Ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα στην Κύπρο προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον από νομικής πλευράς και λόγω του τρόπου λειτουργίας του από την δημιουργία του μέχρι τώρα. Ο θεσμός αυτός δεν έχει αντίστοιχο σε κανένα μέρος του κόσμου. Υπάρχει παρεξηγημένη εντύπωση ότι έχει ως πρότυπο τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα στην Αγγλία. Αυτό είναι λάθος διότι το μόνο στοιχείο το οποίο πήρε ο θεσμός από το αγγλικό σύστημα είναι τον τίτλο και την ορισμένη σχέση του με τις ποινικές υποθέσεις. Για να αντιληφθεί ένας την διαφορά, στην Κύπρο εν’ αντιθέσει με την Αγγλία ο Γ.Ε. δεν είναι πολιτικό πρόσωπο και δεν υπάγεται σε οποιοδήποτε υπουργείο.
Ο κάτοχος της θέσης διορίζεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχει θητεία αντίστοιχη με εκείνη των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Αγγλία ο Γ.Ε. είναι μέλος της εκάστοτε κυβέρνησης από την οποία διορίζεται και αποχωρεί όπως ένας υπουργός. Είναι καθαρά πολιτικό πρόσωπο αφού μπορεί να προέρχεται και από την βουλή στην οποία εν πάση περιπτώσει είναι υπόλογος.
Έχει μεν αρμοδιότητα σε ποινικές υποθέσεις αλλά ως μέλος της κυβερνήσεως μία λανθασμένη άσκηση των εξουσιών του μπορεί να οδηγήσει και στην πτώση της κυβερνήσεως. Αυτό συνέβηκε στην περιβόητη υπόθεση Campbell [1924] όπου καταψηφίστηκε η κυβέρνηση λόγω της αναστολής ποινικής δίωξης από τον τότε Γ.Ε. Sir Patrick Hastings διότι επικράτησε η εντύπωση ότι η αναστολή έλαβε χώρα για λόγους πολιτικούς καθ’ υπόδειξη του Πρωθυπουργού (βλ. Edwards, The Law Officers of the Crown, σ. 149.) Προβληματική επίσης υπήρξε και η περίπτωση της υπόθεσης της Ρωσίδας Nina Panomareva που συνελήφθη να κλέβει σε υπεραγορά και ηγέρθησαν θέματα διακρατικών σχέσεων (Crim. L.R. 1956, σ.725.
Υπάρχουν και άλλες διαφορές του συστήματος του Γ.Ε. στην Κύπρο με εκείνο της Αγγλίας στο οποίο υπάρχει ο λεγόμενος Solicitor General που αντικαθιστά τον Γ.Ε. και ο Director of Public Prosecutor ο οποίος είναι και άμεσα αρμόδιος με τις ποινικές διώξεις υπαγόμενος σε τυχόν οδηγίες του Γ.Ε.
Στον Γ.Ε. της Κύπρου δίδονται εξουσίες από το Σύνταγμα «κατά την κρίση αυτού προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη καθ’ οιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα».
Από τις εξουσίες αυτές, εκείνη η οποία είναι η πιο σημαντική αλλά και κατακριτέα, είναι αυτή που του δίνει το δικαίωμα να διακόπτει με αναστολή οιανδήποτε διαδικασία (nolle prosequi). Τέτοια εξουσία στα χέρια μόνο ενός ατόμου που ενεργεί κατά την κρίση αυτού και μόνο ενέχει τον συνεχή κίνδυνο αυθαιρεσίας έστω και αν επιβάλλεται να ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον αφού δεν είναι υπόλογος σε οποιοδήποτε όργανο της πολιτείας.
Η έννοια του όρου «δημόσιο συμφέρον» είναι και ευρεία και ελαστική και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα δεδομένου μάλιστα ότι αφήνεται στην ανεξέλεγκτη κρίση του κατόχου της θέσεως του Γ.Ε. Η εξουσία αυτή όπως είναι μάλιστα διατυπωμένη και ανεξέλεγκτη και στα χέρια μόνο ενός ατόμου ανοίγει τον δρόμο για καταχρήσεις προς ικανοποίηση όχι των απαιτήσεων των γενικών συμφερόντων της κοινωνίας αλλά πολιτικών συμφερόντων προερχόμενων είτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε από άλλα πρόσωπα ή οργανισμούς για την ικανοποίηση δικών τους προσωπικών, πολιτικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων ή σκοπιμοτήτων.
Στην πράξη αποδείχθηκε πράγματι ότι η εξουσία αυτή χρησιμοποιήθηκε συστηματικά κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος ταυτίστηκε με σκοπιμότητες και οι περιπτώσεις είναι πάρα πολλές ως τώρα. Να σημειωθεί ότι στην πράξη ουδέποτε ο Γ.Ε. έδωσε δημοσίως τους λόγους ως προς το γιατί γιατί έκρινε ότι μία αναστολή δίωξης εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Η υποχρέωση της αιτιολογίας για την άσκηση αυτής της εξουσίας επιβάλλεται από το κράτος δικαίου και την φύση της πράξης αφού πρόκειται για μία πράξη που διακόπτει τον δρόμο προς την δικαιοσύνη και βρίσκεται αντιμέτωπη με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και πρέπει το κοινό να γνωρίζει γιατί γίνεται κάθε διακοπή. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και με βάση την Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η κατάσταση χειροτερεύει διότι ενώ η εξουσία αυτή αναμένεται να εξυπηρετεί τους στόχους της δικαιοσύνης και τα πιο πάνω συνταγματικά δικαιώματα ασκείται κατά το δοκούν από τον Γ.Ε. ο οποίος είναι συγχρόνως και ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, χωρίς να δίδονται στα δικαστήρια οι συγκεκριμένοι λόγοι και γεγονότα που επέβαλλαν την άσκηση της. Δηλαδή τόσο ως Νομικός Σύμβουλος όσο και ανεξέλεγκτος κριτής της αναστολής μιας ποινικής διώξεως, χωρίς μάλιστα υποχρέωση δημόσιας αιτιολογίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα συνταγματικό απαράδεκτο πρόβλημα.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι αυτή την πρόνοια την συνέταξε ομόφωνα μια επιτροπή από δικηγόρους στη Λευκωσία συμπεριλαμβανομένου και του Γ.Ε. επί Αγγλοκρατίας ο οποίος συνέχισε την θητεία του με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας και μετά την σύνταξη της εν λόγω πρόνοιας η οποία του έδιδε απεριόριστη εξουσία να στερεί τον πολίτη αυθαίρετα από το δικαίωμα του να προσφεύγει στο δικαστήριο.
Επείγει συνεπώς η συνταγματική τροποποίησης του δικαιώματος αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γ.Ε. και τον ρόλο αυτού ως Νομικού Συμβούλου. Αυτό επιβάλλει η ηθική και η σωστή νομική σκέψη. Τόσο το δικαίωμα της αναστολής ποινικής δίωξης όσο και η ιδιότητα του νομικού συμβούλου του κράτους είναι καταστάσεις ασυμβίβαστες με το δίκαιο ιδίως όταν λάβει υπόψη ένας τον τρόπο που στην πράξη αποδείχθηκε κατάχρησης των καταστάσεων αυτών με λίγες εξαιρέσεις. Για την αναστολή μίλησα προηγουμένως, για το θέμα του Νομικού Συμβούλου λέγω απλώς ότι τέτοιος θεσμός είναι ασυμβίβαστος με όλα τα νομικά συστήματα που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι αδιανόητο ένα μόνο άτομο να είναι Νομικός Σύμβουλος όλων των κρατικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων.
Αν χρειαζόταν νομική συμβουλή το κράτος μπορούσε να υπάρχει νομικό συμβούλιο από 5 άτομα και άνω για να εξασφαλίζεται τόσο η ποιότητα όσο και η αμεροληψία της συμβουλής. Η εξουσία διακοπής ποινικής δίωξης θα μπορούσε να είναι λιγότερο απεχθής αν τουλάχιστον οι Γ.Ε. ήταν πάντοτε πρόσωπα αναμφισβήτητης ακεραιότητας και αμεροληψίας. Είναι όμως;
Επείγει η τροποποίηση του Συντάγματος σύμφωνα με τα πιο πάνω.
⦁ Δικηγόρος.