Παρά τις λεκτικές «βελτιώσεις» που έγιναν στο αρχικό κείμενο, ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων του Κυπρίου υπουργού  Εξωτερικών, η «φιλοσοφία» παρέμεινε στο τελικό κείμενο του Ψηφίσματος που ενέκρινε πρόσφατα του Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ για την ανανέωση της θητείας της Ειρηνευτικής Δύναμης για έξι ακόμη μήνες. Με τις αναφορές σε «δυο πλευρές», είναι εμφανής η πρόθεση των συντακτών του Ψηφίσματος να εξισωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) με το κατοχικό καθεστώς. Είναι μια περαιτέρω προσπάθεια υπονόμευσης της διεθνούς προσωπικότητας της ΚΔ και εξουδετέρωσης του Ψηφίσματος 186/1964 της 4/3/1964 που είχε κατοχυρώσει τη διεθνή αναγνώριση της ΚΔ και τη νομιμότητα της κυβέρνησής της που την εκπροσωπεί διεθνώς, αλλά και του Ψηφίσματος 541/1983 της 18/11/1983 που καταδίκαζε την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», καθώς και αυτών που, στη συνέχεια, τα επαναβεβαίωναν. Οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ εσκεμμένα και συστηματικά προβαίνουν σε τέτοιους είδους ενέργειες, παρασύροντας και το ΣΑ. Αξίζει να ενθυμηθούμε τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ τον Φεβρουάριο του 2014 ότι «ατυχώς οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν εξ αιτίας της αλλαγής κυβέρνησης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου». Οι δικαιολογίες που δόθηκαν δεν ήταν πειστικές. Τα ίδια σχεδόν έγραψε και στην Έκθεσή του τον Δεκέμβριο του 2010, όπου αναφέρθηκε σε «εκλογές στο Νότο». Δεν επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος.

Αναφορικά με τις προκλητικές και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, το ΣΑ,  προσπαθώντας να τηρήσει ίσες αποστάσεις, παίζει το ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου», «εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για την περαιτέρω κλιμάκωση και τις αυξημένες εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξερεύνηση των υδρογονανθράκων» και «ζητεί τη μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, καλώντας τους ηγέτες των δύο κυπριακών κοινοτήτων και όλων των εμπλεκόμενων μερών να απέχουν από κάθε ενέργεια και ρητορική που θα μπορούσαν να βλάψουν τις πιθανότητες επιτυχίας». Συγκαλύπτεται η τουρκική επιθετικότητα με το πρόσχημα, προφανώς, να μη δυσχερανθεί η αποστολή των «καλών υπηρεσιών» του Γ.Γ. στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Ασφαλώς, το ΣΑ του ΟΗΕ διαφορετικά θα αντιδρούσε αν ήταν άλλος ο θύτης και άλλο το θύμα. Ουαί τοις αδυνάμοις. 

Δυστυχώς, κατά τα τελευταία χρόνια ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έπαψε να επιτελεί το έργο που του έταξαν οι ιδρυτές του και οι Γενικοί Γραμματείς του λειτουργούν ως απλοί διεκπεραιωτές των αποφάσεων που λαμβάνονταν έξωθεν. Χαρακτηριστική, η περίπτωση του Σχεδίου Ανάν. 
Είναι πολύ εύστοχες οι παρατηρήσει που έκανε, τελευταία, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ, Ανδρέας Μαυρογιάννης. Μιλώντας στις 22 Ιανουαρίου στη Γενική Συνέλευση, τόνισε: «Ο ΟΗΕ έχει τόσο τη νομική βάση όσο και τα εργαλεία για να επιβάλει τον σεβασμό προς το διεθνές δίκαιο από τα κράτη-μέλη. Εν τούτοις, στις πλείστες φορές δεν το πράττει», επισημαίνοντας ότι «η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της επίκλησης αρχών και δράσεων είναι το κλειδί για την αξιοπιστία του διεθνούς Οργανισμού». 
Στη διεθνή πολιτική σκακιέρα, το Διεθνές Δίκαιο έχει προ πολλού παραμεριστεί. Από αρχαιοτάτων χρόνων οι  διεθνείς σχέσεις διέπονταν από το «δίκαιο του ισχυρού». Η Αθήνα που έκτιζε Παρθενώνες, που ενθάρρυνε τη φιλοσοφία και τις συζητήσεις για τον άνθρωπο, την αρετή και την αλήθεια στην αγορά, η ίδια η Αθήνα εξολόθρευε τον πληθυσμό μια μικρής νήσου, της Μήλου, γιατί δεν συμμάχησε μαζί της. Με πρωτοφανή κυνισμό οι Αθηναίοι πρέσβεις δηλώνουν ότι «το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού και ότι ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό, τι του επιβάλλει η αδυναμία του. (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Ε, 89, κατά μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).
Υπάρχουν μόνο τα συμφέροντα. Παρατηρούμε συνεχώς μια θεαματική αλλοίωση των παραδοσιακών φιλιών και συμμαχιών. Επιβεβαιώνονται τα λόγια του Πάλμερστον, τότε υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας, το 1848: «Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους, ούτε διαρκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διαρκή και αυτά έχουμε χρέος να ακολουθούμε». Στη διεθνή πολιτική σκηνή τα συμφέροντα υπερισχύουν των όποιων άλλων κριτηρίων. 
Τραγικό παράδειγμα, η αντιμετώπιση της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο. Το ίδιο συνέβηκε και στο Ιράκ και την πρώην Γιουγκοσλαβία. Η Τουρκία εισέβαλε σε ένα ανεξάρτητο κράτος-μέλος του ΟΗΕ, κατέλαβε το 36,4% του εδάφους του και προέβη σε βίαιο εκτοπισμό του 1/3 περίπου των κατοίκων του, διαπράττοντας μαζικά και διαρκή αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος του λαού του. Όμως, το ΣΑ δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της Τουρκίας με βάση το Κεφάλαιο 7 του Καταστατικού Χάρτη. Δεν έκανε καν μνεία για εισβολή της Τουρκίας. Με το ομόφωνο Ψήφισμα 353/1974, αρκέστηκε στο να καλέσει «όλα τα μέρη να τερματίσουν τις εχθροπραξίες» και απαίτησε «τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης». (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου). Εξίσωσε τον θύτη με το θύμα! Άλλη αντιμετώπιση είχε η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, τον Aύγουστο του 1990. Τότε, το ΣΑ ενέκρινε σειρά Ψηφισμάτων βάσει του Άρθρου 42 του Κεφαλαίου 7, ζητώντας στην αρχή από το Iράκ να αποσυρθεί και, στη συνέχεια, επιτρέποντας τη χρήση «όλων των απαιτούμενων μέσων» ώστε ο εισβολέας να αναγκαστεί να συμμορφωθεί και «να αποκατασταθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή» (Ψήφισμα 678). Για κατατόπιση των αναγνωστών, αναφέρω ότι, με βάση το άρθρο 42 του Κεφαλαίου 7, το ΣΑ νομιμοποιείται «να προβεί, από αέρος, διά θαλάσσης ή από ξηράς σε τέτοιου είδους ενέργεια, προκειμένου να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια».
Επίσης, μια μελέτη των διαφόρων Ψηφισμάτων του ΣΑ και των Εκθέσεων των Γενικών Γραμματέων του ΟΗΕ, που αναφέρονται στις βασικές παραμέτρους που πρέπει να διέπουν μια λύση του Κυπριακού, καταδεικνύει του λόγου το ακριβές. Από τη μελέτη αυτών των Ψηφισμάτων και Εκθέσεων, προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα αυτών των προταθεισών λύσεων είναι η αναγνώριση των αδυσώπητων πραγματικοτήτων και τετελεσμένων που δημιούργησε η τούρκικη εισβολή.
Με αυτά που γράφω, δεν έχω πρόθεση να εκπέμψω μηνύματα μοιρολατρίας και ηττοπάθειας. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι θα πρέπει να πάψουμε να γκρινιάζουμε. Καιρός είναι να επιδοθούμε σε μια επιθετική διπλωματία. Αυτή η επιθετική διπλωματία δεν διεξάγεται με φωνασκίες και συνθήματα, αλλά με την προώθηση κοινών συμφερόντων με εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τις ΗΠΑ που έχουν τεράστια συμφέροντα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου, ώστε η Τουρκία να αναγκαστεί -για να εξυπηρετήσει πιο ζωτικά της συμφέροντα- να εγκαταλείψει τους επεκτατικούς της σχεδιασμούς σε βάρος της Κύπρου.  
Θα καταλήξω, επαναλαμβάνοντας –και ας γίνομαι φορτικός– ότι ήλθε η ώρα να σπάσει η διαπραγματευτική ομηρεία στην οποία ο κυπριακός ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και 43 χρόνια και να επανεξεταστεί η διαπραγματευτική βάση με ορθολογικό τρόπο και χωρίς ταμπού, με σκοπό την εξεύρεσης της καλύτερης δυνατής ρεαλιστικής λύσης. Ήλθε η ώρα η ηγεσία μας να απαλλαγεί από τα φοβικά της σύνδρομα. Οι επινοήσεις των γραφειοκρατών της Γραμματείας του ΟΗΕ, που οδήγησαν και στα σχετικά Ψηφίσματα, δεν είναι θέσφατα, που πρέπει να ακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια, για να μη χάσουμε το blame game, έστω και αν μας οδηγούν σε εθνική αυτοχειρία.