Το 1978, το Υπουργικό Συμβούλιο του Σπύρου Κυπριανού  αποφάσισε να κάνει «κάθαρση» στις κρατικές υπηρεσίες από κυβερνητικούς υπαλλήλους οι οποίοι ενέχονταν σε οποιαδήποτε ενέργεια «αποσκοπούσαν εις την προπαρασκευήν του πραξικοπήματος ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον τείνουσαν εις την προαγωγήν τούτου ή εις την ανατροπήν της συνταγματικής τάξεως ή του πολιτειακού καθεστώτος». (άρθρο 2 του Νόμου 3 του 1977)». («Η παρωδία της κάθαρσης», του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, πρώην Β. Γενικού Εισαγγελέα).

Ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε τιμωρία πραξικοπηματιών, μετά τη φυλάκιση του Νίκου Σαμψών το 1976. Με αυτή την απόφαση συστήθηκαν πειθαρχικές επιτροπές και ξεκίνησαν έρευνες. «Επρόκειτο για μια πραγματική παρωδία», γράφει ο κ. Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν πρόεδρος σε μια από τις επιτροπές, και αναφέρει παραδείγματα «τραγελαφικών περιπτώσεων» με ανθρώπους που βρέθηκαν κατηγορούμενοι επειδή θεάθηκαν να λένε «καλημέρα» σε στέλεχος της ΕΟΚΑ Β.

Όταν η διαδικασία με τις επιτροπές «έβαινε προς εκφυλισμό», το Υπουργικό Συμβούλιο την τερμάτισε και αποφάσισε να τιμωρήσει με αναγκαστική αφυπηρέτηση 61 άτομα «για λόγους δημοσίου συμφέροντος». «Επρόκειτο για μια αυθαίρετη επιλογή», γράφει ο κ. Χαραλάμπους, ο οποίος όπως σημειώνει, με βάση την πείρα του στις Επιτροπές, δεν αποκλείει να ελήφθησαν αποφάσεις με βάση συκοφαντία και διαβολή.

Δηλαδή, όταν για πρώτη φορά (και μοναδική) επιχειρήθηκε από μια κυβέρνηση να αποδώσει ευθύνες για το πραξικόπημα, έστω και μόνο στη δημόσια υπηρεσία, η διαδικασία εκφυλίστηκε και τιμωρήθηκαν 61 άτομα, κι αυτοί με αυθαίρετες διαδικασίες.

Η επόμενη κυβέρνηση που ασχολήθηκε με την «κάθαρση» ήταν η κυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη. Πώς ασχολήθηκε; Επίσης, με αυθαίρετες διαδικασίες, δηλαδή επειδή έτσι γούσταρε, το 1993, ανακάλεσε τις αποφάσεις για τερματισμό των υπηρεσιών των 61 κρατικών υπαλλήλων, που είχε απολύσει η κυβέρνηση Κυπριανού, και μάλιστα δίνοντάς τους και αποζημιώσεις.

Με ποιο τρόπο μεταχειριζόμαστε την ιστορία κι ο καθένας την φέρνει στα μέτρα του, φαίνεται από τα γεγονότα, όχι από τις κομματικές προεκλογικές σκοπιμότητες. Και τα γεγονότα καθιστούν τους πάντες συνένοχους στην ατιμωρησία και στην επιπολαιότητα με την οποία οι κομματικές ηγεσίες βολεύονται να συντηρούν παραποιήσεις και φανατισμό, και οι κυβερνήσεις βολεύονται να γράφουν την ιστορία ανάλογα με το πώς επηρεάζει τους «δικούς τους».

Η επόμενη κυβέρνηση, που ασχολήθηκε με ιστορικά γεγονότα, ήταν η κυβέρνηση Δημήτρη Χριστόφια. Μια καλή πρωία, Δεκέμβρη του 2012, τρεις μήνες πριν λήξη η θητεία της, αποφάσισε με συνοπτικές διαδικασίες, «την αποκατάσταση της μνήμης αδίκως δολοφονηθέντων κατά την περίοδο 1956-1958». Δεν ήταν απόφαση που χαρακτήριζε ένα κράτος, αλλά ένα κόμμα. Η κυβέρνηση είχε μπροστά της πέντε ολόκληρα χρόνια για να ερευνήσει και να καταλήξει σε ένα πράγματι ιστορικό έργο, αλλά δεν το έκανε. Πήρε μια πολιτική απόφαση, πλην ανιστόρητη, στη βάση των απόψεων του ΑΚΕΛ και όχι μιας ανεξάρτητης, για παράδειγμα, επιτροπής ιστορικών.

Προσέξτε, όμως, την αυθαιρεσία. Ανάμεσα στους 19 αναφέρεται και το όνομα: Παναγιώτης Τσάρος από την Άσσια. Αλλά ο Τσάρος είναι ανάμεσα στους ήρωες του αγώνα και τιμάται κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις της 1ης Απριλίου, διότι σκοτώθηκε από τους Άγγλους και όχι από την ΕΟΚΑ. Γιατί αυτός είναι ανάμεσα στα ονόματα, που αποκατέστησε δήθεν το Υπουργικό; Απλώς επειδή ήταν στη λίστα του ΑΚΕΛ; Ένα κράτος μπορεί να παίρνει αποφάσεις για λογαριασμό ενός κόμματος; Άλλο παράδειγμα: Ο Μιχάλης Πέτρου, φονεύθηκε στη Λύση το 1958, από ομάδα της ΕΟΚΑ, αλλά δεν πυροβολήθηκε ως προδότης. Πυροβολήθηκε σε επεισόδιο στο οποίο ήρθαν σε αντιπαράθεση στην πλατεία του χωριού ομάδα της ΕΟΚΑ και ομάδα της ΠΕΟ, που βρισκόταν σε καφενείο. Γιατί να βρισκόταν σε λίστα προδοτών αυτός ο άνθρωπος;

Οι Σύνδεσμοι Αγωνιστών ΕΟΚΑ, υποστηρίζουν ότι από τον κατάλογο που συντηρούσε το ΑΚΕΛ, οι εκτελεσθέντες ως συνεργάτες των Άγγλων ήταν μόνο οι οκτώ. Οι υπόλοιποι είναι στον κατάλογο επειδή έτσι λέει, ή έτσι βολεύει, το κόμμα.

Είναι αδιανόητο να φέρουν το στίγμα του προδότη άνθρωποι, που ουδέποτε διέπραξαν προδοσία, και να μην κάνει κανένας τίποτε για να απαλλάξει τη μνήμη τους αλλά και τις οικογένειες τους από αυτό το βάρος. Όμως, αυτή η αποκατάσταση, δεν μπορεί να γίνεται με κομματικές ατζέντες. Θα πρόσφερε πραγματική και ουσιαστική υπηρεσία στον τόπο και στις νέες γενιές, μια κυβέρνηση που θα σήκωνε το βάρος της κάθαρσης της ιστορίας μας. Έχουμε πια πανεπιστήμια, έχουμε εμπειρογνώμονες, επιστήμονες, θα μπορούσε να τους ανατεθεί αυτό το έργο. Να ερευνήσουν, να καταγράψουν αντικειμενικά, τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας. Για την ΕΟΚΑ, για τους προδότες, για τους αδίκως δολοφονηθέντες, για τις δολοφονίες της δεκαετίας του 1960 (Νούρος, Παναγιώτου, Παντελίδης, Μισιαούλης, Καβάζογλου, Γκιουράν, Χικμέτ), για τις δολοφονίες της ΕΟΚΑ Β, για τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου.

Οι κομματικές και οι κυβερνητικές αυθαιρεσίες δεν αφήνουν τον τόπο να ησυχάσει. Έλεος πια, ας ωριμάσουν τα κόμματα και οι κυβερνήσεις μας για να ωριμάσουμε και ως κοινωνία.