από ανταλλάγματα. Δεν είχε ανάγκη από προστασία πολιτικών γραφείων, ούτε από ανέσεις. Ούτε «να βολευτεί κάπου». Το μόνο που είχε ήταν μια ακατάλυτη πίστη πως ο άνθρωπος δικαιώνεται μόνο όταν δεν προδίδει αυτό που πρεσβεύει.
Αντιλαμβανόμαστε πόσο ανοίκειο ακούγεται αυτό στον σημερινό μας κόσμο; Πόσο παράταιρο μέσα σε μια κοινωνία όπου το κάθε τι έχει τιμή και ελάχιστα έχουν αξία;
Αυτό είναι το πραγματικό κληροδότημα του Μάτση: Ένας άβολος καθρέφτης. Η θυσία του δεν μας καλεί μόνο να συγκινηθούμε, αλλά και να ντραπούμε. Να θυμηθούμε πως κάποτε υπήρξαν άνθρωποι που δεν έβαλαν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από το κοινό καλό. Άνθρωποι που δεν είχαν διπλή ατζέντα, ούτε μικρές ή μεγάλες εξυπηρετήσεις να διεκπεραιώσουν. Άνθρωποι που έβαλαν τον εαυτό τους εκτός της εξίσωσης, για να μείνει μέσα σε αυτήν η ελευθερία.
Αν θέλουμε να τον τιμήσουμε πραγματικά, δεν αρκεί να του ανάψουμε ένα κερί. Πρέπει να ανάψουμε κι ένα μέσα μας. Μπας και μας φωτίσει. Ώστε να αντισταθούμε -έστω λίγο, έστω για αρχή- στην εύκολη κλίση προς τη μικρότητα, προς τον αγώνα «περί χρημάτων».
Η μνήμη του συνεχίζει να μας εκθέτει. Και ίσως, μέσα από αυτή την έκθεση, να μπορέσουμε κάποτε να συναντήσουμε -όχι τον ηρωισμό του Μάτση, αυτό είναι αδύνατο- έστω ένα ίχνος από την ακεραιότητά του. Κάτι τέτοιο μοιάζει πιο επαναστατικό από ποτέ.
Μέχρι τότε, όμως, ας κλάψουμε για τα χαμένα όνειρα του Κυριάκου.
Και για τα χαμένα όνειρα όλων μας…