Λέει ο σφετεριστής στον ιδιοκτήτη: «Γιατί ήρθες να αναζητήσεις αυτά που σου στέρησα;». Και κάπως έτσι γεννιέται το οξύμωρο της κατοχής που αυτοαναγορεύεται «έννομη τάξη».

Η πρόσφατη σύλληψη και κράτηση πέντε Ελληνοκυπρίων από τις κατοχικές αρχές στην Κύπρο, κατόπιν πολιτικής εντολής της Τουρκίας, εγείρει σοβαρά νομικά και θεσμικά ζητήματα. Δεν πρόκειται για απονομή δικαιοσύνης, αλλά για καταχρηστική και πολιτικά υποκινούμενη χρήση της ποινικής διαδικασίας. Μια επιχείρηση εκφοβισμού, με σαφή στόχο τον παραδειγματισμό όσων «τολμούν» να διεκδικούν περιουσιακά και πολιτικά δικαιώματα στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η χρονική συγκυρία, το προφίλ των συλληφθέντων και η παντελής απουσία οποιουδήποτε αντικειμενικού εγκληματικού στοιχείου καταδεικνύουν τον προσχηματικό χαρακτήρα των διώξεων. Η στόχευση, προφανής: Η ανάσχεση του αυξανόμενου κύματος νομικών ενεργειών που ασκούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία κατά προσώπων που εμπλέκονται στην παράνομη εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών.

Πρωτίστως, πρέπει να υπογραμμιστεί το νομικά θεμελιώδες γεγονός ότι το λεγόμενο καθεστώς των κατεχομένων δεν συνιστά κράτος. Η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου» δεν αναγνωρίζεται από καμία χώρα πέραν της Τουρκίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τα Ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984), έκρινε ρητώς ότι η ανακήρυξη του μορφώματος είναι νομικά άκυρη και αντίθετη με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Kατά συνέπεια, το εν λόγω μόρφωμα, δεν διαθέτει διεθνή νομική προσωπικότητα, δεν έχει πρόσβαση σε διεθνείς δικαιοδοτικούς μηχανισμούς και, κυρίως, δεν έχει αρμοδιότητα να ασκεί ποινικές διώξεις κατά διεθνώς αναγνωρισμένων υπηκόων άλλου κράτους. Οποιαδήποτε τέτοια «δίωξη» είναι νομικά ανύπαρκτη και στερούμενη νομιμοποίησης, βάσει της θεμελιώδους αρχής ex injuria jus non oritur (από την αδικία δεν γεννάται δίκαιο).

Οι κρατούμενοι δεν υπάγονται σε θεσμικά κατοχυρωμένη δικαστική διαδικασία, δεν απολαμβάνουν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης (Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), ούτε τελούν υπό την προστασία ανεξάρτητης και αμερόληπτης δικαστικής αρχής. Τουναντίον, πρόκειται για πράξεις ενός παράνομου μηχανισμού καταστολής που στερείται κάθε εννόμου κύρους.

Η ευθύνη για τις εν λόγω πράξεις βαρύνει την Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αρχής γενομένης από την υπόθεση Loizidou v. Turkey (15318/89, 18 Δεκεμβρίου 1996), έχει διαμορφώσει σαφή και παγίως επαναλαμβανόμενη νομολογία: «Η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί των κατεχομένων, και κατά συνέπεια, φέρει τη διεθνή ευθύνη για κάθε πράξη και παράλειψη της κατοχικής διοίκησης».

Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Cyprus v. Turkey (25781/94, 10 Μαΐου 2001), όπου το Δικαστήριο απέδωσε στην Τουρκία τη συνολική ευθύνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ελληνοκυπρίων προσφύγων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδιοκτησίας και πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Επομένως, η Τουρκία δεν ασκεί απλώς πολιτική επιρροή, αλλά κρατικές πράξεις μέσω της κατοχικής διοίκησης. Ως εκ τούτου, υπόκειται στις διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν τόσο από το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και από το σύστημα ευθύνης κρατών για διεθνώς παράνομες πράξεις, όπως αυτό έχει κωδικοποιηθεί από τη Διεθνή Επιτροπή Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών.

Η στοχοποίηση των πέντε προσφύγων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο καταχρηστικής ποινικής στρατηγικής, που εξυπηρετεί αλλότρια, και όχι ατόφια δικαιοσύνης κίνητρα. Ως απάντηση, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να ενεργοποιήσει κάθε διαθέσιμο νομικό και διπλωματικό μέσο καταγγέλλοντας τις παράνομες αυτές πρακτικής της Τουρκίας.

Ας μην παροράται ότι η Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πρακτικές όπως αυτές προσκρούουν ευθέως στις θεμελιώδεις αξίες του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, περί κράτους δικαίου και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ειδάλλως, διαμορφώνεται ένα επικίνδυνο προηγούμενο, όπου το θύμα εμφανίζεται ως θύτης, ο πρόσφυγας στοχοποιείται ως ύποπτος, και η ίδια η παρουσία στον γενέθλιο τόπο αντιμετωπίζεται ως απειλή. Πρόκειται για μια πλήρη αναστροφή ρόλων, όπου ο παρανομών όχι μόνο παραμένει ατιμώρητος, αλλά και αξιώνει υπακοή ή και συμμόρφωση απέναντι στην παρανομία του.

  • Νομικός