Η Άμεση Δημοκρατία έχει ταρακουνήσει το πολιτικό σύστημα αλλά τα παραδοσιακά κόμματα δεν φαίνεται να συγκινούνται.
Ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος Φειδίας Παναγιώτου εμφανίστηκε στη δημόσια σφαίρα σαν μια ιδιόρρυθμη περίπτωση. Ένας άνθρωπος χωρίς πολιτική παιδεία, ιστορικό βάθος ή θεσμικές γνώσεις, αλλά με μια εντυπωσιακή ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο.
Η αυθεντικότητα, η αμεσότητα, η αφέλεια, το χιούμορ, ο αυθορμητισμός και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημιούργησαν ένα είδος πολιτικού φαινομένου.
Εκεί όπου άλλοι χρειάζονται μηχανισμούς και επιτελεία, εκείνος κατάφερε με μια κάμερα στο χέρι να εκφράσει το συλλογικό παράπονο μιας κοινωνίας κουρασμένης από πολιτικές πρακτικές και από κόμματα που συχνά ανακυκλώνουν τις ίδιες υποσχέσεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το μήνυμα ότι «θα επουλώσει πληγές» βρήκε πρόσφορο έδαφος, ανεξάρτητα από το αν δεν συνοδευόταν από συγκροτημένες πολιτικές θέσεις.
Παρακολουθώντας όμως προσεκτικά τις παρουσίες αρκετών υποψηφίων της Άμεσης Δημοκρατίας μέσα από τα podcasts του Φειδία, είναι φανερό πως η εικόνα δεν είναι τόσο ενιαία όσο παρουσιάζεται. Ορισμένοι εμφανίστηκαν για χαβαλέ, χωρίς θέσεις, χωρίς όραμα, περισσότερο σαν άνθρωποι που είδαν φως για μια ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης παρά πολιτικής αλλαγής.
Άλλοι επέλεξαν να απευθυνθούν στο κοινό κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα, μια τακτική που χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια και οι υποψήφιοι των παραδοσιακών κομμάτων για να δημιουργήσουν μια αίσθηση οικειότητας και εμπιστοσύνης, που κάποιες φορές αγγίζει τα όρια της χειραγώγησης, ειδικά όταν η συναισθηματική επίκληση αντικαθιστά την ουσιαστική πολιτική πρόταση.
Άλλοι, αν και πιο προετοιμασμένοι, περιέγραψαν θέσεις και υποσχέσεις πανομοιότυπες με εκείνες που εδώ και δεκαετίες ακούμε από τους εκπροσώπους των παραδοσιακών κομμάτων και κάποιοι άλλοι εκφράστηκαν με συνθήματα όπως Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια.
Η παρουσία τέτοιων αντιφάσεων δείχνει ότι το εγχείρημα δεν είναι ένα μονολιθικό σύνολο ιδεών αλλά ένα μωσαϊκό διαφορετικών, συχνά αντικρουόμενων κατευθύνσεων.
Το πραγματικό στοίχημα όμως δεν βρίσκεται τόσο στην ποικιλομορφία των προσώπων όσο στις συνέπειες του μοντέλου που παρουσιάζεται ως «Άμεση Δημοκρατία».
Αν για παράδειγμα ένας βουλευτής εκλεγμένος με αυτό το κόμμα κληθεί να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο, όπως για παράδειγμα την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, και η προσωπική του άποψη συγκρούεται με την άποψη της πλειοψηφίας στο σχετικό ψηφιακό εργαλείο του κόμματος, τότε τι ακριβώς καλείται να κάνει;
Αν επιλέξει να ακολουθήσει την πλειοψηφία, προδίδει τις αρχές και τα πιστεύω του, κάτι που είναι αντίθετο με αυτά που έλεγε την ώρα που ζητούσε την ψήφο από την κοινωνία. Αν επιλέξει να ακολουθήσει τη συνείδησή του, προδίδει τη λειτουργία του ίδιου του μηχανισμού της Άμεσης Δημοκρατίας που στηρίζεται στην πλειοψηφία.
Αυτή η σύγκρουση δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια, είναι ο πυρήνας του όλου ζητήματος. Γιατί στην πράξη κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει δύο εντολές ταυτόχρονα όταν αυτές αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Από αυτή τη σύγκρουση προκύπτει ένα μεγαλύτερο ερώτημα για τον ψηφοφόρο. Αν η λειτουργία ενός κόμματος βασίζεται στην πλειοψηφία των εκάστοτε συμμετεχόντων της εφαρμογής, τότε οι πολιτικές αποφάσεις δεν θα ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με τα προσωπικά πιστεύω όσων το στήριξαν, αλλά με το ρεύμα που θα επικρατεί εκείνη τη στιγμή.
Η πολιτική μετατρέπεται έτσι σε μια διαδικασία συνεχούς διακύμανσης, χωρίς σαφές ιδεολογικό πλαίσιο, χωρίς πυξίδα πέραν της στιγμιαίας πλειοψηφίας.
Γι’ αυτό και ίσως το ουσιαστικό ζητούμενο δεν είναι τόσο απλό όσο παρουσιάζεται.
Σε μια πολιτική πραγματικότητα γεμάτη αστάθεια, ο πολίτης χρειάζεται να επιλέγει δυνάμεις που τον εκφράζουν ιδεολογικά και αξιακά, και που αποδεικνύουν μέσα στον χρόνο ότι μπορούν να διατηρούν την ταυτότητά τους χωρίς να μεταμορφώνονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτό είδαμε πολλές φορές να συμβαίνει με τα παραδοσιακά κόμματα. Ενώ δηλαδή τους εμπιστεύοταν ο λαός για τις προεκλογικές τους διακηρύξεις, στην πορεία έπρατταν ακριβώς το αντίθετο. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που η κοινωνία κουράστηκε και ψάχνει να πιαστεί από ότιδηποτε του δίνει ελπίδα ότι κάτι επιτέλους θα αλλάξει.
Η δημοκρατία όμως από την άλλη δεν είναι παιχνίδι αριθμών, ούτε διαγωνισμός δημοφιλίας μέσα σε μια εφαρμογή. Είναι η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και σε εκείνους που αναλαμβάνουν να τον εκπροσωπήσουν.
Αν αυτή η σχέση στηρίζεται μόνο στα ρεύματα της στιγμής, τότε χάνεται ό,τι πιο θεμελιώδες υπάρχει στην πολιτική: η συνέπεια, η ευθύνη και η σταθερότητα των πεποιθήσεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα νέα εγχειρήματα πρέπει να απορρίπτονται συλλήβδην. Αλλά οτιδήποτε νέο χωρίς σταθερότητα μπορεί να οδηγήσει σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου ο καθένας αγνοεί τι θα ισχύει αύριο. Έτσι, το πραγματικό δίλημμα για τον ψηφοφόρο δεν είναι αν προτιμά την Άμεση Δημοκρατία ή άλλο κόμμα. Το δίλημμα είναι αν επιλέγει ένα πλαίσιο που βασίζεται σε αρχές ή μια διαδικασία που καθορίζεται από την εκάστοτε πλειοψηφία. Και σε τελική ανάλυση, η επιλογή αυτή αφορά το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία: ως μηχανισμό συμμετοχής ή ως σύστημα αξιών που ζητά από όσους συμμετέχουν να έχουν ξεκάθαρη ταυτότητα και σταθερό προσανατολισμό.
Καλή ψήφο σε όλους!