Οφείλω από την αρχή να δηλώσω, ότι δεν έχω διαβάσει το περιβόητο βιβλίο, για την ξερολιθιά, που προξένησε το μέγα σκάνδαλο με την κυκλοφορία του στην Μπιενάλε της Βενετίας στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Όμως, όπως θα φανεί πιο κάτω, η κριτική μου δεν θα έχει αντικείμενο το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά την αναστάτωση που προκλήθηκε με την κυκλοφορία του.

Όπως αποδείχτηκε, το βιβλίο περιέχει κάποιες αναφορές, που προξένησαν αντίθετες  αντιδράσεις. Η μια αντίδραση ήταν από όσους διαφωνούν και κατακρίνουν τα επίμαχα σημεία και κυρίως για γεγονότα και αναφορές ή απόψεις, που αποτελούν προπαγάνδα εναντίον της Κ.Δ. και αποτελούν παραχάραξη των γεγονότων. Η αντίθετη άποψη ξεκινά από τη θέση, ότι στις μέρες μας σε μια δημοκρατική χώρα δεν έχει θέση η λογοκρισία και ότι οι καλλιτέχνες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράζουν τις θέσεις και τις απόψεις τους, χωρίς κανένας να τις λογοκρίνει.

Ξεκινώ από την ερμηνεία της λέξης λογοκρισία, στο λεξικό του καθηγητή Μπαμπινιώτη. «Λογοκρισία είναι «κάθε επέμβαση από ανώτερη αρχή (εξουσία) στα προϊόντα του λόγου και της τέχνης, που  αφαιρεί ή τροποποιεί το περιεχόμενό τους».

Σύμφωνα με το πιο πάνω ορισμό κάθε λογοτέχνης, καλλιτέχνης και δημιουργός έχει απόλυτο δικαίωμα να εκφράζει με την τέχνη του κάθε άποψη, έστω και αν αυτή είναι αντίθετα με την πλειονότητα της κοινής γνώμης και τις πεποιθήσεις της. Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε δυο διευκρινήσεις. Πρώτο, Υπάρχει πρόβλημα, αν οι απόψεις του στηρίζονται σε ψευδή ή διαστρεβλωμένα γεγονότα και στη διατύπωση κρίσης για αυτά. Δεύτερο αν τα ψευδή γεγονότα ή η διαστρέβλωσή τους είναι αντίθετα με την αφήγηση και την αντικειμενική γνώση εκείνου που χρηματοδοτεί τον δημιουργό για δημιουργία και προβολή του έργου του.

Είναι δημοκρατικό δικαίωμα του δημιουργού να κρίνει έργα και αποφάσεις της εξουσίας που του χρηματοδοτεί το έργο, αν αυτή είναι η γνώμη του. Όμως, πιστεύω, δεν είναι δικαίωμά του να αναδημοσιεύει ψευδή γεγονότα, που μειώνουν την εξουσία που χρηματοδοτεί το έργο. Είναι δικαίωμά του δημιουργού να καταγράφει και να εκφράζει όποια άποψη θέλει για αυτά, όταν το έργο του δεν έχει καμιά εξάρτηση ή ή βοήθεια από τον χρηματοδότη του. Είναι απαράδεκτο για ένα δημιουργό να υποσκάπτει την πατρίδα του, που χρηματοδοτεί το έργο του. Λέω να υποσκάπτει και όχι να κρίνει το έργο της εξουσίας. Διότι η υπόσκαψη δεν είναι κριτική, αλλά προσπάθεια να προξενήσεις  κακό στον χρηματοδότη σου, ή να του προσάπτεις άδικες κατηγορίες. Είναι σαν να καλεί κάποιος ένα άτομο στη δεξίωση του γάμου του κι εκείνος να προσέρχεται και να του εύχεται «και του χρόνου». Εδώ δεν έχει λόγο η λογοκρισία. Μόνο ελάχιστη δεοντολογία και στοιχειώδης αξιοπρέπεια.

Κατά τη γνώμη μου, ένας καλλιτέχνης που συμμετέχει σε μια Μπιενάλε Τέχνης, έχει απόλυτο δικαίωμα να παρουσιάσει ζωγραφικούς πίνακες, ή άλλα έργα τέχνης που να προσβάλουν ακόμα κα την εξουσία που τον χρηματοδοτεί, γιατί η τέχνη είναι άποψη και τρόπος έκφρασης. Και δεοντολογικά δεν πρέπει να συγχύζει την καλλιτεχνική του δημιουργία με τις πολιτικές του απόψεις και ιδιαίτερα αν αυτές είναι αντίθετες με εκείνες του χρηματοδότη της καλλιτεχνικής του παρουσίας. Δεν έχει όμως δικαίωμα να κυκλοφορεί ένα βιβλίο, που περιέχει παραχάραξη ιστορικών ή άλλων γεγονότων, μεταβάλλοντάς τα έτσι σε κατηγορία εναντίον του κράτους που τον χρηματοδοτεί. Η ενέργεια του να αποφύγει τέτοια δημοσιεύματα αποτελεί δείγμα αξιοπρέπειας και δεν αποτελεί κάν προληπτική λογοκρισία. Αν π.χ, είναι ζωγράφος μπορεί να εκφράσει όποια  άποψη θέλει με τους πίνακές του. Δεν είναι όμως δεοντολογικά ορθό να περιλάβει στο πρόγραμμα της έκθεσης παραποιημένα γεγονότα, αντίθετα με την πραγματικότητα και πάνω σε αυτά να στηρίζει κριτική ενάντια στην πατρίδα του.

Το πάθημα του Υφυπουργείου είναι ότι έμεινε εκτεθειμένο, επειδή ο συγγραφέας ενός βιβλίου που χρηματοδότησε δεν σεβάστηκε τα ιστορικά γεγονότα και τις ευαισθησίες του κοινού έναντι αυτών των γεγονότων. Και η απόσυρση του βιβλίου δεν ήταν ορθή αντιμετώπιση του λάθους. Η άρνηση όμως των να αποσύρουν το βιβλίο, δείχνει ότι  χρηματοδοτηθέντες συμφωνούσαν με τον συγγραφέα, όχι για τις απόψεις του, αλλά για τα γεγονότα, όπως τα διαστρέβλωσε ή τα παραχάραξε. Εγώ δεν διάβασα το βιβλίο, αλλά με ενόχλησε αφάνταστα η φράση, ότι η μια πλευρά, εννοώντας την Κ.Δ., που είναι η τελευταία έπαλξη της επιβίωσής μας, είναι τυχαίως αναγνωρισμένη διεθνώς ως κράτος, αν έτσι έχει γραφτεί στο βιβλίο.

Ελπίζω πως το Υφυπουργείο θα βρει τρόπους για να διορθώσει τα λάθη στην διαδικασία. Αλλά προς Θεού να μη χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας των δημιουργών, αλλά να εμπιστευθεί την αξιοπρέπειά, την σοβαρότητά τους και υην ακολουθία μιας στοιχειώδους δεοντολογίας..

Η λογοκρισία με οποιαδήποτε μορφή είναι απαράδεκτη. Το ίδιο απαράδεκτη όμως είναι και η εντύπωση, ότι καλλιτέχνες έχουν ασυλία και ασυδοσία στην παραχάραξη γεγονότων και στήριξη των απόψεών τους σ’ αυτή την παραχάραξη, επικαλούμενοι  απόλυτη ελευθερία και αυθαιρεσία στην καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση. Στις Μπιενάλε οι καλλιτέχνες έχουν απόλυτο δικαίωμα να προβάλλουν τις απόψεις τους μέσω των έργων τους, αλλά όχι τις πολιτικές τους θέσεις και να κάμνουν πολιτική αντίθετη  με τα γεγονότα. Η Κ.Δ. δεν είναι τυχαίως αναγνωρισμένη ως κράτος. Είναι κράτος. Τελεία και παύλα.