Γράφει, σαν να σου μιλάει. Αλλά η γραφή του κάθε άλλο παρά απλοϊκή είναι. Σου δίνει να καταλάβεις ένα θέμα με την πρώτη και, ταυτόχρονα, σε οδηγεί (όχι καθοδηγεί) σε μια σκέψη που σου ανοίγει ένα πεδίο που δεν φανταζόσουν. Όμως αυτά είναι στοιχεία προσωπικής προσέγγισης του καθενός, και εγώ δεν είμαι ούτε ικανός ούτε άξιος να τα αναπτύξω, παρά μόνο στον εαυτό μου.
Θα αναφερθώ τακτικά όμως σε όλη ετούτη τη πορεία των 40 ημερών, σε μερικά από τα πιο πρακτικά πράγματα που λέει ο π. Σμέμαν, που θαρρώ πως είναι χρήσιμη τροφή για σκέψη, ακόμα και για όσους δεν πιστεύουν. Κατ’ αρχάς, και από μόνη της αυτή η λέξη, «πιστεύω», έχει απασχολήσει πολύ τον Ρώσο θεολόγο και, μάλιστα, είναι και τίτλος ενός άλλου βιβλίου του με αυτόν ακριβώς τον τίτλο. Είναι η λέξη που, όπως λέει, «φωτίζει ολόκληρο το Σύμβολο της Πίστεως».
Αλλά, εάν προσπαθήσει κάποιος να απαντήσει στο ερώτημα «τι εννοώ όταν λέω τη λέξη “πιστεύω”;» σχετικά εύκολα θα καταλάβει πόσο βαθιά διαφέρει από όλες τις άλλες προσωπικές καταθέσεις και πόσο βαθιά εκφράζει το περιεχόμενο του εσωτερικού «εγώ» μας. Είναι εντελώς διαφορετική φερ’ ειπείν, από τις λέξεις «νομίζω» ή και «γνωρίζω».
Η πρώτη υπονοεί πως μπορεί να υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Για παράδειγμα, εάν πεις «νομίζω πως υπάρχει Θεός», αφήνεις ανοικτό το ενδεχόμενο και να μην υπάρχει.
Η δεύτερη, «γνωρίζω», είναι ταυτόσημη με το «είμαι πεπεισμένος, αντιλαμβάνομαι» και, όπως λέει ο Σμέμαν, σημαίνει πως παραμένω μέσα στα όρια εκείνων των λογικών καταστάσεων της συνειδήσεώς μου όπου τίποτα δεν αποτελεί αίνιγμα.
Το «πιστεύω», όμως, δεν ταιριάζει σε καμία από αυτές τις «καταστάσεις του νοός», γιατί, όπως είναι αυτονόητο, σε αυτές τις λογικές καταστάσεις η «πίστη» δεν είναι αναγκαία. Δηλαδή, είναι απλά ανόητο να πει κάποιος «πιστεύω πως βρέχει» αφού η βροχή είναι ένα αντικειμενικό γεγονός.
Είναι σαφές, επομένως, κατά τον μεγάλο Ρώσο θεολόγο, πως η φράση «πιστεύω» μπορεί να ισχύσει μόνο για εκείνα τα πράγματα –εντός μου ή έξω από εμένα– τα οποία είναι ασαφή. Ή, για να το θέσω κάπως διαφορετικά, προσθέτει, εφαρμόζεται μονάχα σε εκείνο που μήτε οι αισθήσεις, μήτε η νόηση, μήτε τα γεγονότα μπορούν να το καταστήσουν σαφές.
Αρκετά όμως για αυτό. Επιστρέφω στα των ημερών, για να προσυπογράψω την παρατήρησή του ότι, σε σχέση με τη Μεγάλη Σαρκοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις όπως «τι είναι νηστεία;», ή «τι είναι Σαρακοστή;», εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της.
Θα προσέξετε πάλι σε πόσες εφημερίδες, περιοδικά, ιστότοπους, ακόμα και θρησκευτικού περιεχομένου, υπάρχουν συμβουλές και συνταγές για «ένα υπέροχο νηστίσιμο πιάτο», καθώς και ρεπορτάζ με τίτλο «πανάκριβο φέτος το σαρακοστιανό τραπέζι». Ε, βέβαια, εάν θέλεις να φας όλα αυτά που βλέπεις και στη φωτογραφία, τι περιμένεις;
Και ασφαλώς, με όλα αυτά, γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω από όλα όσα θεωρούμε ή και είναι λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη την έκτασή της.
Δεν είναι κακά τα λαϊκά έθιμα. Ο κίνδυνος όμως, όπως γράφει ο Σμέμαν στο «Μεγάλη Σαρακοστή» (Εκδόσεις Ακρίτας), να αρχίσει κάποιος να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα, παρά να τα ερμηνεύει όλα αυτά ως μια πνευματική ανανέωση και προσπάθεια, είναι μεγάλος.
Άρα, ιδού, λοιπόν, από τον πρωτοπρεσβύτερο Αλέξανδρο Σμέμαν…
Η Σκέψη της Ημέρας
«Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα».