Εισαγωγή

Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό 9-μελή σύνθεση επανέλαβε και επιβεβαίωσε στην πρόσφατη απόφαση του ημερομηνίας 24/1/2022 που εξέδωσε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Βουλή των Αντιπροσώπων, Προσφυγή Αρ. 4/2021 την προηγουμένη θέση του ότι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα που λαμβάνει κατά την άσκηση των εξουσιών του είναι ανέλεγκτες και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης από οποιονδήποτε.

Αντικείμενο της διαδικασίας ήταν η αμφισβήτηση από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα της νομιμότητας της απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερομηνίας  22/4/2021, με την οποία η τελευταία:

(α)        κάλεσε τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα να σεβαστούν τις γενικά παραδεκτές αρχές δεοντολογίας που διέπουν τα δημόσια αξιώματα, απέχοντας από την αξιολόγηση του καλούμενου ενδιάμεσου πορίσματος, κατ’ επέκταση δε από την αξιολόγηση του τελικού πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής και, κατ’ αναλογίαν, από την αξιολόγηση των ήδη δημοσιευθεισών εκθέσεων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που παραπέμπουν σε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες, μεταξύ άλλων, και των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου όσον αφορά πολιτογραφήσεις,

(β)        κάλεσε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και την ίδια την Ερευνητική Επιτροπή να προχωρήσουν, αμέσως, στη δημοσιοποίηση του καλούμενου ενδιάμεσου πορίσματος, και

(γ)        κάλεσε  το  Ανώτατο  Δικαστήριο, ως  τον ύψιστο θεματοφύλακα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως σε περίπτωση άρνησης και/ή παράλειψης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να ενεργήσουν, σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας που αρμόζουν στο υψηλό αξίωμα της θέσης τους, να ενεργήσει αυτεπάγγελτα κατά την προβλεπόμενη συνταγματικά διαδικασία.

Η Βουλή με την πιο πάνω απόφαση της δεν έκρινε οποιαδήποτε συγκεκριμένη απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, όμως, τον κάλεσε να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο τη στιγμή που εκκρεμούσαν ποινικές έρευνες της Αστυνομίας, με πηγή πληροφόρησης, μεταξύ άλλων, τα πορίσματα της Ερευνητικής Επιτροπής Νικολάτου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κήρυξε την απόφαση της Βουλής «εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος» και την ακύρωσε «στην ολότητά της».

Ήταν της άποψης ότι «η υπό κρίση Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων παραβιάζει τις συνταγματικές κατοχυρωμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, παρεμβαίνει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες του και πλήττει το ανέλεγκτο της εξουσίας του, όπως κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 112-114 του Συντάγματος»

 

 

Συνταγματικό πλαίσιο και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 113 του Συντάγματος είναι η πιο ενδιαφέρουσα και έχει ως ακολούθως:

Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκείται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.

Κατ’ αρχάς, εύκολα γίνεται αντιληπτό από μια γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω συνταγματικής ρύθμισης, στενά ερμηνευόμενη, ότι δεν προκύπτει από αυτή ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα το πώς χειρίζεται ποινικές υποθέσεις εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου. Απλώς αναφέρει ότι «έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον», είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως είτε άλλοι που ενεργούν συμφώνα με τις οδηγίες του, να κινεί διεξάγει συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι ο μόνο αξιωματούχος του κράτους που έχει αποκλειστικές αρμοδιότητες και εξουσίες, τις οποίες οφείλει να ασκεί πάντοτε «προς το δημόσιον συμφέρον». Υπάρχουν και άλλοι, όπως π.χ. το Υπουργικό Συμβούλιο ή και οι ίδιοι οι Υπουργοί εντός του πεδίου των συνταγματικών τους καθηκόντων. Όμως, παρόλο που από της ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας καταβλήθηκαν διάφορες προσπάθειες να ελεγχθούν δικαστικώς οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, όλες τους απέτυχαν.

Αυτές έλαβαν είτε τη μορφή προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. π.χ. Xenofontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89) είτε αίτησης για εξασφάλιση προνομιακού εντάλματος certiorari, τύπου prohibition και mandamus (βλ. π.χ. In Re Ttooulias (1984) 1 CLR 885, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 C.L.R. 17 και Αστυνομία ν. Αθηαινίτη (1983) 2 ΑΛΑ. 194) είτε παραπομπής για γνώμη από το Ανώτατο Δικαστήριο σε ποινική υπόθεση δυνάμει του άρθρου 148 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως π.χ. έγινε στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, στην οποία ένα από τα νομικά ερωτήματα που απαντήθηκε καταφατικά ήταν κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να διακόψει μια ποινική διαδικασία χωρίς να δώσει λόγο στο Δικαστήριο.

Αυτές που προωθήθηκαν με αίτηση για εξασφάλιση προνομιακού εντάλματος απέτυχαν διότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν θεωρείται ένα κατώτερο Δικαστήριο και ούτε ασκεί δικαστική εξουσία ώστε να ελεγχθεί από ένα ανώτερο δικαστήριο με προνομιακό ένταλμα, ενώ όσες υποθέσεις βασίστηκαν στο άρθρο 146 του Συντάγματος απορρίφθηκαν διότι το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα είναι συνδεδεμένες με δικαστική διαδικασία και ως εκ τούτου εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τώρα του Διοικητικού Δικαστηρίου). Δεν έχω υπόψη μου αν μέχρι σήμερα προωθήθηκε παρόμοιο αίτημα με αγωγή ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου και μετά κατ’ έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά ακόμη και να έγινε,  δεν νομίζω ότι θα είχε οποιεσδήποτε πιθανότητες επιτυχίας για τον ίδιο λόγο, ότι δηλαδή ο Γενικός Εισαγγελέας είναι με βάση τις μέχρι σήμερα αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλεγκτος. 

Πέραν από το ότι τα πιο πάνω ένδικα μέσα κρίθηκαν ως μη προσφερόμενα για προσβολή των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα, το Ανώτατο Δικαστήριο βασίζεται σε αγγλική νομολογία και συγγράμματα, όπου αναλύεται ο θεσμός του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας και Ουαλίας για να στηρίξει τη θέση ότι και δικός μας Γενικός Εισαγγελέας δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (βλ. τις παραπομπές στην In Re Ttooulias).

Θα πρέπει, όμως, να λεχθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έλαβε μέχρι σήμερα υπόψη του ότι ο λόγος για τον οποίο οι εκάστοτε αποφάσεις του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας  δεν ελέγχονται δικαστικώς είναι διότι διορίζεται από τον Βασιλέα/Βασίλισσα, έστω κατόπιν σύστασης του Πρωθυπουργού και,  ως υπουργός του Στέμματος που είναι, υπόκειται μόνο σε κριτική και έλεγχο ενώπιον του Κοινοβουλίου των Κοινοτήτων μέσω της εφαρμογής καθιερωμένων αρχών τέτοιας λογοδοσίας (ministerial responsibility).

Αυτό δεν σημαίνει ότι και ο δικός μας Γενικός Εισαγγελέας θα έπρεπε να ελέγχεται από τη Βουλή, έχοντας υπόψη ότι (α) ο διορισμός του γίνεται από τον Προέδρο της Δημοκρατίας με βάση την εξουσία που δίδεται στον τελευταίο από το άρθρο 112 του Συντάγματος[1] και όχι κάποιο ανέλεγκτο βασιλικό προνόμιο, (β) οι ίδιες οι εξουσίες του πηγάζουν από νόμο και (γ) δεν είναι υπουργός. Έτσι, από αυτή την περιορισμένη οπτική γωνία και έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της απόφασης της Βουλής της 22/4/2021, θεωρώ ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ορθό στην κατάληξη του, όχι όμως στη βάση ορθής νομικής ανάλυσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να ενδιέτριψε όσο θα έπρεπε πριν καταλήξει αν η άσκηση των εξουσιών του και γενικά ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα στην Κύπρο έχει τις ίδιες ιδιότητες με εκείνες του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας, ώστε οι αποφάσεις του να περιβάλλονται παρομοίως από ένα προνόμιο, που διασφαλίζει το ανέλεγκτό του ακόμη και από τη δικαιοσύνη.

Αυτό οφείλεται στο ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι όποιες αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν εξομοιώνονται με πράξεις νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρχών και άρα αυτό που λέχθηκε στην Γιάλλουρος Tάκης ν. Ευγένιου Nικολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558, ότι δηλαδή «η αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που οριοθετεί το Άρθρο 35 του Συντάγματος[2], επιβάλλει την απόδοση αποζημίωσης στο θύμα της παραβίασης κάθε ζημίας που προκαλείται στην οντότητά του, ως φυσική ύπαρξη», δεν αγγίζει τον Γενικό Εισαγγελέα.

Και αυτό συμβαίνει τη στιγμή που πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα να συνιστούν αδικαιολόγητη επέμβαση σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και θα έπρεπε να είναι επιτρεπτό να ελεγχθεί δικαστικώς άσκησε την κρίση του «προς το δημόσιον συμφέρον» σύμφωνα με και όχι πάνω από το Σύνταγμα.

Για παράδειγμα, στην αγγλική υπόθεση Mohit v Director of Public Prosecutions of Mauritius [2006] UKPC 20 το ίδιο το Ανακτοσυμβούλιο (Privy Council), που ακούει εφέσεις κατά αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων ορισμένων κρατών μελών της Κοινοπολιτείας (όχι της Κύπρου), εξέτασε κατ’ έφεση δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Μαυρικίου, με τις οποίες απορρίφθηκαν ακυρωτικές αιτήσεις για αναθεώρηση της απόφασης του λεγόμενου Director of Public Prosecutions of Mauritius (DPP) να εμποδίσει την προώθηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης κατά ενός πολύ γνωστού πολιτικού προσώπου, που ο αιτητής και η σύζυγος ενός δολοφονηθέντος τον κατηγορούσαν ότι υπέθαλπε τον δολοφόνο. Ήταν ο DPP –  όχι ο γενικός εισαγγελέας του Μαυρικίου –  που είχε με βάση τις σχετικές πρόνοιες του συντάγματος του Μαυρικίου τις ίδιες εξουσίες που έχει ο δικός μας Γενικός Εισαγγελέας με βάση το Σύνταγμα.

Αποφασίστηκε ότι, επειδή οι εξουσίες του DPP έχουν ως πηγή το σύνταγμα του Μαυρίκιου και όχι κάποιο ανέλεγκτο προνόμιο όπως ίσχυε περίπτωση του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας, το Ανακτοσυμβούλιο διατύπωσε τη θέση ότι δεν ήταν επιτρεπτό να εφαρμοστούν στην περίπτωση του DPP του Μαυρικίου οι ίδιες αρχές περί ασυλίας που εφαρμόζονταν στην περίπτωση του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας.[3].

Το Ανακτοσυμβούλιο στην Mohit ακολούθησε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Νησιών Φίτζι στην υπόθεση Matalulu v DPP [2003] 4 LRC 712, όπου εξετασθήκαν οι αντίστοιχες εξουσίες του DPP των Νησιών Φίτζι, επίσης χώρας μέλος της Κοινοπολιτείας, στην  οποία είχε λεχθεί ότι εξουσίες που ανατίθενται σε ένα πρόσωπο δυνάμει νόμου, όπως είναι και η περίπτωση του δικού μας Γενικού Εισαγγελέα, πρέπει υπό προϋποθέσεις να υπόκεινται σε ορισμένες περιπτώσεις σε δικαστικό έλεγχο για τον λόγο ότι διαφορετικά  οδηγούμαστε σε ένα σύγχρονο είδος ανέλεγκτου νομοθετημένου προνομίου, που δεν παύει από του να είναι αναχρονιστικό[4].

Αυτό θα έπρεπε για τόσα χρόνια να γίνει αντιληπτό και από το δικό μας Ανώτατο Δικαστήριο.

Να παραπέμψω επίσης στο έγγραφο διαβούλευσης (Consultation Paper) του 2007 της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με τον ρόλο του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας που τιτλοφορείται «The Governance of Britain A Consultation on the Role of the Attorney General»[5], σύμφωνα με το οποίο η συζήτηση γύρω από το κατά πόσο υφίστατο ανάγκη για αναθεώρηση του θεσμού του δικού τους γενικού εισαγγελέα ήταν απότοκο τριών υποθέσεων.

Η μία σχετιζόταν με τη γνωμάτευση του τότε γενικού εισαγγελέα προς τον Πρωθυπουργό ως προς τη νομιμότητα μιας στρατιωτικής επίθεσης κατά του Ιράκ χωρίς εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά λίγες μέρες αργότερα ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε περίληψη αυτής στο Κοινοβούλιο σε απάντηση σχετικής ερώτησης. Η περίληψη της γνωμάτευσης του τελικά φάνηκε πως διέφερε ουσιωδώς από την ίδια τη γνωμάτευση, όταν αυτή τελικά δημοσιοποιήθηκε στις 28/4/2005 μετά από δημοσιογραφική πίεση και άσκηση κριτικής.

Οι άλλες δύο υποθέσεις είχαν σχέση με την απόφαση για προώθηση ή μη δύο ποινικών υποθέσεων, που είχαν επίσης πολιτική χροιά. Η πρώτη αφορούσε τη δωροδοκία Σαουδαραβών επισήμων από τη Βρετανική αμυντική βιομηχανία BAE Systems για να εξασφαλιστεί ένα πολύ κερδοφόρο συμβόλαιο με την Σαουδική Αραβία και την απόφαση του γραφείου σοβαρού οικονομικού εγκλήματος, Serious Fraud Office (SFO), να διακόψει την έρευνα. Προέκυψε το θέμα αν κάτι τέτοιο έγινε μετά από παρέμβαση, επίσης του γενικού εισαγγελέα. Η δεύτερη αφορούσε το σκάνδαλο της παροχής τιμητικών διακρίσεων έναντι χρημάτων (Cash for Honours), στην οποία και πάλι εμπλεκόταν το όνομα του ιδίου γενικού εισαγγελέα. Ενόσω η έρευνα βρισκόταν υπό εξέλιξη, το ενδεχόμενο αν έπρεπε να διωχθούν κυβερνητικοί υπουργοί ή άλλοι επίσημοι ανέδειξε και το ερώτημα αν ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να ήταν πράγματι αμερόληπτος στην περίπτωση που θα παραπεμπόταν σε αυτόν ερώτημα αναφορικά με τυχόν διώξεις.  Κάποιοι ένοιωθαν ότι δεν θα έπρεπε ν’ αναμειχθεί, αλλά αυτός αρνήθηκε.

Στο συμβουλευτικό έγγραφο καταγράφεται η διαπίστωση του διακεκριμένου Καθηγητή Bradley ότι στην Αγγλία, παρόλο που ο ρόλος του γενικού εισαγγελέα στις ποινικές διώξεις ήταν δεδομένος και αναγκαίος έστω και αν υπήρχε και ο DPP, του οποίου οι αποφάσεις ελέγχονταν δικαστικώς, εντούτοις επίσης έχρηζε αναθεώρησης[6].

Το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα από τις κατά καιρούς δεσμευτικές αποφάσεις του, εξίσωσε δυστυχώς, το θεσμό του δικού μας Γενικού Εισαγγελέα με εκείνο του γενικού εισαγγελέα της Αγγλίας και του απόδωσε τα ανέλεγκτα προνόμια που απολαμβάνει ο γενικός εισαγγελέας της Αγγλίας, που ποτέ δεν είχε και χωρίς να εξεταστεί επίσης ότι με βάση άλλη αγγλική νομολογία, ακόμη και προνόμια του ιδίου του Στέμματος (royal prerogatives) παύουν να είναι ανέλεγκτα όταν (α) έχει θεσπιστεί σχετικός νόμος από τον οποίο πλέον εκπορεύονται ή (β) όταν τα προνόμια χρησιμοποιούνται για να ματαιωθεί ο σκοπός ενός νόμου (βλ. Attorney-General v De Keyser’s Royal Hotel Ltd [1920] All E.R. 80, Laker Airways Ltd v Department of Trade [1977] 2 All E.R. 182)[7].

Στην Κύπρο είναι αυτό που συνέβηκε. Έχουμε  το άρθρο 113 του Συντάγματος και το άρθρο 154 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου[8], στα οποία συμπυκνώθηκαν νομοθετημένα μετά την ανεξαρτησία όλες οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τις ποινικές διώξεις και έτσι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα θα έπρεπε να ελέγχονται από τα δικαστήρια μας ώστε να αποφασίζουν αν ενέργησε εντός του νόμου, δηλαδή «προς το δημόσιον συμφέρον». Όμως, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είναι αυτό που συμβαίνει.

Ακόμη και αυτό το δικαίωμα καταχώρισης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης υπόκειται στην τελική κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δύναται ανά πάση στιγμή να τερματίσει τη διαδικασία ή να μην επιτρέψει καθόλου την καταχώριση της, χωρίς να παρέχεται δικαίωμα στον ιδιώτη παραπονούμενο να θέσει αυτή την κρίση σε δικαστικό έλεγχο για να αποφασιστεί αν όντως ήταν «προς το δημόσιον συμφέρον».

Η περίπτωση της έκρηξης στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» και οι τυχόν ποινικές του τέως Προέδρου και η πρόσφατη αθώωση της Βρετανίδας, η οποία από παραπονούμενη για βιασμό μετατράπηκε σε κατηγορούμενη για δημόσια βλάβη

Οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες, για παράδειγμα, του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας σε σχέση με την έκρηξη στο Μαρί τον Ιούλιο του 2011, ακόμη και μετά το Πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής Πολυβίου, δεν διερευνήθηκαν ποτέ από την Αστυνομία, διότι αυτό προϋπόθετε με βάση το άρθρο 45.3 του Συντάγματος άδεια του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που οι τότε Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν ζήτησαν.

Ακολούθησε η λήξη της θητείας του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας και εν συνεχεία  η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας της 9/7/2013, με την οποία κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία ο τότε Υπουργός Άμυνας, ο οποίος, στο τέλος της ημέρας, είχε προωθήσει την αναβλητική πολιτική του Προέδρου να μην καταστραφούν τα εκρηκτικά, παρά την προειδοποίηση επιτελών του ΓΕΕΦ που έκαναν στις 6/9/2010 σε συνάντηση τους με τον Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου, κ. Η. Παντελίδη, ο οποίος, ετοίμασε και υπέβαλε προς τον Πρόεδρο την ίδια ημέρα σχετικό σημείωμα.

Ο Πρόεδρος πληροφορήθηκε μέσω του σημειώματος ότι το ΓΕΕΦ ήταν υπέρ της καταστροφής του «εμπορεύματος» «λόγω του ότι υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι από τις ψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν μέσα στα εμπορευματοκιβώτια το Καλοκαίρι και ότι η Εθνική Φρουρά ήταν σε θέση από τεχνικής άποψης να διεκπεραιώσει το έργο της καταστροφής»[9].

Ο Πρόεδρος ούτε ζήτησε να ενημερωθεί ποιοι ήταν αυτοί οι κίνδυνοι ούτε και έλαβε οποιαδήποτε άλλα άμεσα μέτρα, όπως πχ. να θέσει το ζήτημα υπόψη του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη σχετικής απόφασης από τους υπουργούς του, αφού ήταν εκείνοι με βάση το Σύνταγμα που είχαν την αρμοδιότητα διάθεσης του υλικού, το οποίο είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2009 όταν κατασχέθηκε από το Τελωνείο. Πέρασε και το καλοκαίρι του 2010, αφού προηγήθηκε αυτό του 2009, με τα εκρηκτικά να εξακολουθούν αποθηκεύονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ήρθε το τρίτο και μοιραίο καλοκαίρι του 2011 με τα γνωστά γεγονότα.

Το Κακουργιοδικείο για τη στάση του τέως Προέδρου επί του θέματος ανέφερε τα εξής:

…Έρεισμα για αλλαγή της πολιτικής, θα μπορούσε να δώσει η ένδειξη για αλλαγή στάσης του Ιράν στην οποία αναφέρθηκε ο Παντελίδης. Όμως, ούτε τότε έγινε οτιδήποτε. Η μαρτυρία Παντελίδη ότι υπήρχε συγκατάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας για καταστροφή του φορτίου, στερείται κάθε πειστικότητας, αν όχι σοβαρότητας. Υπενθυμίζουμε, πως ο ισχυρισμός του ήταν ότι για ένα τέτοιο ζήτημα, εξέλαβε τη σιωπή του ΠτΔ ως συγκατάθεση και ότι, έχοντας τέτοια συγκατάθεση μετέβη στη σύσκεψη της 7.2.2011, χωρίς όμως να μεταφέρει τη θέση του Προέδρου, διότι δεν είχε «οδηγίες», αλλά «συγκατάθεση».  Εάν  είχε έστω και τη σιωπηρή συγκατάθεση του ΠτΔ σε μια σύσκεψη όπου ο Υπουργός Άμυνας ήταν πολύ ανήσυχος και τόνιζε ξανά και ξανά την επικινδυνότητα του φορτίου κι όπου ο ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ τους εξηγούσε κατά τρόπο συγκροτημένο ότι υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης ή ακόμα και έκρηξης, ο Παντελίδης θα είχε μεταφέρει τη συγκατάθεση του ΠτΔ και δεν θα περιοριζόταν  σε έκφραση προσωπικών απόψεων, όπως το έθεσε, με αποτέλεσμα να συνεχίσει η εκκρεμότητα. Τέτοια συγκατάθεση δεν δόθηκε….

Ο επόμενος Γενικός Εισαγγελέας, που ανέλαβε καθήκοντα την 16/9/2013, επίσης δεν προώθησε ποινική διερεύνηση, ενώ σε επιστολή του ημερομηνίας 4/3/2016 προς τους δικηγόρους της οικογένειας του Πλοίαρχου Ιωαννίδη προέβαλε τη θέση ότι «Κατά την άποψη μας, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναθεωρηθεί η απόφαση που είχε ληφθεί από τον προκάτοχο μου Γενικό Εισαγγελέα κατόπιν μελέτης όλων των δεδομένων και άσκησης της διακριτικής ευχέρειας ως προς τα ποια πρόσωπα θα έπρεπε να περιληφθούν στο καταχωρηθέν κατηγορητήριο» και ότι «δεν υπήρχε διαθέσιμη ικανοποιητική μαρτυρία».

Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι ουδέποτε οι έρευνες στράφηκαν εναντίον του τέως Προέδρου, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο αν είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα από τον Γενικό Εισαγγελέα και το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και σχετική άδεια από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πράγμα που δεν έγινε. Συνεπώς, δεν γίνεται αντιληπτή η αναφορά από τον Γενικό Εισαγγελέα σε κάποια αιτιολογημένη απόφαση που είχε ληφθεί από τον προκάτοχο του.

Στη συνέχεια, ο Γενικός Εισαγγελέας εμπόδισε και την καταχώριση ιδιωτικής ποινικής κατά του τέως Προέδρου, με την οικογένεια του πλοίαρχου Ιωαννίδη να μην μπορεί να αμφισβητήσει μέσω αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου την ορθότητα των αποφάσεων των πιο πάνω δύο Γενικών Εισαγγελέων.

Η δικαιολογία που ο κ. Κ. Κληρίδης έδωσε τελικά στις 5/7/2016 στους δικηγόρους της οικογένειας του Πλοίαρχου Ιωαννίδη ήταν ότι «κατά την άποψη μου δεν δικαιολογείτο ούτε και θα ήτο προς το δημόσιο συμφέρον να υπήρχε συνέχεια στην ποινική δικαστική διαδικασία σε σχέση με την θλιβερή περίπτωση της έκρηξης στο Μαρί. Όλοι οι λόγοι τους οποίους είχα παραθέσει στην επιστολή μου[10] συνεχίζουν να ισχύουν και στην περίπτωση του ενδεχόμενου καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης για το θέμα τούτο, και μάλιστα με επίταση καθότι ένα δύσκολο και πολύπτυχο έργο περαιτέρω διερεύνησης και προώθησης μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης, δεν είναι ορθό να αναληφθεί από ιδιώτες».

Το κατά πόσο οι συγγενείς θα κατόρθωναν να αποδείξουν την υπόθεση ήταν ένα ζήτημα που αφορούσε μόνο εκείνους, παρόλο που είχαν στη διάθεσή τους όλο το μαρτυρικό υλικό που είχε συλλέξει η Αστυνομία μετά που τους παραχωρήθηκε έναντι αντιτίμου, περιλαμβανόμενου του πιο πάνω σημειώματος του Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου προς τον τέως Πρόεδρο Δ. Χριστόφια ημερομηνίας 6/9/2010, από το οποίο προκύπτει ότι είχε έγκαιρα προειδοποιηθεί περί της άποψης της Εθνικής Φρουράς ότι τα εκρηκτικά έπρεπε ν’ αχρηστεύουν, αλλά δεν έπραξε οτιδήποτε.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι κανείς από τους συγγενείς των θυμάτων ή τα επιζώντα θύματα είχαν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για ν’ αποδείξουν ότι η απόφαση των δύο πρώην Γενικών Εισαγγελέων να μην διώξουν ποινικώς και τον τέως Πρόεδρο ή να μην επιτρέψουν την καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δεν ήταν «προς το δημόσιον συμφέρον».

Το ίδιο ισχύει και για την πολύ πρόσφατη περίπτωση της Βρετανίδας, η οποία από παραπονούμενη για βιασμό μετατράπηκε σε κατηγορούμενη για δημόσια βλάβη, με το Ανώτατο Δικαστήριο ν’ αποφασίζει ότι παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα της σε δίκαιη δίκη τόσο από την Αστυνομία στο στάδιο των ερευνών όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ακρόαση.

Δεν νομίζω να τέθηκε από την υπεράσπιση ζήτημα λανθασμένου χειρισμού εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, όμως το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τον ελλειμματικό τρόπο με τον οποίο ενέργησε η Αστυνομία εγείρει το ερώτημα γιατί ο λανθασμένος χειρισμός από πλευράς Αστυνομία δεν είχε εντοπιστεί πρώτα από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα ή τον εκπρόσωπο του εντός της Νομικής Υπηρεσίας, όταν αποφασιζόταν η σύνταξη του κατηγορητηρίου κατά της Βρετανίδας:

«…Ούτε φαίνεται ότι τέθηκε το Δικαστήριο σε εγρήγορση εν όψει των ιδιαίτερων περιστάσεων, ότι δηλαδή είχε κληθεί το απόγευμα μια 19χρονη στα γραφεία του ΤΑΕ για συμπληρωματική κατάθεση ως παραπονούμενη, ότι έξι ώρες μετά ανακρίθηκε, μετά τα μεσάνυχτα, ως ύποπτη και ότι η ώρα 01:15 φέρεται να προβαίνει σε θεληματική κατάθεση, χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Μάλιστα, ενώ η ώρα 00:30, κατά τη θέση της κατηγορούσας αρχής, είχε αρνηθεί ακόμα και να υπογράψει τα δικαιώματα της και όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Λοχίας …….. «αυτή τα πήρε έτσι, ούτε τα άνοιξε και μου τα έριξε πίσω «δεν υπογράφω τίποτε» και μου τα έριξε προς το μέρος μου», δηλαδή παρουσιάζεται εντελώς αρνητική, ακόμα και επιθετική, σε 40 λεπτά φέρεται να δηλώνει «Ι make a big mistakeI will tell you the truth what happened» και ακολουθεί η λήψη της κατάθεσης/ομολογίας. Αυτά, δεδομένων των όσων έχουμε ήδη αναφέρει σε σχέση με την παράλειψη συμπλήρωσης του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Α από τον Λοχία ……. και τη συμπλήρωση μόνο του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Α(1), τη σημασία της οποίας θα εξετάσουμε κατωτέρω.

Αντί τέτοιου προβληματισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια πολύ συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και σε ακόμα πιο συνοπτική αξιολόγηση της, αξιολογώντας, αντίθετα, εν εκτάσει και εξονυχιστικά τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας έγινε σε μια σελίδα της ενδιάμεσης απόφασης, ενώ για την αξιολόγηση της εφεσείουσας το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε σε εννέα σελίδες και χρειάστηκαν άλλες πέντε σελίδες για την αξιολόγηση των μαρτύρων υπεράσπισης. …

…Τέτοια προσέγγιση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποτρεπτική της αποδοχής ομολογιών, όταν μάλιστα έχει αναγνωριστεί πως η ομολογία είναι η βασιλίδα των μαρτυριών (Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 166).  Η αναγνώριση του δύσκολου έργου της Αστυνομίας στη διαλεύκανση του εγκλήματος είναι δεδομένη και είχε διατυπωθεί από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας μας (βλ. Volettos (ανωτέρω)).  Η διακριτική όμως ευχέρεια του δικαστηρίου ως προς τη θεληματικότητα μιας ομολογίας πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή και με επίγνωση πάντοτε του γεγονότος ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που έχει το βάρος να αποδείξει τη θεληματικότητα και όχι ο κατηγορούμενος να αποδείξει τη μη θεληματικότητα.  Τυχόν αμφιβολία, συνεπώς, ως προς τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης υπό «ύποπτες περιστάσεις» καθιστά την ομολογία απαράδεκτη ως μαρτυρία, εφόσον τούτο έχει την έννοια πως η κατηγορούσα αρχή δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε (Reg. ν. Sfoggaras (1957) 22 CLR 113).

Tο ζήτημα δεν είναι τυπικό ή τεχνικό, αλλά ανάγεται σε ζήτημα προστασίας θεμελιακών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετάζεται (Kokkinos v. The Police (1967) 2 CLR 217, Fournides (ανωτέρω)).

… Συνεπώς, η απεμπόληση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο πρέπει να είναι εκούσια, να διατυπώνεται κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και να τελείται με πλήρη γνώση των συνεπειών της (Pishchalnikov v. Russia, 24.09.2009, 7025/04), όπως ορθά ανέφερε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας.   Στα ίδια αυτά πλαίσια, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να γίνονται εύλογες ενέργειες ώστε να διασφαλίζεται ότι το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο έχει πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων του και είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες της παραίτησης του από αυτά (Βλ. Panovits v CyprusNo. 4268/04, 11.12.2018, Akdağ vTurkeyApplNo. 74460/10, 17.9.2019).  Τονίζουμε δε, ότι η απεμπόληση, κατά το Άρθρο 9, πρέπει να καταχωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (Άρθρο 9 της Οδηγίας), ήτοι εν προκειμένω σύμφωνα με το Άρθρο 11(2)(β). 

Αυτά, αν και επρόκειτο για επιβαλλόμενες και επιτακτικές υποχρεώσεις ως ζήτημα διασφάλισης  των δικαιωμάτων υπόπτου προσώπου, δεν τηρήθηκαν στην παρούσα περίπτωση, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω. …»

Το φιλτράρισμα της μαρτυρίας που θα παρουσιαζόταν κατά της Βρετανίδας κατηγορουμένης  και ο εντοπισμός τυχόν παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων δίκαιης μεταχείρισης από την Αστυνομία θα έπρεπε πρώτα και κύρια να γίνει από τον εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, ο οποίος όφειλε να τα λάμβανε υπόψη προτού καταχωρήσει την υπόθεση. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό έγινε. Όμως, ούτε και η Βρετανίδα μπορεί να το μάθει.

Η παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων, όπως έχει διαπιστωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, δίνει τώρα δικαίωμα στη Βρετανίδα για αποζημιώσεις από τη Δημοκρατία για τα σφάλματα της Αστυνομίας και έπειτα του Δικαστηρίου.

Επίσης, με τη Βρετανίδα να επιμένει στη θέση της ότι είχε πέσει θύμα βιασμού, το βάρος τώρα πέφτει στους ώμους του Γενικού Εισαγγελέα ν’ αποφασίσει κατ’ αρχάς αν είναι προς το δημόσιο συμφέρον να επανανοίξει την υπόθεση του παραπόνου της και στη συνέχεια να καταχωρήσει ποινική υπόθεση.

Αν ο Γενικός Εισαγγελέας, για οποιοδήποτε λόγο, αποφασίσει να μην προχωρήσει στην καταχώρηση ποινικής υπόθεσης ή ακόμη να μην ζητήσει την έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης κατά των υπόπτων, που όλοι τους βρίσκονται εκτός Κύπρου, η παραπονούμενη δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει στα δικαστήρια μας τις αποφάσεις του και η υπόθεση θα κλείσει, διότι αυτές δεν ελέγχονται δικαστικώς. Αν Βρετανίδα επιχειρήσει να το πράξει, η προσπάθεια της  είναι καταδικασμένη ν’ αποτύχει λόγω της δεσμευτικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ούτε θα μπορούσε Βρετανίδα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας, διότι αυτό το δικαστήριο δεν ελέγχει την ερμηνεία των προνοιών του Συντάγματος που δίδουν τα εθνικά δικαστήρια. Είναι ζήτημα που φορά μόνο εκείνα.

Η υπόθεση θα μπορούσε να κινηθεί και προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τον Γενικό Εισαγγελέα να προωθεί, για παράδειγμα, μια υπόθεση βιασμού, παρόλο που είτε η ομολογία του κατηγορουμένου να λήφθηκε κάτω από συνθήκες που είναι ακροσφαλείς και αυτό να πρέπει να γίνει αντιληπτό από τη Νομική Υπηρεσία είτε η μαρτυρία, στο σύνολο της ιδωμένη, να μην έχει εκείνες τις πιθανότητες επιτυχίας που θα έπρεπε να υπάρχουν για να δικαιολογείται η καταχώρηση. Το αδικαιολόγητο της καταχώρησης από το Γενικό Εισαγγελέα μιας τέτοιας υπόθεσης και η ταλαιπωρία του κατηγορούμενου παρομοίως δεν θα μπορούσε, όπως είναι σήμερα η νομολογία μας, να αποτελέσει βάση για διεκδίκηση αποζημιώσεων, είτε αθωώνεται από το Δικαστήριο στο τέλος μετά από ακρόαση είτε απαλλάσσεται στα μέσα της δίκης μετά που ο Γενικός Εισαγγελέας αποφασίζει τελικά να την τερματίσει, μετά από σχόλια και υποδείξεις, για παράδειγμα, του Δικαστηρίου. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι υπόλογος σε κανένα για κάτι τέτοιο και για όποια απόφαση του.

Πέραν από το ότι ο απόλυτος και άκαμπτος κανόνας ότι σε καμιά περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας ελέγχεται δικαστικώς για τις αποφάσεις του φαίνεται ότι εδράζεται σε αρχές που μετά το 1960 δεν είχαν θέση στη δική μας έννομη τάξη, ενδέχεται μετά την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να βρίσκεται σε σύγκρουση και με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πρόνοιες της οποίας υπερισχύουν, με βάση το άρθρο 1Α του Συντάγματος μας, των προνοιών του, περιλαμβανομένου και εκείνων του άρθρου 113.

Στο άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και ορίζει ότι, σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού. Το δε δεύτερο εδάφιο του άρθρου 47 εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

Δεν είναι καθόλου λίγες οι νομοθεσίες που συχνά η Βουλή μας ψηφίζει, που έχουν εναρμονιστικό χαρακτήρα και ως τέτοιες θα πρέπει η εφαρμογή τους να είναι συμβατή με τα δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ σε περίπτωση παραβίασης τους να υπάρχει πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αν μια τέτοια παραβίαση προέρχεται από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, π.χ. στον τρόπο χειρισμού μιας ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα που δημιουργήθηκε στη βάση εναρμονιστικής νομοθεσίας, δεν θα προκύψει αναπόφευκτα ζήτημα σύγκρουσης του ανέλεγκτου του Γενικού Εισαγγελέα και του άρθρου 47 του Χάρτη;

Ανάλογη πρόνοια βρίσκουμε και στο άρθρο 19 της  Ενοποιημένης Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), σύμφωνα με το οποίο, τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. 

Συμπεράσματα – Εισηγήσεις

Τα πιο πάνω αναδεικνύουν την ανάγκη για μια σε βάθος συζήτηση ως προς τον επιθυμητό ρόλο και εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, αν πρέπει αυτές να ελέγχονται, από ποιους, πότε και πως αυτό επιτυγχάνεται.

Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, αυτός ο ανέλεγκτος ρόλος και εξουσίες του δεν συμβαδίζουν με την εποχή μας και απαιτείται η αναθεώρηση τους, ώστε ο πολίτης να νοιώθει ότι υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα ελέγχου και αποφυγής λαθών ή κατάχρησης εξουσίας, όχι μόνο από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα ή τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα αλλά εν γένει τη Νομική Υπηρεσία, της οποίας προΐσταται χωρίς, όμως, να είναι σε θέση να ελέγχει πραγματικά κάθε επιμέρους χειρισμό της καθεμίας υπόθεσης ξεχωριστά και ότι, σε κατάλληλη περίπτωση, υφίσταται πραγματική ένδικη διαδικασία προς αποκατάσταση παραβίασης θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων από τέτοια εσφαλμένη άσκηση εξουσίας.

Επίσης, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, από το γεγονός και μόνο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, βοηθούμενος από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα είναι, σύμφωνα με το άρθρο 113 του Συντάγματος ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας (του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας) του Υπουργικού Συμβουλίου και των ιδίων των Υπουργών, προκύπτει, αντικειμενικά ομιλούντες, ερώτημα αν ό ίδιος είναι ο καταλληλότερος ν’ αποφασίζει «προς το δημόσιον συμφέρον» αν δικαιολογείται ή έναρξη οποιασδήποτε ποινικής έρευνας ή και δίωξης κατά οποιουδήποτε από αυτούς ή π.χ. άλλων συνδεδεμένων με αυτούς προσώπων. Η απάντηση είναι αρνητική.

Ενόψει της επαναλαμβανόμενης, αλλά εσφαλμένης, θέσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εξομοιώνει τον δικό μας Γενικό Εισαγγελέα με τον γενικό εισαγγελέα της Αγγλίας και να του αποδίδει απόλυτη και ανέλεγκτη ασυλία σε ότι αφορά τον χειρισμό των ποινικών υποθέσεων, χρειάζεται εκσυγχρονιστική νομοθεσία, που αναπόφευκτα εξυπακούει την τροποποίηση των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος ανεξάρτητος θεσμός που να υπόκειται, όμως, σε δικαστικό έλεγχο υπό προϋποθέσεις, όπως εκείνος του Director of Public Prosecutions (DPP) στην Αγγλία που προΐσταται του λεγόμενου Crown Prosecution Service, με αποκλειστική ευθύνη τον χειρισμό ποινικών υποθέσεων.

Τον τελικό λόγο θα μπορούσε να εξακολουθήσει να τον έχει ο Γενικός Εισαγγελέας, αλλά, όμως, εκεί που υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους ως προς, π.χ. τον χειρισμό μιας ποινικής υπόθεσης, θα μπορούσε ν’ αντληθεί καθοδήγηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, που θα έχει και τον τελευταίο λόγο ως προς το τι επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον.

Μια τέτοια ή άλλη ρύθμιση προς αυτή τη κατεύθυνση θα αποφύγει επίσης το ενδεχόμενο, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικό Εισαγγελέας είναι οι νομικοί σύμβουλοι του Προέδρου και των Υπουργών, να κληθούν ν’ αποφασίσουν αν θα τους παραπέμψουν στη δικαιοσύνη για κάποιο ποινικό αδίκημα.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου επί της απαίτησης της Βουλής να καλέσει το Γενικό Εισαγγελέα να ενεργήσει κατά συγκεκριμένο τρόπο έφερε στο προσκήνιο εκ νέου το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, χρήζει αναθεώρησης για όλους τους πιο πάνω λόγους.

* Δικηγόρος

 

 

[1] Άρθρο 112. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν από κοινού δύο εκ των κεκτημένων τα προσόντα του διορισμού ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόσωπα ως γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας και βοηθόν γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, τηρουμένων δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα.

 

[2] Άρθρο 35. Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής.

[3] …[21] The DPP cannot, in the opinion of the Board, rely on the immunity enjoyed, at any rate in the past, by the English Attorney General when exercising the prerogative power to enter a nolle prosequi since he is not the Attorney General, he is not (like the Attorney General) answerable to Parliament, he has no prerogative power, his power derives from the Constitution and the Constitution does not use the language of nolle prosequi. ….. Yet it has been common ground for some years that decisions of the English DPP are in principle reviewable, and the same view has been taken, for very much the same reasons, under the Constitution of Ireland: see McCormack v Curran [1987] ILRM 225; H v Director of Public Prosecutions [1994] 2 IR 589; Eviston v Director of Public Prosecutions [2002] IESC 43. …… There is here nothing to displace the ordinary assumption that a public officer exercising statutory functions is amenable to judicial review on grounds such as those listed in Matalulu. The Board would respectfully endorse the cited passage from the Supreme Court of Fiji’s judgment in that case as an accurate and helpful summary of the law as applicable in Mauritius.

 

Much more closely analogous to the position of the Mauritian DPP than the English Attorney General is the English DPP, and his prosecuting decisions have not been held to be immune from review, as mentioned below…

 

[4] “… Springing directly from a written constitution they are not to be treated as a modern formulation of ancient prerogative authority. They must be exercised within constitutional limits….”

 

[5] https://publications.parliament.uk/pa/ld200708/ldselect/ldconst/93/9303.htm#n24)

 

[6] “…46.  By contrast, Professor Bradley concluded that the Attorney’s current role in individual prosecutions was unobjectionable in many ways, although it did need a measure of reform. In spite of what some people have claimed, he found that the Attorney’s role in initiating civil proceedings and individual prosecutions did not constitute a breach of the constitutional doctrine of separation of powers because “a decision to prosecute is not itself a judicial decision but one that leads to a judicial decision by the criminal court of first instance or on appeal”. In other words, this function of the Attorney is an executive function so there are no constitutional difficulties in the Attorney retaining the role, provided that decisions are never based on “politically partisan considerations” (p 24). Lord Goldsmith reinforced this point in his written evidence to the Constitutional Affairs Select Committee, noting that he took prosecution decisions “independently of Government, in the public interest”.[35]

47.  The position was somewhat different in respect of decisions not to prosecute, Professor Bradley noted, since “these appear to bar access to due process of law”—although he also implied that, because the option of pursuing a private prosecution or judicial review was available to aggrieved parties, this was not a bar to the Attorney taking such decisions. Notwithstanding this conclusion, Professor Bradley commented that the power of the Attorney to prevent a prosecution (whether public or private) from proceeding by issuing a nolle prosequi “may need to be the subject of legislation”. If it was felt not to be sufficient to rely on “conventional safeguards against abuse” of the nolle prosequi power, he thought that it might be necessary “to require such a decision to be approved by (for instance) the Queen’s Bench Divisional Court” (p 24).

 

[7] Και στις δύο πιο πάνω αγγλικές αποφάσεις έγινε αναφορά από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Cytechno Ltd v. Republic (1979) 3 CLR 513.

 

[8] 154.-(1) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την απόφαση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να καταχωρήσει αναστολή δίωξης, είτε ανακοινώνοντας αυτό στο Δικαστήριο είτε πληροφορώντας το Δικαστήριο γραπτώς ότι η Δημοκρατία προτίθεται να διακόψει τη διαδικασία και για αυτό ο κατηγορούμενος αμέσως απαλλάσσεται ως προς το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για το οποίο καταχωρείται η αναστολή δίωξης.

 

[9] βλ. σελ. 177-178 του Πορίσματος Επιτροπής Πολυβίου. Στο εν λόγω Σημείωμα γίνεται αναφορά και στην απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας στην Ποινική Υπόθεση αρ. 4904/2012.

 

[10][10] Επιστολή ημερομηνίας 4/3/2016