Τι χειμώνας κι αυτός! Τι βροχή, τι καταιγίδα, τι άνεμος, τι αστραπή και βροντή μας θυμήθηκαν ύστερα από χρόνια. Τι σκοτεινιά απ’ το καταμεσήμερο, τι παγωνιά. Κι άντε να μαζέψεις τα κομμάτια σου απ’ τις μέρες που για τόσους και τόσους μόνο γιορτινές δεν ήταν, αρίδα που τριβελίζει την ψυχή, θα την έλεγες καλύτερα. Με το που πας να ανασάνεις, να πεις πάμε παρακάτω, σου ’ρχονται κατακέφαλα οι συμφορές απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Άνθρωποι ν’ αφανίζονται από δυστυχήματα, άλλοι να θάβονται κάτω από χιονοστιβάδες ή από τόνους λάσπης. Ο πλανήτης βογκά σαν γονιός που τον ξεδόντιασαν τα αχάριστα παιδιά του.
Στήλη άλατος μένεις μ’ όσα βλέπεις, μέσα κι έξω πόνος. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει από το βήμα της σωτηρίας: Ανοίγω τα ντουλάπια μου, την πόρτα του δικού μου μικρόκοσμου και μέσα απ’ τα σκουριασμένα συρτάρια της μνήμης ξεχύνεται το φως που λυτρώνει. Φωτεινές μορφές με γνώριμα ανθρώπινα χείλη-τριαντάφυλλα αμάραντα. Χείλη που ήξεραν να μιλούν με γλυκύτητα στην επιδοκιμασία για σκέψεις και έργα. Χείλη που ήξεραν να αποδοκιμάζουν χωρίς να πληγώνουν. Χείλη που ξεχώριζαν τα δυσδιάκριτα για άλλους θετικά στοιχεία στον χαρακτήρα. Που ποτέ δεν τόνιζαν ιδιαίτερα τα τόσα αρνητικά. Που δεν έπεσαν στην παγίδα να λιπαίνουν σ’ έναν κήπο τα αγριόχορτα αντί τα λουλούδια. Κυρίως χείλη που ήξεραν να σωπαίνουν.
Τώρα διακρίνω καλά και τα μάτια στις μορφές που λίγο-λίγο σκορπούν τα σκοτάδια στο αδιέξοδο. Μάτια που μπορεί να μην είχαν ιδιαίτερο λόγο, μα με κάλυπταν μ’ ένα διάφανο μανδύα αγάπης, σαν χάδι ανάλαφρο, σαν υφασμένο από χρυσές και ασημένιες κλωστές. Οι ασημένιες ήταν η αναγνώριση μιας ελάχιστης έστω προσπάθειας για το καλύτερο. Οι χρυσές ήταν η αποδοχή της μοναδικότητας. Έγνοια τους ήταν να με προστατέψουν –συνειδητά άραγε;- από το χάος, την αδιαφορία, τη σκληρότητα των χρόνων που θα ακολουθούσαν. Κι από τον πόνο που θα με συνόδευε βήμα-βήμα. Σαν να μου έλεγαν: «Μ’ αυτόν θα ζήσεις, πάλεψέ το, αυτή είναι η ανθρώπινη μοίρα. Όταν θα σου πέφτει βαρύ το φορτίο να σκέφτεσαι πόσοι έχουν χίλιες φορές βαρύτερο». Και θέλεις να πεις σ’ αυτούς που σε καθόρισαν: «Χείλη μου αγαπημένα, στοργικά, ευχαριστώ που περιμαζέψατε και θρέψατε με τη δρόσο της αγάπης σας κι αυτή την φορά την ελπίδα. Μάτια μου γλυκά, λατρεμένα, ευχαριστώ που φωτίζετε με τη λάμψη της αγάπης σας το δρόμο μου να μην χαθώ στα σκοτάδια της απονιάς, της μοναξιάς, μέσα στο στέγνωμα της ψυχής που γεννά η απελπισία. Για να μπορώ ακόμα και στο πιο μακρινό μου τώρα να σας ξανανταμώνω. Να παίρνω απ’ το γλυκό σας λόγο, από το βλέμμα και το χάδι της ζεστασιάς τους δύναμη. Να κάνω ξανά και ξανά τη διαδρομή και μέσα απ’ όσα μου δώσατε απλόχερα, να μ’ ευλογώ που σας συνάντησα στο διάβα μου, σε μια ζωή δύσκολη πάνω από το μέτρο. Που με σπρώξατε όσα πήρα απ’ την αγάπη και την αποδοχή σας, να τα κάνω όσο μπορώ πράξη, να τα μοιράζω σαν κομμάτι άρτο και χούφτα κόλλυβο στη μνήμη σας. Τη ζωοδότρα μνήμη σας.