Η εξασφάλιση εγγυητικής επιστολής αποτελεί ισχυρό εχέγγυο εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων και προσδίδει αξιοπιστία στις συναλλαγές. Η εγγυητική επιστολή δεν είναι μια συνηθισμένη εγγύηση που δίνει ένα πρόσωπο σε άλλο, με βάση την οποία εγγυάται τις υποχρεώσεις του οφειλέτη, αλλά αποτελεί ανέκκλητη εγγύηση τραπεζικού ιδρύματος να πληρώσει το δικαιούχο σύμφωνα με τους όρους της, ανεξάρτητα από τις όποιες τυχόν εντολές ή ενστάσεις του πελάτη για να μην πληρώσει. Η υποχρέωση που αναλαμβάνει η τράπεζα είναι αυστηρής μορφής και οφείλει να συμμορφώνεται επακριβώς με τους όρους της εγγυητικής, χωρίς να την ενδιαφέρει ούτε κατ’ ελάχιστον η σχέση μεταξύ του πελάτη της και του άλλου συμβαλλόμενου δικαιούχου. Οι όροι που τίθενται συνήθως σε εγγυητική επιστολή αφορούν την υποχρέωση πληρωμής συγκεκριμένου ποσού στο δικαιούχο, εφόσον αυτός υποβάλει στην τράπεζα έγγραφη πρώτη απαίτηση πληρωμής με αναφορά ότι μεσολάβησε το γεγονός που αναφέρεται στην εγγυητική και ότι παρήλθε η συμφωνηθείσα ημερομηνία. Όσο σημαντικοί είναι οι όροι μιας εγγυητικής, τόσο σημαντικά θεωρούνται το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής της απαίτησης για πληρωμή, ώστε η απαίτηση να είναι έγκυρη και αποτελεσματική για είσπραξη του ποσού.
Η υποβολή πρόωρης απαίτησης ή με περιεχόμενο το οποίο δεν περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται από τους όρους της εγγυητικής δεν υποχρεώνει την τράπεζα να πληρώσει το ποσό. Η υποχρέωση της εκδότριας τράπεζας για πληρωμή προκύπτει αμέσως μόλις ο δικαιούχος ικανοποιήσει τους όρους που θέτει η εγγυητική, η οποία είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη και δεν επηρεάζεται από τη συμφωνία των μερών, του πελάτη εκ μέρους του οποίου εκδόθηκε και του δικαιούχου. Η εγγυητική θεωρείται ως χρήματα μετρητά και αποτελεί ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της, εκτός εάν υπάρχει ισχυρότατος λόγος που να δικαιολογεί τη μη εκτέλεση της, όπως είναι δόλος ή απάτη.
Στα πλαίσια σύμβασης μίσθωσης επαγγελματικού μισθίου δόθηκε τραπεζική εγγύηση από το μισθωτή προς τον ιδιοκτήτη. Όταν ο ιδιοκτήτης υπέβαλε απαίτηση για είσπραξη του ποσού της εγγυητικής, ο μισθωτής προσπάθησε να αποτρέψει την εξαργύρωση της και εξασφάλισε προσωρινά διατάγματα που διέταζαν την τράπεζα να μην καταβάλει το ποσό της στο δικαιούχο, αλλά στο λογαριασμό του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους και στην περίπτωση που εξαργυρώθηκε, να μεταφέρει το προϊόν της στον αναφερόμενο λογαριασμό. Ο ιδιοκτήτης έφερε ένσταση και το δικαστήριο που εκδίκασε την αίτηση του μισθωτή ακύρωσε τα προσωρινά διατάγματα. Αναφέρθηκε σε νομολογία που αφορά τραπεζικές εγγυήσεις, όπου τα αγγλικά δικαστήρια έκριναν ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρεμβαίνουν στον μηχανισμό αμετάκλητων υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες, καθόσον οι εγγυητικές είναι ζωτικής σημασίας στο εμπόριο. Μόνο σε ξεκάθαρες περιπτώσεις απάτης για τις οποίες η τράπεζα έλαβε γνώση το δικαστήριο παρεμβαίνει, διαφορετικά αφήνει τα μέρη να διευθετήσουν τη διαφορά τους βάσει της σύμβασης. Το δικαστήριο δεν ασχολείται με τις δυσκολίες των συναλλασσόμενων να εφαρμόσουν τις αξιώσεις τους, αφού αποτελούν εμπορικά ρίσκα. Οι μηχανισμοί και οι δεσμεύσεις των τραπεζών βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο. Πρέπει να τους επιτραπεί να τιμήσουν τις εγγυητικές χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου, διαφορετικά η εμπιστοσύνη στο εμπόριο θα μπορούσε να καταστραφεί ανεπανόρθωτα.
Όταν ο ιδιοκτήτης αποτάθηκε και έλαβε διάταγμα από το δικαστήριο να εμβασθεί το ποσό στο δικό του λογαριασμό, ο μισθωτής αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο αιτούμενος την έκδοση προνομιακού εντάλματος ώστε να τον παρεμποδίσει. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του Δικαστή κ. Ι. Ιωαννίδη στην Π.Α.61/2021 ημερ.20.4.2021, επιδοκίμασε την απόφαση του δικαστηρίου να ακυρώσει τα προσωρινά διατάγματα και έκρινε ότι η αίτηση του ιδιοκτήτη και οι οδηγίες που ουσιαστικά δόθηκαν από το δικαστήριο δεν συνιστούσαν διάταγμα εντός της έννοιας του άρθρου 32 του Ν.14/60, αλλά ήταν απόρροια της ακυρωτικής απόφασης για υλοποίηση του αιτήματος του ιδιοκτήτη για είσπραξη της εγγυητικής που υπέβαλε πριν την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων. Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης, προτού ζητήσει το ποσό, εξασφάλισε επιστολή από την πληρώτρια τράπεζα, η οποία δεν έφερε ένσταση στο αίτημα. Το δικαστήριο βρήκε ότι δεν τίθεται θέμα ούτε να ακουστεί ο μισθωτής αλλά ούτε να οριζόταν για επίδοση το διάταγμα που το δικαστήριο εξέδωσε. Η τράπεζα νομιμοποιόταν να καταβάλει το ποσό της τραπεζικής εγγύησης στον ιδιοκτήτη και χωρίς τις οδηγίες του δικαστηρίου. Εξάλλου, ο μισθωτής ακούστηκε στα πλαίσια εκδίκασης της αίτησης του για τα προσωρινά διατάγματα, τα οποία ακυρώθηκαν. Δεν τέθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν τη χορήγηση άδειας για προνομιακό ένταλμα.
* Δικηγόρος στη Λάρνακα