Γνωρίζω ότι δεν είναι δημοφιλές σήμερα να μιλά κάποιος θετικά για την απονομή της δικαιοσύνης στον τόπο μας. Όμως, όταν όλοι σιωπούν, ή επιλέγουν τον εύκολο δρόμο της ισοπεδωτικής απαξίωσης όλων των θεσμών, η υπεράσπιση της δικαιοσύνης, του θεσμού που είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να κρατά όρθιο το κράτος δικαίου, είναι, πιστεύω, οφειλόμενη πράξη ευθύνης.
Σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, η ποιότητα της δικαιοσύνης είναι θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής και του κράτους δικαίου. Η θετική αντίληψη των πολιτών για τη δικαιοσύνη, ότι δηλαδή είναι ανεξάρτητη, αμερόληπτη και αποτελεσματική, δεν αποτελεί πολυτέλεια. Αποτελεί συστατικό στοιχείο για την εύρυθμη λειτουργία της ίδιας της Δημοκρατίας.
Στην Κύπρο, η ανάγκη αυτή είναι ακόμη πιο επιτακτική λόγω της ιστορικής μας διαδρομής: της διακοπής της συνταγματικής τάξης το 1963, της τουρκικής εισβολής το 1974 και της συνεχιζόμενης, έκτοτε, κατοχής. Σε αυτές τις ιστορικά κρίσιμες στιγμές, η δικαιοσύνη υπήρξε το σταθερό θεμέλιο που επέτρεψε στη Δημοκρατία να επιβιώσει θεσμικά, να προστατεύσει τα δικαιώματα των πολιτών και να συνεχίσει να υφίσταται ως κράτος δικαίου, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς.
Η ιστορική παρακαταθήκη της κυπριακής δικαιοσύνης ξεκινά από τη δεκαετία του 1960, όταν, εν μέσω βαθιάς πολιτειακής κρίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο διαμόρφωσε την αρχή του δικαίου της ανάγκης στην εμβληματική υπόθεση Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) CLR 195. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρότι οι πρόνοιες του Συντάγματος είχαν διασαλευτεί λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τα κρατικά όργανα, το κράτος μπορούσε, και όφειλε, να συνεχίσει να λειτουργεί, στη βάση του «δικαίου της ανάγκης», προκειμένου να προστατεύσει τη δημόσια τάξη και τη νομιμότητα και να διασφαλίσει τη θεσμική συνέχεια.
Η αρχή αυτή επέτρεψε στην Κυπριακή Δημοκρατία να διατηρήσει τη λειτουργικότητά της όχι μέσω αυθαιρεσίας, αλλά μέσω συνταγματικής επιβίωσης με τη σφραγίδα της δικαιοσύνης. Μάλιστα, οι Τουρκοκύπριοι Δικαστές, μετά την απόφαση Ibrahim, επανήλθαν στις θέσεις τους, όπου παρέμειναν μέχρι το έτος 1966, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο την εγκυρότητα της απόφασης – σταθμού στη συνταγματική ιστορία της Κύπρου.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, παρά τις πρωτόγνωρες δυσκολίες, τον εδαφικό διαμελισμό, τον βίαιο εκτοπισμό χιλιάδων συμπολιτών μας, την κατάρρευση δομών και τη γενικευμένη αβεβαιότητα, τα κυπριακά δικαστήρια συνέχισαν αδιάλειπτα να επιτελούν τον ιστορικό τους ρόλο: να κρατούν όρθια τη νομιμότητα όταν όλα γύρω της κατέρρεαν. Αυτή είναι ίσως η πιο ηχηρή υπενθύμιση ότι, όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει κράτος χωρίς δικαιοσύνη, αλλά, σε περιόδους βαθιάς κρίσης, οι φορείς της δικαιοσύνης καθίστανται ο συνεκτικός ιστός μιας κοινωνίας υπό δοκιμασία.
Η ανθεκτικότητα της δικαιοσύνης δεν ήταν τότε, ούτε και σήμερα είναι, αποτέλεσμα μόνο θεσμικού πλαισίου. Ήταν και είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της ποιότητας των ανθρώπων που την υπηρετούν, οι οποίοι διακρίνονταν διαχρονικά για υψηλή επιστημονική κατάρτιση, επαγγελματική ακεραιότητα και προσήλωση στις αρχές του κράτους δικαίου. Ναι, κατανοώ ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο οριζόντιας απαξίωσης των θεσμών, όμως, αν υπάρχει ένας θεσμός που έχει καταφέρει να σταθεί όρθιος μέσα στις πιο δύσκολες συγκυρίες, αυτός είναι η δικαστική εξουσία. Δεν είναι αλάνθαστη, καμία προέκταση της ανθρώπινης λειτουργίας δεν είναι. Αλλά η ποιότητα, το ήθος και η ανεξαρτησία που τη χαρακτηρίζουν είναι η ασπίδα που προστατεύει το κράτος δικαίου.
Ας είμαστε αυστηροί με ό,τι πρέπει να διορθωθεί. Αλλά ας είμαστε και δίκαιοι. Γιατί σε μια εποχή που όλα γύρω μας αμφισβητούνται, χρειαζόμαστε θεσμούς που να μπορούμε να εμπιστευτούμε. Και η δικαιοσύνη, με τις αρετές και τα ελλείμματά της, παραμένει ένας από αυτούς. Όταν όλα γύρω του καταρρέουν, όταν οι θεσμοί αμφισβητούνται, όταν η εμπιστοσύνη στο κράτος τραυματίζεται, ο πολίτης στρέφεται στο δικαστήριο. Εκεί ζητά προστασία, αποκατάσταση, δικαίωση. Αν χαθεί και αυτό, τότε απομένει μόνο η αυθαιρεσία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για κριτική. Το αντίθετο. Η δικαστική εξουσία οφείλει να ανέχεται την καλόπιστη κριτική, να προσαρμόζεται, να βελτιώνεται. Όμως η διαφορά ανάμεσα στη καλόπιστη κριτική και στην κακόπιστη αποδόμηση είναι καθοριστική. Η μία ενισχύει τη δικαιοσύνη, ενισχύει τη Δημοκρατία. Η άλλη την καταλύει. Όταν η δικαιοσύνη στοχοποιείται συλλήβδην, όταν κάθε σημαντική απόφαση θεωρείται ύποπτη, δεν ωφελείται κανείς. Ούτε τα θύματα, ούτε οι πολίτες, ούτε η ίδια η Δημοκρατία.
Η αναβάθμιση της δικαιοσύνης, με επιτάχυνση των διαδικασιών, με δυνατότητα πρόσβασης των θυμάτων στην απαιτούμενη πληροφόρηση, με ενίσχυση της λογοδοσίας, είναι αναγκαία. Όμως άλλο η θεσμική μεταρρύθμιση και άλλο η δημαγωγική απαξίωση.
Καταλήγω με το εξής: Η δικαιοσύνη δεν υπήρξε ποτέ μέρος του προβλήματος. Ήταν, είναι και οφείλει να παραμείνει, μέρος της λύσης. Η υπονόμευση αυτής της πραγματικότητας όχι μόνο δεν εξυπηρετεί την κοινωνία, αλλά είναι επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή και την αναγκαία θεσμική ισορροπία της χώρας.
Αντιπρόεδρος ΔΗΚΟ, Δικηγόρος